Εξηγούμαι για την αναγεννημένη απαισιοδοξία μου: ακόμη δεν ήλθε η Τρόικα στην Ελλάδα και άρχισαν τα όργανα: ο ένας διαφωνεί με την πώληση του ΟΠΑΠ, ο άλλος με τη συρρίκνωση του Δημοσίου που έχει ψηφιστεί ήδη από την προηγούμενη Βουλή, ο τρίτος ζητάει αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, ο τέταρτος διαφωνεί με το κλείσιμο του ΟΣΕ και όλοι μαζί ζητάνε αλλαγές στο Μνημόνιο. Χωρίς να έχουμε δείξει κανένα ουσιαστικό δείγμα γραφής (ή μάλλον έχουμε δείξει: με την ανασύσταση του Υπουργείου Μακεδονίας Θράκης), ζητάμε ανταλλάγματα. Τι δώσαμε ακριβώς και τώρα θέλουμε να πάρουμε, δεν καταλαβαίνω. Ούτε αντιλαμβάνομαι πως είναι δυνατόν να καταριόμαστε καθημερινά το δημοσιονομικό σκέλος του Μνημονίου και τελικά μόνο αυτό να εφαρμόζουμε, παραπέμποντας το διαρθρωτικό στις ελληνικές καλένδες.
Θα το πω για άλλη μία φορά: Ο Μόντι κατάφερε και κέρδισε από μία πολύ σκληρή διαπραγμάτευση, διότι είχε προηγουμένως αποδείξει στους Γερμανούς και τους Βορειοευρωπαίους ότι δεν υπολογίζει το πολιτικό κόστος και ότι είναι αποφασισμένος να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις τις οποίες ο ίδιος (και όχι κάποιο Μνημόνιο) είχε υποσχεθεί. Εξ ου και πήγε στη Σύνοδο με καθαρό κούτελο και ψηλά το κεφάλι, με το τουπέ ενός αξιόπιστου εταίρου και συνομιλητή.
Εμείς υποδεχθήκαμε την Τρόικα με μία Προγραμματική Συμφωνία των Τριών Κομμάτων που τάζει λαγούς με πετραχήλια. Χωρίς να έχουμε δρομολογήσει προηγουμένως μία έστω ιδιωτικοποίηση. Μία ρε παιδιά, δεν χρειάζεται πολλές. Οι Ευρωπαίοι θέλουν να κάνουν κάποιο δώρο στο Σαμαρά, να «ευχαριστήσουν» τους Έλληνες για την επιλογή τους στις εκλογές. Αλλά προηγουμένως πρέπει κι εμείς κάτι να δείξουμε. Μία ικμάδα θάρρους και αποφασιστικότητας. Τόσο δύσκολο είναι;
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr