Με λίγα λόγια, ο τουρισμός είναι η βασική πηγή εισοδήματος για την οικονομία μας, αλλά είναι μια πηγή που ελάχιστα έχουμε εκμεταλλευθεί. Αν θέλαμε να είμαστε σοβαροί θα έπρεπε να φιλοξενούμε τουλάχιστον τους διπλάσιους τουρίστες κάθε χρόνο (30 αντί για 15 εκατομμύρια). Πρώτα απ’ όλα, παρότι δεν έχουμε τι να τα κάνουμε τα βουνά, ο χειμερινός τουρισμός μας είναι ανύπαρκτος. Ας πάει κανείς στη Δημητσάνα, στο Πήλιο, στα Τρίκαλα Κορινθίας, ή στην Αράχωβα. Θα διαπιστώσει ότι δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου ξένοι τουρίστες, παρά μόνο Έλληνες, παρότι το τοπίο είναι απαράμιλλης ομορφιάς!
Δεύτερον, η σαιζόν στα περισσότερα μικρά νησιά είναι πολύ μικρή – ουσιαστικά 30 με 40 ημέρες. Μεροκάματο όμως έτσι δεν βγαίνει για όσους ασχολούνται με τα τουριστικά επαγγέλματα.
Τρίτον, η Αθήνα, η πόλη με το μεγαλύτερο και ομορφότερο παραλιακό μέτωπο στην Ευρώπη, καθώς και τη σημαντικότερη ίσως πολιτιστική κληρονομιά, έχει ελάχιστους τουρίστες. Φανταστείτε να μην είχε τουρίστες το Παρίσι, ή το Λονδίνο, για να καταλάβετε τι πλήγμα αποτελεί για τον τουρισμό μας η εξουδετέρωση της δικής μας πρωτεύουσας.
Τέταρτον, η Ελλάδα δεν προσφέρει δραστηριότητες (εκτός από καφέ, ποτά μπόμπες και παραλία) στους ξένους τουρίστες, για να μεγαλώσει τη σαιζόν. Ο περιπατητικός, ο εξερευνητικός (extreme sports), ο πολιτιστικός, ο ιαματικός, ο θρησκευτικός, ο τζετ-σετ κλπ., τουρισμός είναι ελάχιστα ανεπτυγμένοι τομείς.
Ένας παράγοντας επίσης που έχουμε παραμελήσει τελείως είναι ο γαστρονομικός τουρισμός. Είναι απαράδεκτο οι Βρυξέλλες, μία πόλη μισή σε μέγεθος από την Αθήνα να έχει 85 αστέρια Μισελέν (ο πλέον αποδεκτός διεθνώς δείκτης γαστρονομικών «επιδόσεων») και η Αθήνα πέντε με το ζόρι. Να υπενθυμίσω ότι τα εστιατόρια του Τόκιο έχουν συνολικά καμιά 500αριά αστέρια Μισελέν, ενώ ο μοναδικός λόγος που ο κόσμος επισκέπτεται το Σαν Σεμπαστιάν, στη Χώρα των Βάσκων, είναι ότι πρόκειται για τη γαστριμαργική πρωτεύουσα της Ευρώπης.
Σημειώνεται ότι η Ελλάδα ξεκινάει με φοβερό πλεονέκτημα έναντι των «αντιπάλων» της, αφού η παραδοσιακή μεσογειακή κουζίνα με επιπλέον «τατς» την ανατολίτικη αύρα των Οθωμανών, αποτελούν εξαιρετική βάση. Κι όμως, σκέφτομαι ότι αν μ΄ επισκεφθεί ένας ξένος στην Αθήνα και μου ζητήσει να τον πάω να δοκιμάσει «εξαιρετικό» ελληνικό φαγητό, σχεδόν δεν θα έχω που να τον πάω. Στο «Μάνη-Μάνη» ίσως, στο Κουκάκι, και στο «Ιώδιο», στο Φάληρο, άντε και στην ταβέρνα του απίθανου Σκωτσέζου στο Αγκίστρι. Κατά τ’ άλλα, έχουμε πολλές «αξιοπρεπείς» ταβέρνες, αλλά ελάχιστες πραγματικά «εξαιρετικές», ώστε να πει ο ευκατάστατος τουρίστας «γουάου» (εστιατόρια όπως η Σπονδή, ή το Ματσουχίσου δεν μετράνε, καθώς δεν σερβίρουν ελληνική κουζίνα). Το ίδιο συμβαίνει και με τα ελληνικά κρασιά. Έχουμε πολλά αξιοπρεπή κρασιά, αλλά ελάχιστα – ίσως και κανένα – σπουδαίο ελληνικό κρασί. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό, με το ότι οι ελληνικές ταβέρνες στο εξωτερικό, με τους κίονες, τα κιτς κολονάκια και τους ντολμάδες κονσέρβα, δυσφημίζουν ουσιαστικά την ελληνική κουζίνα, δημιουργούν την εντύπωση ότι η χώρα μας έχει γενικά κακό φαγητό! Το πιστεύετε αυτό; Μία χώρα με άριστης ποιότητας λαχανικά και φρούτα, φοβερό (αλλά ακριβό) ψάρι, εξαιρετικό κατσικίσιο κρέας και τυριά, ιδανικό κλίμα για κρασί και μεσογειακή παράδοση, να έχει κακή γαστρονομική φήμη στον κόσμο! Η φήμη αυτή επιβεβαιώνεται όταν κάποιος τουρίστας που «δεν ξέρει» πάει σε μία τυχαία ταβέρνα σε ελληνικό νησί. Το πιο πιθανό είναι ότι θα φάει άσχημα και θα του πιάσουν και τον πισινό στις τιμές. Αντιθέτως, και στο πιο τουριστικό μέρος να φάει κανείς στις Βρυξέλλες, είναι απίθανο να φάει άσχημα.
Θα μου πείτε, τώρα με το φαγητό θ’ ασχοληθούμε; Κι όμως, είναι μείζον ζήτημα για την ατμομηχανή της ελληνικής οικονομίας, τον τουρισμό. Ένας βασικός λόγος που πάνε οι τουρίστες στη Γαλλίας είναι ότι πιστεύουν πως εκεί θα «φάνε εκπληκτικά». Το ίδιο πιστεύουν και για την Ισπανία και για την Ιταλία, εντύπωση που στην περίπτωση της τελευταίας είναι εντελώς εσφαλμένη.
Όπως όλα τα πράγματα που συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη, η κουζίνα θέλει κόπο, φαντασία, επιχειρηματικό πνεύμα και μεράκι. Οι Έλληνες, ο πιο παχύσαρκος πλέον λαός της Ευρώπης, έχουν εγκαταλείψει την κουζίνα τους και έχουν παρεμπιπτόντως παραμελήσει ένα βασικό στοιχείο προσέλκυσης τουριστών. Τσαπατσούληδες όπως είμαστε σε όλα, προσφέρουμε μαζί με τα άθλια «ρουμς του λετ» και άθλια κουζίνα στους τουρίστες που μας επισκέπτονται. Ταυτόχρονα, έχουμε να ανταγωνιστούμε την Ευρώπη, την ήπειρο που προσφέρει της πιο υψηλής ποιότητας τουριστικές υπηρεσίες στον κόσμο. Και μετά αναρωτιόμαστε γιατί πάνε τόσο άσχημα τα πράγματα...
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr