Κλασικά παραδείγματα της εφαρμογής της θεραπείας σοκ ήταν η Χιλή του Πινοσέτ, η μετακομμουνιστική Ρωσία και το σχέδιο του υπουργού οικονομικών Μπαλτσερόβιτς, στην Πολωνία, αμέσως μετά την πτώση του απολυταρχικού καθεστώτος. Το πρώτο που έχει να παρατηρήσει κανείς για τις περιπτώσεις που εφαρμόστηκε η συγκεκριμένη μέθοδος είναι ότι τα άμεσα αποτελέσματα της εφαρμογής της είχαν τεράστιο κοινωνικό κόστος. Σε όλες τις χώρες είχαμε δραματική αύξηση της ανεργίας και κατακόρυφη πτώση του ΑΕΠ, τουλάχιστον για τα δύο πρώτα χρόνια της εφαρμογής του προγράμματος.
Στις περιπτώσεις όμως που η θεραπεία πέτυχε, είχαμε πολύ ταχύτερη και θεαματικότερη οικονομική ανάκαμψη από αυτήν που παρατηρήθηκε σε χώρες όπου οι μεταρρυθμίσεις εφαρμόστηκαν σταδιακά. Είχα την τύχη να συνομιλήσω με τον Μπαλτσερόβιτς σε μία συνάντηση για δημοσιογράφους, πριν από δύο χρόνια, στη Βαρσοβία. Ο αντιπαθέστατος αυτός άνθρωπος ήταν φυσικά περήφανος για τους αλματώδεις ρυθμούς ανάπτυξης της Πολωνίας, αλλά και για το γεγονός ότι πέρασε σχεδόν αβρόχοις ποσί την οικονομική κρίση του 2007-2009. Απέδωσε και τις δύο αυτές επιτυχίες στην απόφαση του, να εισάγει προς ψήφιση στη Βουλή της χώρας του 10 νομοσχέδια, τα οποία τέθηκαν ταυτόχρονα σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1990. Με αυτά, η Πολωνία πέρασε από τον σοσιαλισμό στον καπιταλισμό κυριολεκτικά εν μια νυκτί. Φυσικά, ακολούθησε μακελειό, κυρίως στο μέτωπο της μηδενικής έως τότε ανεργίας. Μέσα σε δύο χρόνια όμως, η οικονομία πήγαινε σφαίρα, σε αντίθεση με εκείνες των άλλων κρατών του ανατολικού μπλοκ, που ακολούθησαν πολιτικές σταδιακής προσαρμογής.
Δεν ήταν όμως όλες οι περιπτώσεις τόσο επιτυχημένες. Χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα η Ρωσία, όπου η θεραπεία σοκ, επί εποχής Γιέλτσιν, οδήγησε τελικά στη χρεοκοπία της χώρας, ενώ οι κοψοχρονιά ιδιωτικοποιήσεις δημιούργησαν μία τάξη από μαφιόζους ολιγάρχες, οι οποίοι ακόμη και σήμερα καταδυναστεύουν τη χώρα.
Γιατί στη μία περίπτωση είχαμε καλά αποτελέσματα και στην άλλη καταστροφικά; Φυσικά, η απάντηση έχει δοθεί σε ολόκληρες διδακτορικές διατριβές. Εδώ μπορώ μόνο να συνοψίσω τα ευρήματά τους: Το πρώτο είναι ότι η θεραπεία σοκ πρέπει να υλοποιηθεί στο σύνολό της. Οι εκπτώσεις και οι συμβιβασμοί, κυρίως στο μέτωπο της γραφειοκρατίας, της λειτουργίας του κράτους δικαίου, της δικαιοσύνης και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, οδηγούν σε αποτελέσματα τύπου Ρωσίας. Τα οφέλη δηλαδή από τη μετάβαση σε μία ανοικτή οικονομία τα καρπώνονται μόνο οι δημόσιοι υπάλληλοι και γραφειοκράτες που λαδώνονται, καθώς και οι ολιγάρχες που τους λαδώνουν. Δεύτερον και συναφές συμπέρασμα, είναι ότι το μαρτύριο της σταγόνας ακυρώνει τα όποια οφέλη από τη μετάβαση, η οποία πρέπει να είναι πραγματικά ξαφνική και να μην εφαρμόζεται με ημίμετρα. Τρίτο συμπέρασμα από τις περιπτώσεις αυτές είναι ότι οι αλλαγές δεν μπορούν να γίνουν χωρίς τη συναίνεση της κοινωνίας. Όταν οι αντιδράσεις είναι τέτοιες που απειλούν την πολιτική σταθερότητα και όταν οι εποπτικοί μηχανισμοί του κράτους (αστυνομία, δικαιοσύνη, κλπ.) είναι διεφθαρμένοι και επιτρέπουν σε ορισμένους να ξεφεύγουν από τις υποχρεώσεις τους, αυξάνοντας τη λαϊκή αγανάκτηση, τότε το σχέδιο είναι καταδικασμένο σε αποτυχία.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, έχουμε όλα τα συστατικά της αποτυχίας: η κυβέρνηση έχει πολύ καλές ιδέες τις οποίες όμως σπανίως εφαρμόζει χωρίς εκπτώσεις. Αντί για θεραπεία σοκ, μας υποβάλλει στο μαρτύριο της σταγόνας, με αποτέλεσμα να δημιουργείται κλίμα αβεβαιότητας για το αύριο και να μην μπορεί να λειτουργήσει η οικονομία. Οι εποπτικοί και κατασταλτικοί μηχανισμοί του κράτους (δημόσιες υπηρεσίες, δικαιοσύνη, αστυνομία) είναι ανεπαρκείς. Επικρατεί κουλτούρα διαφθοράς και ανομίας, ενώ τα μέτρα δεν απολαμβάνουν καμίας κοινωνικής συναίνεσης.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, μας λένε οι οικονομολόγοι, είναι πολύ πιο αποτελεσματικό να ακολουθείται η “Κινεζική οδός”. Δηλαδή η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων προσεκτικά σχεδιασμένων και σε βάθος χρόνου, ενώ οι κοψοχρονιά ιδιωτικοποιήσεις πρέπει να αποφεύγονται. Με άλλα λόγια, είναι προτιμότερη η ελεγχόμενη και σταδιακή μετάβαση από ένα καθεστώς κεντρικά σχεδιασμένης οικονομίας, σε μία ανοικτή οικονομία. Το κακό είναι βέβαια ότι η Κίνα είχε τριάντα χρόνια στη διάθεσή της προκειμένου να σχεδιάσει και να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις της. Εμείς, από την άλλη, σπαταλήσαμε τα τελευταία τριάντα χρόνια...
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr