Ίσως ήταν υποκριτικό για όσους από εμάς δεν είχαμε την ατυχία να ζουμε σε αυτούς τους θύλακες, να κάνουμε ότι δεν υπάρχουν. Έτσι όμως γίνεται σε όλες τις μεγαλουπόλεις του Δυτικού κόσμου. Εξάλλου, μέχρι και τα μέσα περίπου της προηγούμενης δεκαετίας, η ζωή ακόμη και στα σκοτεινά σημεία της πρωτεύουσας βελτιωνόταν συνεχώς. Αχνές – έστω – αχτίδες φωτός έσκιζαν το σκοτάδι τους. Ψίχουλα – έστω – από την ευμάρεια των υπολοίπων μας, διαχέονταν προς τους κατοίκους τους. Η Αθήνα ήταν ανέκαθεν η πρωτεύουσα με τη μικρότερη εγκληματικότητα στην Ευρώπη, γκέτο ελάχιστα υπήρχαν και η έκτασή τους ήταν εξαιρετικά περιορισμένη σε σχέση με άλλες μεγαλουπόλεις του εξωτερικού.
Σήμερα, η σκοτεινή πλευρά της εξαπλώνεται διαρκώς, σαν καρκίνος που κατατρώγει το κακογερασμένο σώμα της. Ο φόβος, η ασχήμια, η δυστυχία, η εξαθλίωση, η εγκατάλειψη, το έγκλημα, ο θάνατος είναι εικόνες με τις οποίες ερχόμαστε καθημερινά αντιμέτωποι. Είναι παντού, όχι απομονωμένες σε κάποια γωνιά, στο τέρμα Θεού. Ο όγκος διέσχισε όλο το μήκος της Πατησίων και της Αχαρνών, κατασπάραξε την Ομόνοια, πέρασε στο Μοναστηράκι, στου Ψυρρή, στις παρόδους της Σταδίου και της Πανεπιστημίου. Η πλατεία Συντάγματος έχει πέσει και αυτή. Πέρναγα χθες από εκεί την ώρα της πορείας και σκεφτόμουν πως είναι δυνατόν να επιβιώνουν τα τρία ξενοδοχεία της μέχρι σήμερα. Και ότι οι μόνοι πελάτες που θα μπορούσαν να προσελκύσουν είναι εκκεντρικοί εκατομμυριούχοι που – λόγω διαστροφής - θέλουν να βλέπουν από το μπαλκόνι τους ξύλο και αίμα. Το κέντρο είναι στην ουσία απροσπέλαστο με αυτοκίνητο, λόγω των καθημερινών διαδηλώσεων και απροσπέλαστο με τα πόδια, λόγω του κράτους της ανασφάλειας.
Ουσιαστικά, οι μόνες περιοχές που αντιστέκονται ακόμη στον Δήμο Αθηναίων είναι το Παγκράτι, το Κολωνάκι και η τουριστική περιοχή γύρω από τον λόφο της Ακρόπολης. Φοβάμαι ότι το αγαπημένο μου Παγκράτι, η γειτονιά μου, σύντομα θα είναι το επόμενο θύμα. Και το Κολωνάκι θα παραμείνει μόνο του, για όσο παραμείνει, κάτι σαν τέρμιναλ αεροδρομίου – το σημείο όπου θα “προσγειώνονται” δηλαδή όσοι από ανάγκη πρέπει να επισκεφθούν το κέντρο και το σημείο από το οποίο θα αναχωρούν για τις θωρακισμένες συνοικίες τους, όπως η Φιλοθέη και το Ψυχικό, οι ελάχιστοι προνομιούχοι. Με λίγα λόγια, η Αθήνα μετατρέπεται με ταχύτατους ρυθμούς σε τριτοκοσμική πόλη. Μια μικρή μειοψηφία πολιτών της, θα μπορεί να ζει πίσω από πανύψηλους μαντρότοιχους, σε προάστια Μεξικάνικου τύπου, θα στέλνει τα παιδιά της σε πανάκριβα σχολεία, όπου θα κάνουν παρέα μόνο με άλλα προνομιούχα παιδιά, σε μία ζωή σε “μπούνκερς”, αποστειρωμένη από την Αθήνα και την Ελλάδα. Όλοι οι υπόλοιποι, συμπεριλαμβανομένων και των “κανονικών” ανθρώπων της πάλαι ποτέ μεσαίας τάξης, βυθίζονται στον βούρκο του χάους. Οι ζωές και των μεν και των δε θα είναι για λύπηση, για διαφορετικούς βέβαια λόγους.
Ο βίος μας γίνεται καθημερινά αβίωτος, μία καθημερινή αναμέτρηση με το φόβο. Το σύνθημα “βασανίζωμαι” που έχει γραφτεί με γκράφιτι σε όλους σχεδόν τους τοίχους του κέντρου απηχεί στα αισθήματα όλων μας. Μέχρι πρόσφατα, όταν κάποιος πίσω μου στο δρόμο φώναζε “ε, φίλε”, θεωρούσα ότι είτε θα με ρωτήσει για κάποιο δρόμο, είτε για την ώρα. Σήμερα πιάνω τον εαυτό μου να σκέφτεται πρώτα απ' όλα ότι είτε θα θέλει ψιλά, είτε να μου πουλήσει κάτι κλεμμένο, ή να μου πάρει το πορτοφόλι.
Στην καθημερινή υποβάθμιση της ζωής μας, θα πρέπει να προστεθούν και οι πάγιες “αρετές” των Αθηναίων. Αυτές που προϋπήρχαν της σημερινής παρακμής: τα κορναρίσματα, η αγένεια, τα διπλοπαρκαρίσματα, οι φωνές, τα βρισίδια, η κακογουστιά, το κιτς, η έλλειψη σεβασμού για τον άλλον, η αδιαφορία για τον δημόσιο χώρο και για το δημόσιο καλό. Κυρίως, θα πρέπει να προστεθεί η εμμονή της σιωπηρής πλειοψηφίας να παραμένει σιωπηρή. Να μη διεκδικεί το χώρο της, να έχει αφήσει τη ζωή της να καταδυναστεύεται από κάθε φωνακλά και κάθε μπαχαλάκη.
Δυστυχώς, σε αυτήν την καθημερινή κόλαση, οι κάτοικοι του κέντρου της Αθήνας δεν έχουμε καμία σανίδα σωτηρίας. Τα σχέδια που ακούμε για αναμόρφωση του κέντρου προέρχονται από ανθρώπους που προφανώς δεν κατοικούν, ούτε καν βγαίνουν στο κέντρο. Δεν μπορεί να εξηγηθεί αλλιώς ότι θεωρούν πως το πρόβλημα θα λυθεί αν πεζοδρομηθεί η Πανεπιστημίου και άλλα τέτοια μεγαλεπήβολα. Αυτό που επειγόντως χρειάζεται το κέντρο είναι καθαριότητα, ασφάλεια, βάψιμο, νοικοκύρεμα. Δεν χρειάζονται έξοδα. Μόνο όρεξη για δουλειά. Αλλά η πολιτεία δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε από όλα αυτά, διότι διοικείται από αυτούς που διοικείται. Όπως ο κ. Παπουτσής, ο οποίος προσέφερε γη και ύδωρ στην Κερατέα...
Έτσι, το ρόλο του αυτόκλητου σωτήρα σωτήρα έχουν πάρει εγκληματίες του χειρίστου είδους, κάτι ανθρωπάρια που το παίζουν πατριώτες, ενώ προσκυνούν τον Χίτλερ, τον Μουσολίνι και τον Παπαδόπουλο. Τους τρεις ανθρώπους δηλαδή από τους οποίους η πατρίδα μας υπέφερε τα χειρότερα δεινά στην ιστορία της. Και δεν έχουν καν τη στοιχειώδη ευφυΐα να αντιληφθούν την αντίφαση αυτή. Διότι πως μπορεί να είναι κανείς εθνικιστής και να έχει ως είδωλο κάποιον που κατάσφαξε εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες, ή τους ανθρώπους που οδήγησαν στον εθνικό εξευτελισμό του 1974; Είναι κάτι που μόνο το άρρωστο μυαλό τους μπορεί να απαντήσει.
Παγιδευμένοι λοιπόν ανάμεσα στους φασίστες και τους ανίκανους, οι Αθηναίοι παραδινόμαστε, εξουθενωμένοι όπως είμαστε από τον αγώνα για επιβίωση, στην αγκαλιά του φόβου και του μίσους. Του μίσους-που ενώ θα έπρεπε να στρέφεται στις χρόνιες λανθασμένες πολιτικές που μας οδήγησαν ως εδώ, στρέφεται δυστυχώς στους αδύναμους, εκείνους που εύκολα έχουμε του χεριού μας.
Το σκάφος βυθίζεται ταχύτατα. Όσοι έχουν τη δυνατότητα να βρουν σωσίβια λέμβο, θα τη χρησιμοποιήσουν για να το εγκαταλείψουν με προορισμό άλλες πολιτείες...
Υ.Γ.: Μια προσωπική κατάθεση για την αστυνομία: Το παιδί που καθόταν δίπλα μου στο θρανίο στο σχολείο, έγινε ειδικός φρουρός της αστυνομίας. Όταν τον είδα, μετά από πολλά χρόνια, τον ρώτησα μεταξύ άλλων αν στην εκπαίδευσή τους περιλαμβάνονται ειδικές λαβές, ώστε να μπορούν να ακινητοποιήσουν κάποιον, χωρίς να τον χτυπήσουν. Λαβές που μαθαίνουν όλοι οι αστυνομικοί του κόσμου. Μου απάντησε ότι η εκπαίδευσή του δεν περιελάμβανε ούτε κάτι τέτοιο, ούτε οτιδήποτε άλλο ουσιαστικό. Και ότι αν ήθελε να ακινητοποιήσει κάποιον, η μόνη του επιλογή ήταν να παίξει ξύλο μαζί του και όποιος πέσει πρώτος. Η δεύτερη επιλογή του ήταν το κουμπούρι, το οποίο όμως κανένας δεν τον είχε μάθει να χρησιμοποιεί (η εκπαίδευση περιελάμβανε ελάχιστες βολές). Το αποτέλεσμα της απαξίωσης αυτής, της έλλειψης στοιχειώδους εκπαίδευσης, αλλά και της συγκρουσιακής νοοτροπίας που καλλιεργείται στην αστυνομία το είδαμε και πάλι χθες...
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr