Προσωπικά δεν διαφωνώ με την συγκεκριμένη εκτίμηση. Υπό μια προϋπόθεση όμως: Ότι ο ίδιος και η κυβέρνηση του βλέπουν και αναγνωρίζουν τα πραγματικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας.
Από το 2010 και μετά η αβεβαιότητα και η ανησυχία ακόμα και για την εκδίωξη της χώρας από την Ευρωζώνη διέλυσαν την οικονομία και τις τράπεζες, παγιδεύοντας τη χώρα σε μια άνευ προηγουμένου, σε καιρό ειρήνης, ύφεση.
Τα προβλήματα στην Ελλάδα προκλήθηκαν ξεκάθαρα από το χρέος και την απώλεια της ανταγωνιστικότητας. Και με την πολιτική που ακολουθήθηκε από το 2015 και μετά προστέθηκε ακόμα ένα: Η αδυναμία του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει τις επιχειρήσεις και την πραγματική οικονομία.
Παρά τα capital controls και τις ανακεφαλαιοποιήσεις που έγιναν στο παρελθόν, μεγάλο μέρος των οποίων κάλυψαν οι φορολογούμενοι, οι τράπεζες σήμερα το μόνο που καταφέρνουν είναι να διαθέτουν τα ελάχιστα εκείνα κεφάλαια που απαιτούνται προκειμένου να είναι φερέγγυες και να μπορούν να λειτουργούν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρώτο δίμηνο του 2017, η αβεβαιότητα που υπήρξε ως προς την ολοκλήρωση της αξιολόγησης είχε αρνητική επίπτωση στον τραπεζικό κλάδο. Οι καταθέσεις συνέχισαν να υποχωρούν, η σταθεροποίηση και η φθίνουσα πορεία του ύψους των μη εξυπηρετούμενων δανείων άρχισε ν' αντιστρέφεται και η πρόσβαση στις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου περιορίστηκε ακόμα περισσότερο.
Ορισμένα βασικά μεγέθη για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αναδεικνύουν το μέγεθος του προβλήματος και της πρόκλησης που καλείται να αντιμετωπίσει σήμερα ο εγχώριος τραπεζικός τομέας. Στο τέλος Δεκεμβρίου 2016 το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων ως προς το σύνολο των δανείων ανερχόταν σε επίπεδο τραπεζών σε 44,8%, ήτοι περίπου 106 δισεκ. ευρώ. Το ποσοστό αυτό είναι από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σχεδόν οκταπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου (ΕΕ: 5,5%).
Είναι αξιοσημείωτο ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια στην Ελλάδα αντιπροσωπεύουν περίπου το 10% του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ολόκληρη την ΕΕ (περίπου 1.100 δισεκ. ευρώ), ενώ το ενεργητικό του ελληνικού τραπεζικού τομέα αποτελεί μόλις το 1,2% του συνολικού ενεργητικού του τραπεζικού τομέα στην ΕΕ.
Τα ποσοστά των μη εξυπηρετούμενων δανείων ανά κατηγορία δανείων, διαμορφώνονται σε 41,5% για τα στεγαστικά, 44,4% για τα επιχειρηματικά και 54% για τα καταναλωτικά δάνεια και αφορούν περίπου 2,7 εκατομμύρια δανειολήπτες.
Ειδικότερα, δυσμενή εικόνα εμφανίζουν τα δάνεια προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπου, από δάνεια ύψους 46 δισεκ. ευρώ που έχουν χορηγηθεί σε 162 χιλιάδες επιχειρήσεις τα 27 δισεκ. ευρώ (58,9%) εμφανίζονται ως μη εξυπηρετούμενα και αφορούν 73 χιλιάδες επιχειρήσεις. Ανάλογη είναι και η εικόνα για τα δάνεια στις πολύ μικρές επιχειρήσεις και τους ελεύθερους επαγγελματίες, όπου από συνολικά ανοίγματα 25 δισεκ. ευρώ 588 χιλιάδων δανειοληπτών, τα 17 δισεκ. ευρώ είναι μη εξυπηρετούμενα (68,3%) και αφορούν 343 χιλιάδες δανειολήπτες.
Σύμφωνα με τις δεσμεύσεις που έχουν αναληφθεί, μέχρι το τέλος του 2019, τα «κόκκινα» δάνεια θα πρέπει να έχουν μειωθεί στα 60 δισ. ευρώ, σε διαφορετική περίπτωση οι τράπεζες απειλούνται με ποινές.
Το θέμα όμως δεν είναι να αποφύγουμε τις ποινές. Το θέμα είναι να αντιμετωπίσουμε αυτή τη μεγάλη πρόκληση που θα είχε πολλαπλασιαστικά οφέλη για χιλιάδες συμπολίτες μας και επιχειρήσεις που σήμερα φυτοζωούν και αδυνατούν να αντλήσουν τα απαραίτητα επενδυτικά κεφάλαια.
Δυστυχώς, για όλα αυτά τα ζητήματα δεν ακούστηκε τίποτα στο υπουργικό συμβούλιο. Και χωρίς την αναζωογόνηση της πιστωτικής επέκτασης κανείς δεν μπορεί να αναμένει ουσιαστική ενίσχυση και ανάκαμψη της οικονομίας. Χωρίς ένα υγιές τραπεζικό σύστημα το αφήγημα της ανάπτυξης δεν μπορεί να υλοποιηθεί.
Οι τράπεζες και το αφήγημα της ανάπτυξης που κατέρρευσε
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr