Παράλληλα όμως απέρριψε το εφαρμοζόμενο πρόγραμμα δημοσιονομικής και οικονομικής προσαρμογής, το μνημόνιο, γιατί δεν πείστηκε ότι προσφέρει ελπίδα και προοπτική έγκαιρης εξόδου από την κρίση, ότι οδηγεί στην επανεκκίνηση της οικονομίας, στη δημιουργία θέσεων εργασίας και στη διατηρήσιμη ανάπτυξη. Δηλαδή απέτυχε να πείσει ότι οι θυσίες των εργαζομένων θα πιάσουν τελικά τόπο, εξέλιξη που μας υποχρεώνει να επαναδιαπραγματευθούμε πτυχές του μνημονίου.
Βλέπουμε όμως ένα ελληνικό παράδοξο με το εκλογικό αποτέλεσμα. Ενώ είναι εξόφθαλμη η ευθύνη του κρατισμού και του οικονομικού παρεμβατισμού, όπως και του πολιτικού συστήματος που τα εξέθρεψε, για την παρακμή της ελληνικής παραγωγικής βάσης και τη δημοσιονομική εκτροπή, ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού είτε εξακολουθεί να βλέπει λύσεις στη διατήρηση ή και επέκταση του προβληματικού και σπάταλου δημόσιου τομέα είτε παλεύει να διατηρήσει τα ιδιοτελή προνόμια και τις προστασίες που συνδέονται με αυτό.
Καλλιεργείται έτσι η παραπλανητική και ψευδής πεποίθηση ότι η χώρα διαθέτει και δεν αξιοποιεί εναλλακτικές στρατηγικές επιλογές. Υποστηρίζεται δηλαδή ότι θα μπορούσαμε να καταγγείλουμε ή και να αθετήσουμε τις συμβατικές και χρηματοοικονομικές υποχρεώσεις μας απαιτώντας μια νέα συμφωνία με τους ευρωπαίους εταίρους μας, χωρίς μεταρρυθμίσεις, με ανέξοδες αυξήσεις μισθών και συντάξεων και διατήρηση των προνομίων των συντεχνιών, χωρίς άνοιγμα των αγορών στον ανταγωνισμό, χωρίς ριζική αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα, με κρατικοποιήσεις εταιρειών, χωρίς δραστικές περικοπές στο σπάταλο κράτος, χωρίς αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας που λεηλατείται χρόνια από συντεχνιακά αλλά και επιχειρηματικά συμφέροντα, με περαιτέρω διαγραφή του επαχθούς, όπως αποκαλείται, δημόσιου χρέους.
Θα πρέπει εδώ, αυτή τη δύσκολη ώρα, να μιλήσουμε με καθαρά λόγια για δύο βασικά ζητήματα:
Πρώτον: πιθανή επιστροφή στη δραχμή δεν θα είναι ούτε επωφελής, ούτε αναίμακτη, ούτε πειθαρχημένη, ενώ εγκυμονεί σοβαρούς, μη αναστρέψιμους και μη μετρήσιμους οικονομικούς, κοινωνικούς και εθνικούς κινδύνους.
Δεύτερον: η καταγγελία της δανειακής σύμβασης και του μνημονίου κατ΄ αντιπαράθεση με τους ευρωπαίους εταίρους μας, σημαίνει ταυτόχρονα και αποχώρηση από το ευρώ και την ευρωζώνη, ενδεχομένως δε και από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ενωση. Οποιος υποστηρίζει το αντίθετο είτε είναι αφελής είτε εξυπηρετεί άλλες σκοπιμότητες. Δεν χρειάζεται να μας διώξουν από την ευρωζώνη, εξέλιξη που απαιτεί περίπλοκες νομικές διεργασίες. Θα μας ωθήσουν να φύγουμε μόνοι μας από το ευρώ, κάτω από αφόρητη στενότητα ρευστότητας και την ανάγκη αντιμετώπισής της μέσω πληθωριστικής έκδοσης δραχμών.
Όσοι υποστηρίζουν τη λύση της δραχμής, ή λύσεις που αντικειμενικά θα καταλήξουν στη δραχμή, αγνοούν σημαντικά δεδομένα. Η συντριπτική πλειονότητα των μικρών και μεσαίων χωρών του κόσμου εφαρμόζει σήμερα πολιτικές συναλλαγματικής σταθερότητας. Αυτή η επιλογή δεν είναι τυχαία γιατί ενισχύει τις επενδύσεις, την αποταμίευση και τον μακροχρόνιο οικονομικό προγραμματισμό. Οι ονομαστικές υποτιμήσεις δεν είναι υποκατάστατο και δεν επιλύουν τα χρόνια προβλήματα ανταγωνιστικότητας, διαρθρωτικών αδυναμιών και δημοσιονομικής χαλαρότητας μιας οικονομίας, ενώ τείνουν να χαλαρώνουν την πίεση για δημοσιονομική πειθαρχία, διαρθρωτικές αλλαγές και έλεγχο του πληθωρισμού.
Σε κάθε περίπτωση, η επιστροφή στη δραχμή θα συνοδευθεί:
Πρώτον: από μεγάλες και ίσως αποσταθεροποιητικές υποτιμήσεις λόγω των έντονων πληθωριστικών προσδοκιών, του μικρού αποθέματος συναλλαγματικών διαθεσίμων, του μεγάλου ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, της σαθρής εγχώριας παραγωγικής βάσης που αδυνατεί να υποκαταστήσει τις εισαγωγές και ν΄ αναπτύξει τις εξαγωγές με την απαιτούμενη ταχύτητα.
Δεύτερον: από εκρηκτική αύξηση του πληθωρισμού λόγω της νομισματικής χρηματοδότησης των ελλειμμάτων και των μισθών. Ένας φαύλος κύκλος αυξήσεων μισθών και τιμών θα καταστήσει αναγκαίο τον διοικητικό καθορισμό βασικών τιμών και εκτεταμένες διοικητικές παρεμβάσεις στην αγορά.
Τρίτον: από την πλήρη διαγραφή του εξωτερικού χρέους και του εγχώριου χρέους επιχειρήσεων σε συνάλλαγμα, γιατί δεν θα μπορεί να εξυπηρετηθεί. Η εξέλιξη αυτή θα οδηγήσει στην πλήρη διεθνή μας αφερεγγυότητα, στον αποκλεισμό μας από τις διεθνείς αγορές και σε σημαντικές δυσκολίες στη χρηματοδότηση του διεθνούς εμπορίου. Εκτός από έναν περιορισμένο αριθμό εξαγωγικών επιχειρήσεων, ευνοημένοι θα είναι μόνον όσοι έχουν ήδη μεταφέρει τον πλούτο τους στο εξωτερικό, οι δανειολήπτες στην Ελλάδα με πλούτο στο εξωτερικό και όσοι επιθυμούν να αγοράσουν περιουσιακά στοιχεία στην Ελλάδα φθηνά.
Τέταρτον: από την επιβολή αυστηρών περιορισμών τόσο στην κίνηση κεφαλαίων όσο και στη χρηματοδότηση των διεθνών εμπορικών συναλλαγών. Παράλληλα αναμένεται η επιβολή ποσοτικών κατά κεφαλήν περιορισμών στην κατανάλωση βασικών αγαθών (π.χ. παράγωγα πετρελαίου, φάρμακα, αγροτικά, χημικά ή και καταναλωτικά προϊόντα).
Πέµπτον: από παρατεταμένη μεγάλη αβεβαιότητα και οικονομική καχεξία. Οι μεγάλες διακυμάνσεις της ισοτιμίας και του πληθωρισμού, η κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος, τα υψηλά ονομαστικά επιτόκια, η καταστροφή και η απαξίωση του εγχώριου πλούτου και των καταθέσεων, οι αυστηροί οικονομικοί και διοικητικοί περιορισμοί, θα οδηγήσουν σε ραγδαίο περιορισμό της εγχώριας ζήτησης (κυρίως της ιδιωτικής κατανάλωσης, που αποτελεί το 75% του ΑΕΠ) και των ιδιωτικών επενδύσεων με παράλληλη συρρίκνωση και της προσφοράς λόγω της εκτεταμένης χρεοκοπίας επιχειρήσεων και της μεγάλης ανεργίας. Αποτέλεσμα θα είναι η δραματική επιδείνωση της ύφεσης.
Έκτον: από αυξημένες πιθανότητες να παρασυρθεί και η Κύπρος σε μια νέα περιπέτεια, κυρίως λόγω της σημαντικής έκθεσης των κυπριακών τραπεζών στον ελληνικό κίνδυνο.
Πορεία αυτοκαταστροφής
Η επιστροφή της χώρας στη δραχμή θα είναι κατά τη γνώμη μου βίαιη, με την Ευρώπη (όπου απευθύνεται το 70% των εξαγωγών μας) πολιτικά και κοινωνικά εχθρική απέναντί μας. Αποκλεισμένοι από τις διεθνείς αγορές, χωρίς διεθνή αξιοπιστία, εθνικά αποθέματα και διεθνή ερείσματα, με την κοινωνία διχασμένη και πολωμένη, σε μια μοναχική πορεία εθνικής αυτοκαταστροφής, δεν θα είμαστε σε θέση να αντιμετωπίσουμε επιτυχώς πιθανούς γεωπολιτικούς κινδύνους στην περιοχή μας που αναμφίβολα θα οξυνθούν.
Τίθεται λοιπόν ευθέως το ερώτημα: ποιος είναι ο ασφαλέστερος δρόμος εξόδου της χώρας από την κρίση; Εκτιμώ ότι ο δρόμος για την εθνική σωτηρία της χώρας περνάει μέσα από τη διαμόρφωση ενός ευρύτερου συνασπισμού των υγιών παραγωγικών και κοινωνικών δυνάμεων, που αποδέχονται ως ακρογωνιαίο λίθο της πολιτικής τους: α) την οριστική παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη για σοβαρούς εθνικούς, οικονομικούς, πολιτικούς και κοινωνικούς λόγους, β) τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό και τις αξίες της ευρωπαϊκής κοινωνίας, με όλα τα πλεονεκτήματα αλλά και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από την ισότιμη συμμετοχή μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια και γ) την ανάγκη υλοποίησης μεγάλων μεταρρυθμίσεων στην οικονομία, στο κράτος, στους θεσμούς και στην κοινωνική πολιτική σε περιβάλλον ανοιχτής οικονομίας της αγοράς.
Αυτή η συμπαράταξη ικανοποιεί και τη βαθύτερη ουσία του αιτήματος των εκλογών για ανακαίνιση των δομών και της πολιτικής λειτουργίας της χώρας.
Οφείλουμε να επαναδιαπραγματευθούμε το μνημόνιο σε στενή συνεργασία και όχι σε αντιπαράθεση με τους ευρωπαίους εταίρους μας, ώστε να βρεθεί ένας τίμιος, μόνιμος και δεσμευτικός για όλους συμβιβασμός. Τα πεδία των διαπραγματεύσεων με την τρόικα πρέπει να είναι, κατά τη γνώμη μου, τα παρακάτω τέσσερα:
Πρώτον: Επέκταση της δανειακής συμφωνίας και του χρονοδιαγράμματος υλοποίησης των στόχων του μνημονίου κατά τρία χρόνια, ώστε οι δημοσιονομικές προσαρμογές να γίνουν σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου.
Δεύτερον: Διαμόρφωση συγκεκριμένου και στοχευμένου πακέτου μέτρων άμβλυνσης των αρνητικών συνεπειών της κρίσης, κυρίως πάνω στους ανέργους και στα ασθενέστερα στρώματα της κοινωνίας (π.χ., ρύθμιση στεγαστικών δανείων βάσει κριτηρίων με επέκταση της διάρκειας των δανείων ως 50 χρόνια και κεφαλαιοποίηση των τόκων δύο ετών για ανέργους, χαμηλόμισθους και χαμηλοσυνταξιούχους).
Τρίτον: Χρειαζόμαστε ένα νέο ξεκίνημα σχέσεων με τους ευρωπαίους ηγέτες, το ΔΝΤ και τα στελέχη τους στην τρόικα, με αμοιβαίο σεβασμό και μεγαλύτερη αυτοπειθαρχία εκατέρωθεν ώστε να μη δηλητηριάζεται το κλίμα συνεργασίας με συνεχείς δημόσιες παρεμβάσεις, απειλές και νουθεσίες, που τροφοδοτούν ακραίες αντιδράσεις στην Ελλάδα και εμπεδώνουν στους έλληνες πολίτες εικόνα συμβιβασμού, υποτέλειας και προσβολής της εθνικής μας αξιοπρέπειας και ανεξαρτησίας. Η θεραπεία δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως τιμωρία ενός περήφανου λαού.
Τέταρτον: Αμεση διαμόρφωση σε συμφωνία με τους εταίρους μας ενός εθνικού αναπτυξιακού σχεδίου εξόδου από την κρίση, κάτι που ατυχώς δεν κάναμε τα τελευταία δυόμισι χρόνια, πάνω σε έξι κομβικούς άξονες:
1. Εξωστρεφής μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας σε δυναμική και ανοιχτή οικονομία της αγοράς, μέσω της σημαντικής και μονιμότερης αύξησης των επενδύσεων και της οικονομικής εξωστρέφειας σε συνδυασμό με την εκ βάθρων αναδιοργάνωση του ευρύτερου δημόσιου τομέα και την αναβάθμιση των θεσμών και του ανταγωνισμού στις αγορές. Οι επενδύσεις έχουν καταρρεύσει από το 24% περίπου του ΑΕΠ το 2007 σε 13,8% του ΑΕΠ το 2011, με τις ιδιωτικές επενδύσεις να μειώνονται για 15 συνεχή τρίμηνα, ενώ οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παραμένουν στο 20% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο ίσως ποσοστό στην Ευρώπη των «27». Η αναστροφή των παραπάνω τάσεων αποτελεί τη μεγαλύτερη αναπτυξιακή πρόκληση της χώρας. Μπορούμε και πρέπει να θέσουμε συγκεκριμένους φιλόδοξους και απόλυτα εφικτούς στόχους για την επόμενη δεκαετία, που θα κινητοποιήσουν τις υγιείς παραγωγικές, κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις της χώρας.
2. Άρση σε ένα ολοκληρωμένο νομοσχέδιο όλων των αντικινήτρων για την επιχειρηματικότητα και το ιδιωτικό επιχειρείν.
3. Ανασυγκρότηση του χρηματοπιστωτικού τομέα και σοβαρή ενίσχυση της ρευστότητας της αγοράς. Η ανασυγκρότηση θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει την άμεση ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών με διατήρηση του ιδιωτικού χαρακτήρα τους, με παράλληλη ενίσχυση της εποπτείας, διαφάνειας και λογοδοσίας, ώστε να ενισχυθεί η αξιοπιστία του, να θωρακιστεί από μελλοντικές αναταράξεις, να επιταχύνει το άνοιγμα των αγορών, να παγιώσει την εμπιστοσύνη των καταθετών και να αποκαταστήσει τη βασική λειτουργία της χρηματοδότησης της οικονομίας.
Παράλληλα, θα πρέπει να αναληφθούν αμέσως πρωτοβουλίες για τη σημαντική μείωση του κόστους των καταθέσεων και συνεπακόλουθα και του κόστους των χορηγήσεων, που αυξάνεται ανεξέλεγκτα, καταστρέφοντας καθημερινά επιχειρήσεις και νοικοκυριά.
Σε ομαλή εξέλιξη τους επόμενους μήνες η βελτίωση της ρευστότητας μπορεί να προσεγγίσει τα 50-60 δισ. ευρώ, στο ευνοϊκό σενάριο που θα διευκολύνει την επαναχρηματοδότηση της οικονομίας.
4. Ενα «μίνι Σχέδιο Μάρσαλ» για την Ελλάδα ύψους 20 δισ. ευρώ, επιπροσθέτως του ΕΣΠΑ, για τη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, μεγάλων έργων και των ΣΔΙΤ. Για να αποφευχθεί η γραφειοκρατία και να επιταχυνθούν οι εκταμιεύσεις το σχέδιο θα ήταν σκόπιμο να υλοποιηθεί μέσω των προγραμμάτων Global Loans της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων.
5. Υλοποίηση μιας ριζοσπαστικής φορολογικής μεταρρύθμισης, με στόχο τη διαμόρφωση ενός εθνικού φορολογικού σχεδίου, αναπτυξιακού, δίκαιου, σταθερού, αποδοτικού και διεθνώς ανταγωνιστικού. Χρειαζόμαστε για να τονώσουμε την αναπτυξιακή διάσταση επειγόντως χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές, που θα αυξήσουν και δεν θα μειώσουν τα έσοδα, διότι ενθαρρύνουν και παρακινούν τα άτομα και τις επιχειρήσεις να είναι παραγωγικοί, να δημιουργούν πλούτο και να είναι ειλικρινείς, ενώ παράλληλα να υλοποιήσουμε επιτέλους σύγχρονες και αποτελεσματικές πολιτικές διεύρυνσης της φορολογικής βάσης, περιστολή της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής και εκλογίκευση του φορολογικού συστήματος.
6. Υπέρβαση της αφόρητης γραφειοκρατίας για την ταχύτατη αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, εκταμίευση των υφιστάμενων πόρων από το ΕΣΠΑ, απελευθέρωση των αγορών στον ανταγωνισμό και εκτέλεση των έργων υποδομών που καρκινοβατούν.
Είναι αδιανόητο για μια σοβαρή χώρα, με τη δική μας ιστορία, τους δημοκρατικούς αγώνες και τις διεθνείς παραδόσεις, να διακινδυνεύει χωρίς σχέδιο μια στρατηγική σύγκρουση με όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, να συμπεριφέρεται σαν τον ριψοκίνδυνο γωνιακό «ποκαδόρο» της ΕΕ, υποστηρίζοντας ότι οι εταίροι που επιλέξαμε, 15 ή 26 χώρες της ευρωπαϊκής ηπείρου, οι εμπορικοί και πολιτικοί μας σύμμαχοι, μπλοφάρουν συλλογικά. Να είμαστε έτοιμοι να παίξουμε χωρίς ισχυρά χαρτιά σε μια παρτίδα το μέλλον της χώρας μας, ώστε να αναδείξουμε και να ξεγυμνώσουμε τη δήθεν μπλόφα τους. Αντί διαλόγου, απειλές να τους μεταδώσουμε την ασθένειά μας. Να μην έχουμε καμία αμφιβολία ή αυταπάτη ότι η απάντηση των λαών της Ευρώπης σε αυτό που θα εκλάβουν ως ωμό εκβιασμό θα είναι εξίσου περήφανη. Η τιμωρία των δύο πρώην μεγάλων κομμάτων για τα πεπραγμένα τους θα ήταν εγκληματικό να καταλήξει σε σκληρή τιμωρία της χώρας και του λαού της για δεκαετίες.
*Άρθρο του κ. Ν. Καραμούζη, Αναπληρωτή Διευθύνοντος Συμβούλου του ομίλου Eurobank EFG και καθηγητή του Πανεπιστημίου Πειραιώς, που δημοσιεύθηκε στις 20/5/2012 στο «Βήμα της Κυριακής».
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr