Όμως, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι οι διεθνείς σχέσεις αποτελούνται από ένα σύμπλεγμα παραγόντων και δεν περιορίζονται μόνο στις πολιτικοστρατιωτικές σχέσεις μεταξύ των κρατών. Εξίσου σημαντικό ρόλο – αν όχι καθοριστικό - διαδραματίζουν η οικονομία και ειδικότερα οι επενδυτικές και οι εμπορικές συναλλαγές.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Τουρκία μέσω του Συριακού εμφυλίου, εκτός από την βούληση της να καταστεί ηγέτιδα δύναμη στον μουσουλμανικό κόσμο, επιχειρεί να αποτελέσει έναν εναλλακτικό εμπορικό διάδρομο, τόσο γενικότερα όσο και ειδικότερα όσον αφορά το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Ειδικά δε για το φυσικό αέριο είναι εμφανής η πρόθεσή της να καταστεί ένας σημαντικός παίχτης στην περιοχή μέσω διαφόρων συμφωνιών για κατασκευή αγωγών που έχει συνάψει με διάφορες χώρες, μεταξύ αυτών και τη Ρωσία. Σε αυτό το πλαίσιο θα μπορούσαν να ενταχθούν και οι συνεχείς προκλήσεις σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας για τις έρευνες υδρογονανθράκων που επιχειρεί στην Κυπριακή ΑΟΖ.
Η τουρκική οικονομία, μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος το 2016 σημείωσε σημαντική βελτίωση του ΑΕΠ κατά το 2017, ξεπερνώντας σημαντικά τις προσδοκίες διεθνών οικονομολόγων καθώς η ανάκαμψη της υπερέβη τις αντίστοιχες των περισσότερων μελών της ΕΕ, και πλέον κατατάσσεται στην 2η θέση μαζί με την Ινδία (επίσης 6,7%) και ελαφρώς πίσω από την Κίνα (6,8%), μεταξύ των χωρών της G-20.
Ωστόσο παραμένει εξαιρετικά εύθραυστη σε σχέση με τις διεθνείς οικονομικές εξελίξεις αλλά και τα μεγάλα εσωτερικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα.
Η τουρκική λίρα έχει απολέσει το ένα δέκατο της αξίας της έναντι του δολαρίου από τις αρχές του 2017 και σχεδόν το 40% από τις αρχές του 2015. Για τις τουρκικές επιχειρήσεις, ιδιαίτερα τις μικρές, οι οποίες επιβαρύνονται με χρέος σε ξένο νόμισμα αξίας 211 δις δολαρίων, αυτό αποτελεί μία ιδιαίτερα δυσμενή εξέλιξη, ενώ και ο επαπειλούμενος «εμπορικός πόλεμος» ΗΠΑ – Κίνας έχει επηρεάσει ήδη αρνητικά την τουρκική οικονομία.
Με όλα αυτά τα δεδομένα η πρόσφατη διαβεβαίωση του Τούρκου προέδρου στη Βάρνα ότι η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ αποτελεί στρατηγική επιλογή για τη χώρα του δίνει στην Ελλάδα την δυνατότητα να καταρτίσει μια πολιτική που θα αμβλύνει την τουρκική επιθετικότητα χωρίς να βασίζεται στον κατευνασμό και στις παρεμβάσεις τρίτων.
Ας μην ξεχνάμε ότι η πολιτική που ακολουθήθηκε μετά τα Ίμια η οποία στηρίχθηκε σε πολιτικές αβροφροσύνης – εξασφάλισε μια νηνεμία 20 χρόνων στο Αιγαίο. Σε αυτήν την πολιτική πρέπει τώρα με συγκεκριμένο σχέδιο να προσδώσουμε και ένα οικονομικό περιεχόμενο. Η Ελλάδα μπορεί να συνεργαστεί με την Τουρκία, στους ακόλουθους οικονομικούς τομείς:
Ο πρώτος τομέας είναι το διμερές εμπόριο. Ο εμπορικός κόσμος εκτιμά ότι με τις κατάλληλες συνέργειες οι εμπορικές συναλλαγές Ελλάδας Τουρκίας μπορούν να φτάσουν τον στόχο των 10 δισ. Ευρώ. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα καθώς στο 11μηνο του 2017 ο όγκος του διμερούς εμπορίου ανήλθε σε 3 δισ, έναντι 2,6 δισ για το σύνολο του 2016. Το 2013 και το 2014, μεσούσης της κρίσης ο όγκος του διμερούς εμπορίου ανήλθε σε 4,2 δις ευρώ..
Ο δεύτερος τομέας στον οποίον πρέπει να στοχεύσει η Ελλάδα σε συνεργασία με την Τουρκία είναι ο τουρισμός. Το 2017 καταγράφηκε ρεκόρ αφίξεων Τούρκων τουριστών στην Ελλάδα. Το πρώτο 9μηνο του 2017 την Ελλάδα προτίμησαν 739.000 Τούρκοι ενώ το αντίστοιχο διάστημα του 2016, μας προτίμησαν 635.000. Επιλέγουν Θεσσαλονίκη, Χαλκιδική και νησιά Αιγαίου, λόγω γεωγραφικής εγγύτητας, και φυσικά την Αθήνα.
Τρίτος τομέας είναι εκείνος των επενδύσεων. Οι Τούρκοι είναι σήμερα η τρίτη κατά σειρά από τις εθνικότητες που έχουν αγοράσει ακίνητα στην Ελλάδα για να πάρουν άδεια παραμονής. Σύμφωνα με τις ελληνικές αρχές, τουλάχιστον 430 Τούρκοι έχουν λάβει έως σήμερα την λεγόμενη Χρυσή Βίζα που δίνεται σε όσους αγοράζουν ακίνητα άνω των 250.000 ευρώ.
Τέταρτος τομέας είναι η κατάρτιση μιας κοινής ελληνοτουρκικής πολιτικής για την προσέλκυση τουριστών από τρίτες χώρες. Ο Αντώνης Σαμαράς με τον Αχμέτ Νταβούτογλου υπέγραψαν το 2014 συμφωνία για την εκπόνηση κοινών σχεδίων που θα στοχεύουν σε σημαντικές υπερπόντιες αγορές, η οποία όμως έμεινε στα χαρτιά με ευθύνη της σημερινής κυβέρνησης.
Τελευταίος τομέας είναι αυτός της ενέργειας. Η συνεργασία των δύο χωρών πρέπει να γίνει πιο έντονη όσων αφορά την ένταξη της χώρας μας σε νέα δίκτυα μεταφοράς φυσικού αερίου και πετρελαίου, καθώς η Τουρκία λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης έχει συνεργασία κυριολεκτικά με όλες τις χώρες που συνορεύει καθώς και τις πλησίον σε αυτήν. Εν προκειμένω, ας μην ξεχνούμε τον TAP (Trans Adriatic Pipeline), ο οποίος θα συνδέεται με τον αγωγό φυσικού αερίου της Ανατολίας (ΤΑΝΑΡ). Ο αγωγός ΤΑΡ θα έχει μήκος 878 χλμ, εκ των οποίων τα 550 χλμ. επί ελληνικού εδάφους, και αρχική μεταφορική ικανότητα 10 δισ. κυβικά μέτρα ετησίως, με δυνατότητα αύξησης στα 20 δισ. κ.μ., εάν οι συνθήκες στην αγορά το επιτρέψουν. Τέλος, καθίσταται αναγκαία η αναβίωση της κατασκευής του ITGI (Interconnector Turkey-Greece-Italy) που θα συνδέει τον υπό κατασκευή αγωγό Turkish Stream (που θα μεταφέρει ρωσικό φυσικό αέριο) με την Ιταλία και τις ευρωπαϊκές αγορές.
Συμπερασματικά, η συνεργασία με την Τουρκία είναι επιβεβλημένη. Η κυβέρνηση οφείλει να βάλει άμεσα ένα τέλος στην περιπέτεια των δύο στρατιωτικών, να αποκρούσει τις διεκδικήσεις της Τουρκίας και για όσο καιρό της απομένει να δουλέψει με συγκεκριμένο σχέδιο. Η ανάπτυξη των διμερών οικονομικών σχέσεων και συνολικά η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας είναι ο μόνος δρόμος για να μπορέσει η χώρα να ξαναμπει στο παγκόσμιο οικονομικό παιχνίδι, και κατόπιν να κτίσει και να υποστηρίξει τις υπόλοιπες «συνιστώσες» της ισχύος.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr