Το πρόβλημα της χώρας είναι η υπερβολική, διακομματική συναίνεση. Το όποιο ξεκατίνιασμα και οι διαφωνίες που υπομένουμε να παρακολουθούμε αφορούν κυρίως προσωπικές διαφορές, δολοφονίες χαρακτήρων και αιτιάσεις για ανικανότητα. Σε ό,τι αφορά την ουσία, όλα τα μεγάλα κόμματα που αποτελούν εν δυνάμει κυβερνήσεις, ή έστω κυβερνητικούς εταίρους συμφωνούν στα εξής:
Πρώτον, στην Ελλάδα πρέπει να μειώνονται εσαεί οι φόροι, αλλά να αυξάνονται και σε ποιότητα και σε ποσότητα οι κρατικές παροχές. Με υποσχέσεις για «όλα τα κιλά, όλα τα λεφτά» νίκησε ο Καραμανλής τις εκλογές του 2004, με το «λεφτά υπάρχουν» ο Παπανδρέου το 2009, με τα Ζάππεια ο Σαμαράς, υποσχόμενος το τέλος της λιτότητας «μ’ ένα νόμο κι ένα άρθρο» μας ήλθε ο Τσίπρας και με δεσμεύσεις για φοροαπαλλαγές και φοροελαφρύνσεις ως αντίδοτο δια «πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν» ο Μητσοτάκης.
Ακόμη και τώρα, η κριτική που ασκείται στην κυβέρνηση από την αντιπολίτευση είναι ότι δεν μοιράζει αρκετό χρήμα και ας έχει κόψει φόρους και εισφορές από παντού και ας είχαμε το πιο γενναιόδωρο πρόγραμμα δημοσιονομικής στήριξης στην ΕΕ (ως ποσοστό του ΑΕΠ) στη διάρκεια της πανδημίας και ένα από τα πιο γενναιόδωρα (και πάλι ως ποσοστό του ΑΕΠ) στην ενεργειακή κρίση.
Μόνο το ΠΑΣΟΚ, προς τιμήν του, κάτι ψέλλισε ότι η κυβέρνηση μοίρασε αφειδώς και χωρίς στόχευση της κάθε λογής επιδοτήσεις, φοροαπαλλαγές και εισφοροελαφρύνσεις, αλλά η βασική αντιπολιτευτική επωδός είναι γιατί, οι άκαρδοι, δεν μοιράζουμε κι άλλα (αλλά χωρίς φόρους). Καμία σοβαρή συζήτηση ή αντιπαράθεση δεν έχουμε για το πως μπορεί να χρησιμοποιηθεί η φορολογική πολιτική ως εργαλείο για την επίτευξη ευρύτερων στόχων που έχουμε ως κοινωνία με στοχευμένες απαλλαγές, αλλά και επιβαρύνσεις.
Ομοίως, συναίνεση έχουμε και στο μεταναστευτικό. Μπορεί να διαμαρτύρεται για να σώσει τα αριστερά του προσχήματα ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά επί των ημερών του έγινε το όνειδος της Μόρια. Εθνική μας μεταναστευτική πολιτική είναι να μη δεχόμαστε κανέναν και να μην κάνουμε καμία προσπάθεια να εντάξουμε στην αγορά εργασίας όσους κατάφεραν και τρύπωσαν και πήραν άσυλο, ώστε η κόλαση που αντιμετωπίζουν στην Ελλάδα να αποτελεί αντικίνητρο για να μην έρχονται άλλοι. Καμία ουσιαστική αντιπαράθεση δεν έχουμε μεταξύ των κομμάτων για το αν χρειαζόμαστε περισσότερους μετανάστες, γιατί δεν έχουμε εργατικά χέρια να μαζέψουν τις σοδειές μας, γιατί τα σχολεία από τα βουνά της Ηπείρου μέχρι την Ανάφη κοντεύουν να κλείσουν, ή γιατί δεν έχουμε νοσοκόμες να προσέχουν τους ηλικιωμένους μας σε μία κοινωνία που διαρκώς γερνάει.
Τρίτον, διακομματική συναίνεση έχουμε και στο μείζον ζήτημα των ημερών – το ενεργειακό. Προσπαθώ να καταλάβω ποια είναι η θέση του ΣΥΡΙΖΑ για τις γεωτρήσεις στο Αιγαίο και το Ιόνιο και αδυνατώ. Μάλιστα ο πρόεδρος του επαίρεται ότι επί των ημερών του ξεκίνησαν εκ νέου οι διαδικασίες για σεισμικές έρευνες. Καμία συζήτηση δεν έχουμε αν το αέριο που τυχόν βρεθεί και αρχίσει να εκταμιεύεται περί το 2028 θα έχει οποιαδήποτε θετική επίδραση στην ενεργειακή κρίση του 2022. Αν συνάδουν οι εξορύξεις με την νομικά δεσμευτική υποχρέωση της Ελλάδας για μηδενισμό των καθαρών εκπομπών ρύπων της. Και αν είναι πιο επικίνδυνες για τις θάλασσες μας οι υπεράκτιες ανεμογεννήτριες (τις οποίες δεν αφήνουμε να γίνουν δήθεν για να προστατεύσουμε τα ευαίσθητα οικοσυστήματά μας) από τις γεωτρήσεις για πετρέλαιο και αέριο.
Συναίνεση έχουμε και στην εξωτερική πολιτική. Κανένα από τα μεγάλα κόμματα δεν συζητάει να βρούμε ένα modus vivendi με την Τουρκία και παρότι λέμε και ξαναλέμε ότι είμαστε θεματοφύλακες του διεθνούς δικαίου, δεν θέλουμε να πάμε στη Χάγη ή σε οποιασδήποτε μορφής νομική επιδιαιτησία (γιατί μάλλον κανένα κόμμα δεν θεωρεί ότι το διεθνές δίκαιο συνάδει με όλες τις θέσεις της χώρας). Στις σοβαρές χώρες, όπως στις ΗΠΑ ή τη Βρετανία, τα μίντια κάνουν κριτική και στην εξωτερική πολιτική της κυβέρνησής τους, εδώ τα «εθνικά» θέματα είναι ιερά: ακόμη και τα εκάστοτε αντιπολιτευόμενα μέσα είναι με την εκάστοτε κυβέρνηση. Εθνικόν δεν είναι το αληθές, αλλά το ανάποδο.
Θα μπορούσα να συνεχίσω επ’ αόριστον.
Εν ολίγοις, οι τσακωμοί που βλέπουμε είναι κυρίως για το αν είναι ο Μητσοτάκης λαμόγιο, ή ο Τσίπρας άχρηστος, ή αν έκανε περισσότερες παρακολουθήσεις δημοσιογράφων, δικαστών και πολιτικών αντιπάλων η ΝΔ ή ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι δηλαδή αντιπαραθέσεις επί προσωπικού, όχι επί πολιτικού.
Οι όποιες πραγματικές πολιτικές διαφορές είναι είτε για εντελώς ηλίθια θέματα (το «άβατο» των πανεπιστημίων), είτε είναι προσχηματικές (όπως με τη συμφωνία με τη Βόρεια Μακεδονία που η ΝΔ καταψήφισε αλλά μια χαρά την βόλεψε όταν έγινε κυβέρνηση, ή με το Μνημόνιο που ο ΣΥΡΙΖΑ κατήγγειλε, αλλά τελικά εφάρμοσε και μάλιστα τόσο καλά που πήρε τα συχαρίκια της Τρόικας).
Όσοι περιμένουν να δουν πραγματικές πολιτικές διαφορές και σε αυτές τις εκλογές και μία ουσιαστική συζήτηση για το μέλλον της χώρας, θα απογοητευτούν. Τουναντίον, θα ακούμε τσιρίδες πάλι στα τηλεπαράθυρα, μπας και κρυφτεί η θλιβερή διακομματική συναίνεση σε όσα κρατάνε την Ελλάδα καθηλωμένη.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr