Οι συγκεκριμένοι οικονομολόγοι, από τους οποίους ο Stiglitz διετέλεσε άτυπος σύμβουλος του πρώην πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου, κάνουν λόγο για ‘λάθος συνταγή’ στην Ελλάδα και για ανάγκη για αύξηση των δημοσίων δαπανών αντί για περιστολή. Οι δηλώσεις αυτές μου έφεραν στο νου το ερώτημα κατά πόσο οι Κεϋνσιανές πολιτικές υψηλών κρατικών δαπανών που εφάρμοσαν στην Ελλάδα η συντριπτική πλειοψηφία των κυβερνήσεων την περίοδο 1982-2009 είχαν αποτέλεσμα και οδήγησαν σε σύγκλιση με την Ευρώπη ή ήταν τελικά η αιτία της ‘ελληνικής τραγωδίας’ όπως πολλά διεθνή μέσα ενημέρωσης με επικεφαλής το Εconomist χαρακτηρίζουν την ελληνική κρίση.
Προσωπικά πιστεύω ότι οι Κεϋνσιανές πολιτικές στην Ελλάδα έπεσαν στην παγίδα της σχεδόν αδιάλειπτης εφαρμογής τους. Δηλαδή, η εφαρμογή τους επί σχεδόν 30 χρόνια (με εξαίρεση την περίοδο διακυβέρνησης του Κ. Μητσοτάκη, η οποία είχε σχετικά σύντομη διάρκεια σύμφωνα με πολλούς πολιτικούς αναλυτές λόγω της λιτότητας που εφάρμοσε) παρόλο που συνδυάστηκε με ισχυρή ανάπτυξη για κάποια χρόνια (με υψηλούς πληθωρισμούς όμως που εκμηδένιζαν την πραγματική ανάπτυξη) οδήγησε σε 30ετή ελλείμματα που με μαθηματική ακρίβεια έκαναν το χρέος της Ελλάδας μη βιώσιμο. Το να υποστηρίζουν κάποιοι τη συνέχιση αυτής της πολιτικής ως λύση για έξοδο από την κρίση που αυτή η ίδια δημιούργησε μου φαίνεται σαν ένα είδος ομοιοπαθητικής που δε μπορεί να έχει θέση στη σύγχρονη οικονομική σκέψη. Επίσης, ο ίδιος ο Keynes εστίαζε στο βραχυπρόθεσμο και όχι στο μακροπρόθεσμο και σε αυτόν ανήκει η περίφημη ρήση ‘Μακροπρόθεσμα θα είμαστε όλοι νεκροί’ (1923). Παραφράζοντας τη ρήση αυτή θα μπορούσε να πει κάποιος ότι η μακροπρόθεσμη εφαρμογή αυτών των πολιτικών στην Ελλάδα κατέστησε όντως την ελληνική οικονομία ΄’νεκρή’.
Θεωρώ πολύ απίθανο να μειωθεί το έλλειμμα αν η κυβέρνηση αποφάσιζε αύξηση των δαπανών σε αυτήν την κρίσιμη φάση της δημοσιονομικής προσαρμογής αντί για μείωση κρίνοντας από την πρόσφατη οικονομική ιστορία την ελληνική και όχι μόνο και θα εξηγήσω το γιατί παρακάτω:
-Κατ’ αρχάς η δημοσιονομική προσαρμογή μπορεί να μην κρίνεται απόλυτα επιτυχημένη ως τώρα λόγω και λαθών στην επιλογή των μέτρων αλλά και της δυσκολίας του εγχειρήματος αφού η Ελλάδα είχε το 2009 ταυτόχρονα το μεγαλύτερο χρέος και το μεγαλύτερο έλλειμμα της Ευρώπης, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το πρωτογενές έλλειμμα μειώθηκε από 25 δις ευρώ το 2009 σε 3 δις ευρώ που είναι η εκτίμηση για το 2012, ενώ το 2013 αναμένουμε πλεόνασμα που είναι ένα εξαιρετικό επίτευγμα.
-Τα έτη 2008,2009 και μέχρι τα μέσα του 2010, οπότε και δεν εφαρμόστηκαν ουσιαστικά μέτρα λιτότητας αλλά οι κρατικές δαπάνες παρέμειναν σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, οι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν αρνητικοί. Την περίοδο εκείνη που ο κύριος Stiglitz ήταν άτυπος σύμβουλος του Γ. Παπανδρέου μάλιστα το έλλειμμα διογκώθηκε περαιτέρω λόγω της εξάμηνης αδράνειας της κυβέρνησης και η Ελλάδα βγήκε εκτός αγορών κάτι που οδήγησε την κρίση στην κορύφωση της.
- Ο ιστορικός Mark Mazower σε συνέντευξη του (2011) τοποθετεί την αρχή της κρίσης στην Ελλάδα στις αρχές του 1980 όπου και έγινε μια σημαντική στροφή από την κυβέρνηση Α. Παπανδρέου προς την πολιτική υψηλών δημοσίων δαπανών και κρατικοποιήσεων σε αντίθεση με τους προκατόχους του, τη στιγμή που παγκοσμίως γινόταν μια στροφή στις πολιτικές της ελεύθερης αγοράς με προεξάρχοντες το Reagan και τη Thatcher που έφερε σημαντικά αποτελέσματα σε ΗΠΑ και Βρετανία. Να θυμίσουμε ότι σε μια οκταετία (1982-1990) το ελληνικό χρέος τριπλασιάστηκε (από το 30% του ΑΕΠ στο 90%). Αντίθετα η λιτότητα της περιόδου 1990-1993 αν και δε μείωσε το χρέος μείωσε το ρυθμό αύξησης του που είχε πάρει διαστάσεις που οδηγούσαν την Ελλάδα σε μια πτώχευση που αποσοβήθηκε την τελευταία στιγμή.
-Ακόμα και ο ίδιος ο Keynes σύμφωνα με το βιογράφο του Skidelsky (2010) υποστήριζε ότι σε φυσιολογικές συνθήκες οι κρατικοί προϋπολογισμοί θα πρέπει να είναι πλεονασματικοί. Αυτό θα μπορούσε να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι αν ζούσε ο ίδιος ο Keynes θα αποδοκίμαζε την αδιάλειπτη εφαρμογή των θεωριών του στην Ελλάδα αφού μέσα σε 30 χρόνια δεν κατάφεραν ούτε μια φορά να οδηγήσουν σε ένα πλεονασματικό προϋπολογισμό. Οι ρυθμοί ανάπτυξης κάποιες χρονιές ήταν μεγάλοι κάποιες άλλες μικροί αλλά σε καμιά περίπτωση δεν οδήγησαν σε σοβαρή μείωση του χρέους, αν και πολλές φορές εμφανιζόταν ελαφρώς μειωμένο λόγω κυβερνητικών τεχνασμάτων και των λεγόμενων Greek statistics. Επομένως είναι φανερό ότι αιτία της ελληνικής κρίσης είναι τα ελλείμματα και όχι η ύφεση.
-Η περικοπή δαπανών εφαρμόστηκε σε Ιρλανδία και Λετονία με αξιόλογη επιτυχία και είμαι πεπεισμένος ότι η μερική επιτυχία του εγχειρήματος στην Ελλάδα οφείλεται στη χαμηλή ανταγωνιστικότητα της οικονομίας, στην παράλληλη υπερφορολόγηση σε συνδυασμό με την παραοικονομία, τις αδυναμίες του φοροεισπρακτικού μηχανισμού και την αδυναμία διάκρισης μεταξύ σπαταλών και παραγωγικών δαπανών. Αυτά είναι θέματα που μπορούν να βελτιωθούν φτάνει η κυβέρνηση να δείξει πυγμή. Η Ιρλανδία επιστρέφει σιγά σιγά στις αγορές εφαρμόζοντας ένα πρόγραμμα με πολλά κοινά με την Ελλάδα με τη διαφορά ότι η οικονομία της δεν έχει τις στρεβλώσεις που αναφέρω παραπάνω.
-Η δημοσιονομική αυστηρότητα στη Γερμανία, τη Φινλανδία, την Αυστρία και την Εσθονία την τελευταία τριετία δεν οδήγησε σε αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης ούτε και μέσα στο δύσκολο 2012. Άλλωστε, στις ΗΠΑ η αύξηση των κρατικών δαπανών την περίοδο 2008-2009, παρά το θετικό αντίκτυπο που είχε στην ανάπτυξη, οδήγησε σε υψηλά ελλείμματα και διόγκωση του ήδη υψηλού χρέους, μαζί βέβαια με το πακέτο στήριξης των τραπεζών και των αυτοκινητοβιομηχανιών. Σαν αποτέλεσμα οι ΗΠΑ έχασαν το ΑΑΑ από την S&P για πρώτη φορά από το 1946. Επίσης, τα μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής δεν έφεραν από μόνα τους την ανάκαμψη αλλά σε συνδυασμό με μέτρα νομισματικής πολιτικής που κρίθηκαν αναγκαία για την αποφυγή ενός διπλού πάτου στην ύφεση και η εφαρμογή τους συνεχίζεται και στο 2012. Υπάρχουν παραδείγματα χωρών με πολύ υψηλές κρατικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ και συνάμα χαμηλό έλλειμμα και χρέος (π.χ. Σουηδία, Δανία) αλλά πρόκειται για χώρες με την υψηλότερη φορολογική συνείδηση των πολιτών παγκοσμίως σύμφωνα με έρευνες. Υπάρχει επίσης το παράδειγμα της Ιαπωνίας που έχει το υψηλότερο χρέος σαν ποσοστό του ΑΕΠ στον κόσμο, στην οποία οι προσπάθειες τόνωσης της αναιμικής ανάπτυξης για πάνω από 20 έτη μέσω αύξησης των κρατικών δαπανών κατέληξαν σε αποτυχία.
-Επίσης έχω την εντύπωση ότι οι Νομπελίστες οικονομολόγοι αγνοούν ότι μέρος των δαπανών που μειώθηκαν την τελευταία τριετία αφορούν τεράστιες σπατάλες όπως εξωφρενικά επιδόματα και μισθούς σε δημοσίους υπαλλήλους που δεν συνδυάζονταν με την παραγωγικότητα, επιδόματα και συντάξεις μαϊμού, συντήρηση εκ προοιμίου ζημιογόνων ΔΕΚΟ, τεράστιες σπατάλες για φάρμακα κ.α. Θεωρώ ότι και οι κυβερνήσεις ως τώρα αδυνατούν σε μεγάλο βαθμό να αξιολογήσουν τις δαπάνες αφού περικόπτουν σημαντικά το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων που δημιουργεί θέσεις εργασίας, τη στιγμή που διατηρούνται στη θέση τους ακόμα και επίορκοι δημόσιοι υπάλληλοι που πληρώνονται κανονικά.
-Επίσης ο Krugman θεωρεί σε πρόσφατο άρθρο του (New York Times) την υιοθέτηση του ευρώ σαν βασική αιτία κατάρρευσης της χώρας και όχι τις υπερβάσεις στις δημόσιες δαπάνες αν και αναγνωρίζει ότι η χώρα έχει μεγάλο πρόβλημα φοροδιαφυγής και διαφθοράς. Πιστεύω ότι ο κος Krugman είτε αγνοεί είτε παραβλέπει το γεγονός ότι το χρέος της Ελλάδας ήταν ήδη στο 100% του ΑΕΠ πριν τη είσοδο της Ελλάδας στην ευρωζώνη ή ίσως αγνοεί ότι η Ελλάδα κινδύνευσε με πτώχευση το 1989 πολλά χρόνια πριν το ευρώ η οποία αποφεύχθηκε οριακά με σκληρά μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής που έκαναν την τότε κυβέρνηση ελάχιστα δημοφιλή και βέβαια παραβλέπει ότι και άλλες μικρές ευρωπαϊκές χώρες που υιοθέτησαν το ευρώ δεν αντιμετώπισαν παρόμοια προβλήματα κρίσης, όπως η Σλοβακία ή η Εσθονία.
-ΟΙ εκτιμήσεις αρκετών άλλων επιφανών οικονομολόγων έρχονται σε αντίθεση με τις εκτιμήσεις των Krugman και Stiglitz. Ο Edmund Phelps αναγνωρίζει ότι η Ελλάδα άφησε τις δημόσιες δαπάνες να γιγαντωθούν σε σχέση με τα έσοδα της, ο Alberto Αlesina του Harvard ζητάει γενναίες περικοπές δαπανών, ενώ ο ‘πατέρας του ευρώ’ Robert Mundell αναγνωρίζει (2010) ότι το βασικό πρόβλημα της Ελλάδας είναι ο συνδυασμός υψηλού ελλείμματος (δημοσιονομικού και ανταγωνιστικότητας) και υψηλού χρέους. Τέλος, ο Rogoff, διαπρεπής Κεϋνσιανιστής αναγνωρίζει ότι ο περιορισμός των ελλειμμάτων ενισχύει την αξιοπιστία της χώρας. Άξια αναφοράς είναι και η άποψη του Νομπελίστα Χρ. Πισσαρίδη ο οποίος σε πρόσφατη συνέντευξη του συμφωνεί με τα μέτρα διαφωνεί όμως με το μικρό διάστημα στο οποίο εφαρμόστηκαν, εμμέσως δικαιολογώντας το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης για επιμήκυνση. Ο Κύπριος οικονομολόγος εστιάζει επίσης στην καθυστέρηση των διαρθρωτικών αλλαγών ως παράγοντα επιδείνωσης της κατάστασης.
Θεωρώ αυτήν την παρατήρηση πολύ σημαντική αφού ως τώρα λίγες μεταρρυθμίσεις έχουν γίνει στην Ελλάδα την τελευταία τριετία με αποτέλεσμα η ανταγωνιστικότητα να παραμένει σε χαμηλά επίπεδα και να τορπιλίζει την προσπάθεια δημοσιονομικής προσαρμογής. Σε αυτόν τον τομέα εστιάζει η σχολή των Supply-side economics η οποία προτείνει δραστική μείωση φόρων για να επιτευχθεί η ανάκαμψη. Πιστεύω όμως ότι, στην Ελλάδα των υψηλών ελλειμμάτων, οι φοροελαφρύνσεις θα έχουν νόημα μόνο αν αντιμετωπιστεί δραστικά το φαινόμενο της φοροδιαφυγής και της παραοικονομίας, στα οποία το ελληνικό κράτος υστερεί έναντι σχεδόν όλων των Ευρωπαίων εταίρων. Παράλληλα, εκτός από τη μείωση της φορολογίας υπάρχουν πολλά που μπορούν να γίνουν για τη βελτίωση της καμπύλης προσφοράς της ελληνικής οικονομίας. Ενδεικτικά, να αναφέρω τη μείωση της γραφειοκρατίας, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, τον περιορισμό των κρατικών μονοπωλίων και των καρτέλ που δημιουργούν ορισμένα ιδιωτικά ολιγοπώλια αλλά και μια αλλαγή στις προτιμήσεις των καταναλωτών προς τα εγχώρια προϊόντα. Όλα τα παραπάνω συντελούν στο να μην πέφτουν οι τιμές παρά την παρατεταμένη ύφεση.
Από τις άλλες σχολές οικονομικής σκέψης οι Μονεταριστές και οι Νεοκλασικοί δε βλέπουν κάποια ελπίδα εξόδου από την κρίση όσο η Ελλάδα παραμένει στο ευρώ. Οι Μονεταριστές θα πρότειναν την επιστροφή στη δραχμή για να αποκατασταθεί η ρευστότητα στην οικονομία μέσω αύξησης της προσφοράς χρήματος. Επίσης μια οικονομία με τις στρεβλώσεις που έχει η ελληνική δεν έχει χώρο στο σύμπαν ορθολογικών προσδοκιών της Νεοκλασικής θεωρίας και επομένως δεν προξενεί εντύπωση ότι ο Martin Feldstein θεωρεί την κατάσταση στην Ελλάδα ‘beyond repair’ (2012 CNBC), ενώ ο Γερμανός Sinn υποστηρίζει ότι μοναδική λύση είναι η ελεγχόμενη επιστροφή της χώρας στη δραχμή, η υποτίμηση της οποίας θα επανεκκινήσει την ελληνική οικονομία. Και οι 2 οικονομολόγοι γνωρίζουν βέβαια πόσο επίπονη θα είναι αρχικά η μετάβαση σε εγχώριο νόμισμα αλλά τη βλέπουν ως μοναδική λύση. Προσωπικά πιστεύω ότι η μετάβαση της Ελλάδας σε εγχώριο νόμισμα κρύβει κινδύνους ανάλογους με το τι έγινε στη Βολιβία τη δεκαετία του 1980 (Sachs 1986) όπου η χώρα για να καλύψει το υψηλό έλλειμμα προχώρησε σε διαρκή κοπή χρήματος που έδρασε αντίθετα τελικά αφού και το έλλειμμα αυξήθηκε και ο πληθωρισμός γιγαντώθηκε. Η χώρα άρχισε να ανακάμπτει όταν τα νομισματικά μέτρα συνδυάστηκαν με δημοσιονομικές περικοπές. Το παράδειγμα της Βολιβίας δείχνει ότι ακόμα και να επιλεγεί η λύση της δραχμής θα πρέπει να συνεχιστεί η περιστολή δαπανών για να επιτύχει μια τέτοια κίνηση. Θεωρώ λοιπόν τη λύση της δραχμής ως λύση έκτακτης ανάγκης αφού επιπλέον σε ένα τέτοιο σενάριο το χρέος θα διογκωθεί.
Σαν συμπέρασμα πιστεύω ότι ο συνδυασμός περιστολής των δαπανών με τις μεταρρυθμίσεις μπορούν να φέρουν σημαντικά αποτελέσματα καλλιεργώντας το έδαφος για μια σειρά από επενδύσεις ξένων κεφαλαίων στην Ελλάδα, τα οποία διστάζουν να έρθουν στην παρούσα κατάσταση. Επειδή όμως η Ελλάδα είναι μια μοναδική ίσως περίπτωση λόγω του τρίπτυχου μη βιώσιμου χρέους, πρωτογενούς ελλείμματος και χαμηλής ανταγωνιστικότητας καταλυτικός παράγοντας θα είναι η βοήθεια των εταίρων μέσω και ενός νέου κουρέματος χρέους, ενώ η επιμήκυνση αν και δεν είναι πανάκεια μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματική μέχρι να εισρεύσουν οι επενδύσεις στη χώρα.
*Ο κ. Ν. Χριστοδούλου είναι επικεφαλής του τμήματος ανάλυσης της Merit ΑΧΕΠΕΥ.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr