Η βασική μου υπόθεση είναι ότι υπάρχει μία θεμελιώδης ασυμβατότητα ανάμεσα στην καλοκαιρία και στις ανάγκες του σύγχρονου ευρωπαϊκού καπιταλισμού. Και ότι δεν είναι τυχαίο πως η λεγόμενη «Ζώνη του Ελαιόλαδου» στην Ευρώπη ταλαιπωρείται από χρόνια πολιτική, κοινωνική και οικονομική υπανάπτυξη σε σχέση με τους Βόρειους γείτονές της, ενώ η μοναδική αμερικανική πολιτεία που έχει παρόμοιο καιρό με τον δικό μας – η Καλιφόρνια – χρεοκόπησε ταυτόχρονα σχεδόν με την Ελλάδα.
Πριν εξηγήσω το επιχείρημά μου, να ορίσω τι σημαίνει καλός καιρός: βασικά, η μοναδική περιοχή του κόσμου όπου ο καιρός είναι πραγματικά καλός είναι τα παράλια της Μεσογείου (και η Καλιφόρνια). Πιο Νότια, η ζέστη γίνεται αφόρητη, ενώ στην Καραϊβική και στην Νοτιοανατολική Ασία είναι αφόρητη η υγρασία και οι παρατεταμένες εποχές των βροχοπτώσεων. Καλός καιρός σημαίνει σύντομοι ήπιοι χειμώνες, ξηρά καλοκαίρια και υπέροχη άνοιξη. Κυρίως σημαίνει ότι δεν απειλείσαι από ακραία φαινόμενα - φονικούς μουσώνες, τυφώνες, καταιγίδες, πολικές θερμοκρασίες ή καύσωνες. Στις παραλιακές περιοχές της Ελλάδας, όπου ζει το 80% και πλέον του πληθυσμού της χώρας, πέρα από 10 ημέρες καύσωνα το χρόνο και έναν δυνατό σεισμό μια φορά τη δεκαετία, δεν παρατηρείται κανένα ακραίο φαινόμενο.
Η μέση ηλιοφάνεια στο νησί μου πλησιάζει τις 300 ημέρες το χρόνο. Στις Βρυξέλλες όπου ζω και εργάζομαι, είναι ζήτημα αν φτάνει τις 30. Είναι σχεδόν Ιούλιος, κι όμως γράφω αυτές τις γραμμές πελιδνός σαν φάντασμα και σκεπασμένος με κουβέρτα. Είναι καταμεσήμερο και πρέπει να έχω ανοικτά όλα τα φώτα στο σπίτι για να βλέπω. Χρειάζεται να παίρνω συμπληρώματα βιταμίνης D, για να μην σπάσουν τα κόκαλά μου από την έλλειψη ήλιου. Έξω βρέχει, όπως σχεδόν κάθε μέρα του καλοκαιριού και οι άνθρωποι κυκλοφορούν με μπουφάν και ομπρέλες, σκυθρωποί και σε κατάσταση ημικαταθλιπτική, σαν Βρυκόλακες. Το χειμώνα, πέρναγε ολόκληρος μήνας χωρίς να φανεί ο ήλιος έστω και για μία ώρα, χωρίς ν’ ανέβει ούτε μία φορά η θερμοκρασία πάνω από το μηδέν. Ανάλογες συνθήκες επικρατούσαν και σε ολόκληρη τη Δυτική και Βόρεια Ευρώπη. Πολλές φορές ακούω συμπατριώτες μου να χλευάζουν τους Ευρωπαίους γιατί συζητούν για τον καιρό. Όμως αγαπητοί αυτό γίνεται διότι ο καιρός είναι πράγματι πρόβλημα και μάλιστα σοβαρό στην Ευρώπη. Πρόκειται για ένα απαίσιο βασανιστήριο το οποίο κανείς ντόπιος, Βέλγος, Βρετανός ή Σουηδός, δεν συνηθίζει ποτέ, όσα χρόνια και να περάσουν. Μόνο οι Έλληνες που έχουν ζήσει στην Ευρώπη καταλαβαίνουν πόσο σημαντικό θέμα είναι.
Δεν τα γράφω φυσικά όλα αυτά για να παραπονεθώ, αν και οφείλω να πω ότι ο επόμενος «φίλος» μου στο Facebook που θα ανεβάσει φωτογραφίες από τις βουτιές του στις παραλίες της Αττικής, της Χαλκιδικής, ή των νησιών, θα διαγραφεί πάραυτα ως προκλητικός. Αυτό που θέλω να πω όμως, είναι ότι οι αντίξοες συνθήκες, υπό τις οποίες αναγκάζονται να ζουν καθημερινά οι Ευρωπαίοι, εξανάγκασαν τους ανθρώπους να αναπτύξουν τη μεταξύ τους συνεργασία, να φτιάξουν οργανωμένες κοινωνίες, ήδη από την προνεωτερική εποχή. Αλλιώς δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν. Αντίθετα, στην Ελλάδα και στα υπόλοιπα παράλια της Μεσογείου, όπου οι απειλές από το φυσικό περιβάλλον ήταν μηδαμινές, οι άνθρωποι δεν είχαν τέτοιο κίνητρο. Εξ ου και οι κοινωνίες μας είναι κατακερματισμένες, ο καθένας είναι για την πάρτη του, την οικογένειά του και την παρέα του.
Επίσης, όπως μου επεσήμανε και μία παθούσα των Βρυξελλών, το κλίμα στην Ελλάδα είναι τέτοιο που μετατρέπει τη χώρα σε «νησί των Λωτοφάγων». Πως μπορεί να δουλέψει κανείς λουσμένος στο φως; Από τότε που ήλθα στις Βρυξέλλες, παρακολουθώ περισσότερα συνέδρια και ημερίδες από ποτέ. Περνάω πολύ περισσότερες ώρες στον υπολογιστή μου, διαβάζοντας εκθέσεις του ΔΝΤ, μελέτες για την κρίση, κείμενα πολιτικής. Δεν είναι ότι ξαφνικά αποφάσισα να γίνω πιο επιμελής δημοσιογράφος. Νομίζω ότι η μεταστροφή οφείλεται στο γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν έχουν πειρασμούς και έτσι μπορούν να μένουν σε κλειστούς χώρους για ατέλειωτες ώρες. Πώς να γίνει κάτι ανάλογο στην Ελλάδα; Πώς να συμμαζέψει κανείς τον εαυτό του και να παρακολουθήσει κύκλους δια βίου μάθησης, μετεκπαιδεύσεις και σεμινάρια, που είναι απαραίτητα για την ενίσχυση της παραγωγικότητας και τη μείωση της ανεργίας; Μπορεί όσοι έχουν περάσει όλη τους τη ζωή στην Ελλάδα να μην το καταλαβαίνουν, αλλά η παραμονή σε εσωτερικούς χώρους, απαραίτητη προϋπόθεση για την καπιταλιστική ανάπτυξη των δεξιοτήτων μας, είναι εξαιρετικά δυσχερής σε αυτή τη χώρα.
Αφήστε την υπνηλία που σε πιάνει κατά τις τρεις το μεσημέρι στην Ελλάδα, από τη στιγμή που ανοίγουν οι μέρες. Η παραγωγικότητα τις πλέον κρίσιμες ώρες της ημέρας πέφτει κατακόρυφα. Αντιθέτως, το βράδυ που πρέπει να κοιμηθεί κανείς νωρίς, οι Έλληνες ξυπνάνε και βγαίνουν έξω εκμεταλλευόμενοι τη δροσιά. Ο καπιταλισμός όμως δεν μπορεί να λειτουργήσει όταν οι εργαζόμενοι κοιμούνται στη μία, τις δύο, ή τις τρεις το βράδυ.
Η στοχοπροσήλωση, η συγκέντρωση, η οργάνωση, είναι πράγματα πολύ δύσκολα στα παράλια της Μεσογείου, όπου οι κάτοικοι ραίνονται στο φως και χάνουν τον εαυτό τους. Η προσπάθειά τους να ανταγωνιστούν τους Βορειοευρωπαίους θα μπορούσε να παρομοιαστεί με ενός μποξέρ που μάχεται με δεμένο το ένα χέρι.
Φυσικά, δεν μπορούμε να αλλάξουμε τον καιρό. Κάποια άλλη λύση θα πρέπει να βρούμε. Είτε θα συμβιβαστούμε με την ιδέα ότι αποκλείεται να μπορέσουμε να γίνουμε ποτέ τόσο ικανοί παραγωγοί πλούτου όσο οι Βορειοευρωπαίοι, είτε θα πρέπει να κάνουμε τριπλάσιες προσπάθειες από τον μέσο Βορειοευρωπαίο ο καθένας μας, μόνο και μόνο για να τους ακολουθήσουμε στους ρυθμούς τους...
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr