Η συμμετοχή στο συγκεκριμένο πρόγραμμα, που λήγει τον προσεχή Οκτώβριο, αποτελεί κρίσιμο ζητούμενο για την ανάπτυξη, αφού θα επιβεβαιώσει τη φερεγγυότητα της χώρας, θα επιτρέψει τη μείωση του κόστους δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων και – μεσοπρόθεσμα – και της Ελλάδας, ενώ παράλληλα θα διευκολύνει τη σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος και την αποκατάσταση του διαμεσολαβητικού ρόλου του στη χρηματοδότηση της οικονομίας.
Εάν τελικά η Ελλάδα δεν ενταχθεί στο πρόγραμμα, οι πιθανότητες για πραγματική ανάκαμψη εντός του 2017 θα είναι ελάχιστες. Γι’ αυτό ελληνική πλευρά έχει κάθε λόγο να επιδιώξει την άμεση επίτευξη συμφωνίας για το χρέος. Αυτό μπορεί να γίνει μέσα από τη διατύπωση θετικών προτάσεων, οι οποίες θα διευκολύνουν τη σύγκλιση, όπως είναι η πρόβλεψη να μην ξεπερνά η δαπάνη για την εξυπηρέτηση του χρέους το 15% του ΑΕΠ.
Παράλληλα, όμως, έχοντας ανταποκριθεί στις δικές της υποχρεώσεις, η Ελλάδα οφείλει να διεκδικήσει τη διάθεση μέρους από τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα στα οποία έχει δεσμευθεί, για την ενίσχυση της ανάπτυξης. Συγκεκριμένα, από το 3,5% του ΑΕΠ ετησίως, που είναι ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα, το 1,5% θα πρέπει να κατευθύνεται στην εξόφληση του χρέους και το υπόλοιπο 2% να διατίθεται σε επενδύσεις για τη στήριξη της επιχειρηματικότητας και της εξωστρέφειας, καθώς και για την ανάπτυξη των σχετικών υποδομών.
Η προσπάθεια που έχει γίνει, με κόπο και θυσίες από τους Έλληνες, όλα τα προηγούμενα χρόνια, θα κριθεί από τις αποφάσεις που θα ληφθούν από τώρα έως τον Οκτώβριο. Το τελευταίο που χρειάζεται σήμερα η Ελλάδα είναι μια νέα άγονη αντιπαράθεση, την ώρα που ο χρόνος κυλά σε βάρος της.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr