Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, ήταν σχετικά δύσκολο να προβλέψει κανείς σε ποια και πόσα σημεία του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος θα συμφωνούσε ο Αντώνης Σαμαράς, μετά τη σημερινή συνάντησή του με τον Γιώργο Παπανδρέου. Και φυσικά, δεν περιποιεί τιμή στο ελληνικό πολιτικό σύστημα ότι προκειμένου να συμφωνήσει σε έναν ελάχιστο κοινό παρονομαστή μέτρων ανάταξης της οικονομίας, πρέπει να του βάλουν το πιστόλι στον κρόταφο οι Ευρωπαίοι.
Εντούτοις, όπως έγραφα και σε πρόσφατο σημείωμα, οι παρεμβάσεις στα εσωτερικά της χώρας από Ευρωπαίους δεν είναι νέο φαινόμενο. Έχουμε συμφωνήσει σε αυτό με την ένταξή μας στην Ε.Ε και το έχουμε επικυρώσει με την υπερψήφιση από τη Βουλή αλλεπάλληλων Ευρωπαϊκών Συνθηκών. Απλώς, η κρίση επιτάχυνε τις διαδικασίες πολιτικής ενοποίησης (εμείς δεν το ζητούσαμε όμως;), ενώ από τη στιγμή που η Ελλάδα χρειάζεται δανεικά για να πληρώσει μισθούς και συντάξεις και τα δανεικά τα παρέχει η Ε.Ε, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ, είναι φυσικό και επόμενο οι εκπρόσωποί τους να έχουν λόγο για το πως ξοδεύουμε τα χρήματά τους και να απαιτούν να πάρουμε μέτρα που θα διασφαλίσουν ότι θα τους τα επιστρέψουμε – και μάλιστα εντόκως.
Από εκεί και πέρα όμως, οι αφόρητες πιέσεις για συναίνεση έχουν και ένα θετικό στοιχείο για το πολιτικό σύστημα. Επί δεκαετίες τώρα, έχουμε συνηθίσει να μην παίρνουμε διόλου τοις μετρητοίς τα όσα υπόσχονται και λένε προεκλογικά τα πολιτικά μας κόμματα. Ο πολιτικός λόγος της εκάστοτε αντιπολίτευσης ελάχιστη σχέση έχει με την πραγματικότητα. Το «λεφτά υπάρχουν» του Γ. Παπανδρέου είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα. Και εκείνος και εμείς γνωρίζαμε ότι λεφτά δεν υπήρχαν. Υποκρινόμασταν όμως και εμείς και εκείνος ότι πιστεύαμε τα όσα λέει.
Το ίδιο πήγαινε να συμβεί τώρα και με τον κ. Σαμαρά. Όλοι γνωρίζουμε ότι αν και όταν γίνει πρωθυπουργός, θα εφαρμόσει το Μνημόνιο και επειδή η Τρόικα έχει και το μαχαίρι και το πεπόνι και επειδή και ο ίδιος γνωρίζει πολύ καλά ότι δεν υπάρχει μαγικός τρόπος να μηδενιστεί το ιλιγγιώδες έλλειμμα της χώρας χωρίς θυσίες. Αν υπήρχε, θα τον εφάρμοζαν όλες οι κυβερνήσεις του κόσμου, αντί να επωμίζονται το βαρύ πολιτικό κόστος της δημοσιονομικής προσαρμογής. Εξάλλου, η εναλλακτική επιλογή για τον κ. Σαμαρά θα ήταν παρανοϊκή: η έξοδος της χώρας από το ευρώ και η χρεοκοπία. Κανένας Έλληνας πολιτικός, με την εξαίρεση ίσως της κυρίας Παπαρήγα και του κ. Δραγασάκη, δεν θα επέλεγε κάτι τέτοιο.
Επομένως, ο κ. Σαμαράς θα εφάρμοζε ούτως ή άλλως το Μνημόνιο, είτε με τη δικαιολογία της «συνέχειας του κράτους» (λες και η Βουλή δεν μπορεί – αν θέλει – να αναιρέσει προηγούμενες αποφάσεις της), είτε με κάτι μισόλογα του τύπου «παραλάβαμε καμένη γη», κλπ., τα οποία πολλάκις έχουμε ακούσει.
Η παρέμβαση της Τρόικας είναι σε αυτό το σημείο καταλυτική: στην ουσία εξαναγκάζει τον κ. Σαμαρά να πει από πριν την αλήθεια στον ελληνικό λαό. Ότι δηλαδή θα εφαρμόσει το Μεσοπρόθεσμο αν βγει κυβέρνηση. Και τον αναγκάζει να το πει σαφώς και δημοσίως, ψηφίζοντας μάλιστα μέρος ή και όλο το Πρόγραμμα στη Βουλή. Έτσι, για πρώτη φορά ίσως στην Μεταπολιτευτική Ελλάδα, η επόμενη κυβέρνηση (αν είναι της ΝΔ) θα κάνει ό,τι έχει πει. Και αυτό δεν μπορεί παρά να είναι θετικό για το πολιτικό σύστημα, το οποίο έχει απαξιωθεί εν μέρει και λόγω της αναντιστοιχίας μεταξύ έργων και λόγων.
Επιπλέον, ο ελληνικός λαός θα αναλάβει και αυτός επιτέλους τις ευθύνες του. Θα έχει δύο κόμματα που θα έχουν στο Πρόγραμμα τους, ένα συγκεκριμένο και κοστολογημένο χρονοδιάγραμμα μεταρρυθμίσεων. Με ονόματα, διευθύνσεις και ημερομηνίες. Και από την άλλη, θα έχει το ΚΚΕ και τον ΣΥΡΙΖΑ που θα του λένε ότι στη Σοβιετική Ένωση ζούσαν όλοι καλύτερα. Και μεταξύ των εναλλακτικών προτάσεων, θα επιλέξει, έχοντας απόλυτη συναίσθηση και πλήρη πληροφόρηση για το τι συνεπάγεται η κάθε επιλογή του.
Δεν ξέρω αν η πραγματική δημοκρατία επιβάλλεται με το ζόρι. Αλλά η Τρόικα το προσπαθεί και αυτό.
Ακολουθήστε το reporter.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr