Ο κ. Τσίπρας αντιλαμβάνεται βεβαίως ότι οι πιθανότητες να σημειώσει θριαμβευτικό αποτέλεσμα σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι ανύπαρκτες. Οπότε χρησιμοποίησε την ευκαιρία του ντιμπέιτ αφενός μεν για να "παίξει" λίγο με τους μεγάλους αντιπάλους του (πετώντας καίρια "καρφιά"), αφετέρου δε για να ενισχύσει το εντός Ελλάδος προφίλ του ως πολιτικού έτοιμου να κυττάξει κατάματα τους ευρωπαίους εταίρους μας.
Για να κρίνουμε σωστά το χθεσινό ντιμπέιτ πρέπει να ξεχάσουμε για λίγο την ελληνική πολιτική σκηνή. Βάσει των μέχρι σήμερα γνωστών δημοσκοπικών προβλέψεων, οι επερχόμενες Ευρωεκλογές περιλαμβάνουν δύο "ντέρμπι". Πρώτα, ένα ντέρμπι κορυφής, μεταξύ του Λαϊκού Κόμματος (Γιουνκέρ) και του Σοσιαλιστικού Κόμματος (Σουλτς). Οι πιθανότητες λένε ότι ένας από τους δύο θα είναι ο επόμενος Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Καμία παράταξη δεν έχει την πλειοψηφία των εδρών, οπότε θα χρειαστεί να γίνουν διαβουλεύσεις και παραχωρήσεις ώστε να επιτευχθεί η στήριξη του ενός ή του άλλου τουλάχιστον από τους Φιλελεύθερους (Φερχόφσταντ) οι οποίοι, αν και σε πτώση, είναι σταθερά τρίτοι. Ίσως αυτός να ήταν και ο λόγος που οι δύο διεκδικητές κρατούσαν τους τόνους χαμηλούς: ένα έντονο "φάλτσο" μπορεί να τους κοστίσει τις λίγες έδρες που τους χωρίζουν και να καθορίσει την πρωτιά, που έχει κάποια "πρεστίζ" αξία. Ο Γιουνκέρ, εξαιρετικά έμπειρος πολιτικός, επέλεξε να μιλήσει στα γαλλικά αφού στο πρώτο ντιμπέιτ καταγράφηκε υστέρησή του στην εκφορά των απόψεών του στα αγγλικά: καθυστερούσε γιατί έψαχνε τις λέξεις του. Και πάλι βέβαια, οι εκτιμήσεις τον φέρνουν χαμηλά, αναφορικά με τις χθεσινές του επιδόσεις. Το στοίχημα όμως του Γιουνκέρ είναι, μη ξεχνάτε, διαφορετικό από του Τσίπρα ή της Κέλλερ. Είναι να μην τρομάξει τους συντηρητικούς ψηφοφόρους ότι αυτά που γνωρίζουν και αναμένουν μπορεί να αλλάξουν γρηγορότερα απ' όσο αυτοί είναι διατεθειμένοι να δεχτούν. Ο κύριος αντίπαλός του (προγραμματικά) είναι οι Φιλελεύθεροι και ο Φερχόφσταντ και απ' αυτόν φροντίζει να διαφοροποιείται όσο χρειάζεται, όσο κι αν αυτό τον φέρνει σε δύσκολη θέση. Μέχρι στιγμής, ο Γιουνκέρ των χαμηλών τόνων προηγείται του Σουλτς στο ντέρμπι κορυφής. Ο τελευταίος όμως γνωρίζει ότι είναι εγγύτερα στον Φερχόφσταντ και ίσως υπολογίζει σε μια ενδεχόμενη στήριξη των Φιλελευθερων στις σκληρές διαπραγματεύσεις που θ' ακολουθήσουν το εκλογικό αποτέλεσμα. Και ο Σουλτς λοιπόν επιλέγει μια τακτική ήπιας παρουσίας, προσπαθεί να περάσει το γεγονός ότι έχει πρόγραμμα και σχέδιο αλλά δεν επιμένει στα επιμέρους σημεία, κρατώντας κάπως κλειστά τα χαρτιά του. Αυτός είναι και ο λόγος (πέρα απ΄την πηγαία θεατρικότητα του ανθρώπου) που ο Φερχόφσταντ κερδίζει σχεδόν όλες τις εντυπώσεις: έχει την άνεση να είναι επιθετικός προς όλους, να εκφράζει έντονες θέσεις με έντονο ύφος. Γνωρίζει ότι σχεδόν σίγουρα δεν θα είναι αυτός ο επόμενος Πρόεδρος. Ακόμα κι αν είναι, θα έχει δεσμευτεί έναντι κάποιου "μεγάλου" που θα τον στηρίζει, οπότε θα έχει επίσημα βάλει νερό στο κρασί του.
Το δεύτερο ντέρμπι παίζεται για την τέταρτη θέση μεταξύ Πρασίνων (Κέλλερ) και Αριστεράς (Τσίπρας). Τα οικολογικά κινήματα έχουν, υποτίθεται, μια πιο "εύκολη" αποστολή καθώς παίζουν στο πλεονεκτικό γήπεδο των περιβαλλοντικών ζητημάτων που δεν επιτρέπουν έντονες αντιρρήσεις. Αυτό βέβαια από μόνο του δεν αρκεί, καθώς και οι Πράσινοι είναι υποχρεωμένοι να εκφέρουν άποψη εφ' όλης της ύλης. Κάπου εκεί ολισθαίνουν είτε προς την Αριστερά είτε προς το Φιλελεύθερο Κέντρο ή τους Σοσιαλδημοκράτες. Αλλά και η Αριστερά έχει ένα ειδικό πρόβλημα, καθώς στους κόλπους της ευρωπαϊκής παράταξης περιλαμβάνονται και κόμματα με σχετικά ευρωσκεπτιστικό λόγο. Αμφότεροι οι πολιτικοί σχηματισμοί διατηρούν βεβαίως το πλεονέκτημα των "μικρών": δεν διεκδικούν την "εξουσία" και άρα τους επιτρέπεται να είναι λεκτικά ριζοσπαστικότεροι, τουλάχιστον μέχρι του ορίου του να κερδίζουν τις εντυπώσεις και ενδεχομένως να "μπολιάζουν" με διαφορετικές ιδέες και προτάσεις το κατεστημένο των μεγάλων (σε δύναμη εδρών) αντιπάλων τους. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε πως, άσχετα αν εμείς ως Έλληνες είμαστε ευχαριστημένοι απ' το πως στάθηκε ο (Έλληνας) Τσίπρας στο ντιμπέιτ, η Κέλλερ είναι σαφώς περισσότερο ενισχυμένη πρακτικά, αφού η θετική της παρουσία είναι ευκολότερο να μεταφραστεί σε ευρωπαϊκές έδρες σε περισσότερες χώρες της Ε.Ε. Αυτό κυρίως διότι πολλά κόμματα της ευρωπαϊκής ομάδας της Αριστεράς είναι κάπως πιο "περιθωριακά" από τους Πράσινους στις χώρες τους, οπότε κεφαλαιοποιούν δυσκολότερα τις καλές εμφανίσεις των υποψηφίων τους στα ντιμπέιτ κορυφής.
Αυτό το τελευταίο σημείο ισχύει και για τον ΣυΡιζΑ ―όχι βέβαια επειδή είναι περιθωριακό κόμμα, αλλά διότι έχει επιλέξει (δια στόματος Τσίπρα) μια στρατηγική που αφήνει την διαμάχη σε ευρωπαϊκό επίπεδο έξω απ' τις εν Ελλάδι Ευρωεκλογές: τις έχει μετατρέψει σε «δημοψήφισμα κατά της Τρόικας και των Μνημονίων» ενώ σαφέστατα οι Ευρωεκλογές είναι πολλά περισσότερα απ' αυτό το δίλημμα. Είναι μάλιστα εκ των υστέρων περίεργο να βλέπει κανείς τον κ. Τσίπρα να στέκεται τόσο σωστά ως υποψήφιος Πρόεδρος της Ε.Ε. στο ντιμπέιτ, να τοποθετείται με βάση τις αρχές της ευρωπαϊκής πολιτικής ομάδας που εκπροσωπεί, χωρίς ιδιαίτερες κορώνες και βερμπαλισμούς, και να το συγκρίνει αυτό με την εγχώρια εκδοχή του, των συνεχών καταγγελτικών, ακυρωτικών και γενικώς αρνητικών θέσεων ως προς τα πάντα... Έτσι είναι όμως: μερικά παιχνίδια παίζονται έξω (στην ύπαιθρο), άλλα παίζονται μέσα (επιτραπέζια). Είναι δύσκολο να ισορροπεί κανείς μεταξύ των δύο ρόλων χωρίς να εκτίθεται. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι οι τρεις υποψήφιοι των "μεγάλων" κομμάτων είναι ενεργοί αποκλειστικά στην Ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr