Ακολουθήστε το reporter.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr
Οι υποστηρικτές του Μνημονίου, συνήθως άνθρωποι πανεπιστημιακής μόρφωσης ή προνομιούχων κοινωνικών στρωμάτων, συχνά λησμονούμε το ανθρώπινο κόστος αυτής της μάχης, διότι η κρίση μας έχει αγγίξει κάπως πιο απαλά. Γι' αυτό και ο λόγος μας ακούγεται μερικές φορές τόσο ξύλινος όσο και εκείνος των λαϊκιστών που υπόσχονται μαγικές λύσεις, χωρίς κόπο και άγχος, κατά το «αδυνατίστε τρώγοντας».
Η πρώτη αλήθεια είναι επομένως ότι η ανηφόρα είναι δύσκολη, οι νάρκες πολλές, η ελληνική κοινωνία έχει σχεδόν εξαντληθεί και οι άνθρωποί της πέφτουν κάτω σαν τις μύγες. Και αυτήν την αλήθεια δεν μπορεί να την αμφισβητήσει κανείς.
Όπως δεν μπορεί να αμφισβητήσει κανείς, όμως, ότι είναι είτε λάθος από άγνοια, είτε χυδαιότητα να συγκρίνει κανείς την πραγματικότητα του Μνημονίου με την πραγματικότητα προ Μνημονίου. Αυτή η τελευταία δεν ήταν βιώσιμη και είχε ημερομηνία λήξης: 23 Μαΐου 2010. Οπότε τη σημερινή πραγματικότητα θα έπρεπε να τη συγκρίνουμε με την πραγματικότητα «χωρίς Μνημόνιο, από τον Ιούνιο 2010 και έπειτα». Την πραγματικότητα της άτακτης χρεοκοπίας, της επιστροφής στη δραχμή, της αδυναμίας εισαγωγών πετρελαίου, φαρμάκων και τροφίμων, λόγω του αποκλεισμού μας από τις διεθνείς αγορές.
Η προηγούμενη πραγματικότητα στηριζόταν όχι σε πραγματική παραγωγή πλούτου, αλλά σε αέρα από δανεικά. Και αφού οι αγορές μας τα έκοψαν, αυτή η πραγματικότητα κάηκε μαζί τους. Όσο και αν φαίνεται περίεργο, το Μνημόνιο είναι ένας τρόπος μαλακής προσγείωσης στο νέο περιβάλλον. Σε διαφορετική περίπτωση, ο μηδενισμός του πρωτόγονους ελλείμματος θα έπρεπε να γίνει σε ένα βράδυ, αντί για τρία χρόνια. Αυτό που ζούμε σήμερα είναι η προσαρμογή στον πραγματικό πλούτο της χώρας, με τη βοήθεια δανεικών από τους εταίρους μας, αλλά λιγότερων από εκείνα που μας έδιναν οι αγορές. Είναι σαν να ζούσαμε τόσα χρόνια σε μια έρημο, αλλά ξαφνικά να μας έσβησαν το air-condition.
Και η ανάπτυξη; Όσοι υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να ακολουθήσουμε αναπτυξιακές πολιτικές, δεν μας λένε ποιες ακριβώς είναι αυτές. Επεκτατική δημοσιονομική πολιτική μήπως; Μα αφού ήδη το κράτος ξοδεύει πολύ περισσότερα απ' όσα βγάζει. Πόσο πια να επεκταθεί, από τη στιγμή μάλιστα που είναι χρεοκοπημένο; Μείωση των φόρων; Μα αν αυτό έφερνε από μόνο του ανάπτυξη, τότε η Ουγγαρία θα πήγαινε σφαίρα και στη Γερμανία ή τη Φιλανδία δεν θα επένδυε κανένας! Η αλήθεια είναι ότι ανάπτυξη χωρίς αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας δεν γίνεται. Κανείς, Έλληνας ή ξένος, δεν θα κάνει μπίζνες σε μία χώρα που φλερτάρει με τη χρεοκοπία. Το δημοσιονομικό περιβάλλον άλλωστε είναι ο βασικός παράγοντας που καθιστά την οικονομία μας μη ανταγωνιστική, όχι το μισθολογικό κόστος, ούτε οι φορολογικοί συντελεστές. Αυτό δείχνουν οι επίσημες μετρήσεις των διεθνών οργανισμών.
Η τρίτη αλήθεια είναι ότι πράγματι η προσπάθεια αποκατάστασης της δημοσιονομικής ισορροπίας δεν μοιράστηκε δίκαια. Λίγοι άνθρωποι κλήθηκαν να σηκώσουν ένα τεράστιο βάρος: αμαρτίες δικές τους, αλλά και των πολιτικών και των φοροφυγάδων και όσων μπήκαν στο δημόσιο με μέσο και όσων υπηρετούν σε άχρηστους δημόσιους φορείς, και όσων εκπροσωπούν συντεχνίες. Οι άλλοι έμειναν στο «Δεν πληρώνω», επενδύοντας το φέσι με επαναστατική φρασεολογία. Όπως δεν πλήρωσε και η πολιτική μας τάξη και οι πελάτες της. Και όσοι υπουργοί υποστηρίζουν ότι η χώρα παραμένει εν ζωή «κατόπιν προσπαθειών τους», δεν έχουν τσίπα επάνω τους. Δεν μπορεί να μην καταλαβαίνουν ότι υπάρχουμε ακόμη όχι χάρη στο αίμα το δικό τους, αλλά χάρη στις θυσίες αυτών των λίγων.
Με αυτούς τους λίγους θέλω να κλείσω: αυτούς που έχουν σηκώσει στους ώμους τους όλη την προσπάθεια. Που αγωνίζονται να ελευθερωθούν από τις δυνάμεις που κρατούν τη χώρα αλυσοδεμένη. Που με τις θυσίες τους αναπληρώνουν την ανεπάρκεια του πολιτικού μας συστήματος. Νομίζω ότι θα κάνουν λάθος αν νομίζουν ότι οι κόποι τους πάνε χαμένοι. Άλλωστε, το γεγονός ότι ακόμη στέκεται η χώρα, έχει τρόφιμα, φάρμακα, καύσιμα, ηλεκτρικό, το οφείλουμε σε αυτούς. Και αυτό δεν είναι μικρό πράγμα, ή, όπως το είπε ο ποιητής: «Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι· τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα».