Μία γιορτή ανεπανάληπτη που θα πρέπει να αναμένουμε σε λίγες εβδομάδες, για την πρώτη επέτειο της εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ στις 25 Ιανουαρίου 2014, η οποία και έφερε την χώρα στην σημερινή της κατάσταση.
Η περίοδος συμπίπτει με την αρχή μίας νέας φάσης διαπραγμάτευσης - όπως τουλάχιστον θέλει να την εμφανίζει η δεύτερη κυβέρνηση Τσίπρα - Καμμένου, με κύριο αντικείμενο το ασφαλιστικό , ενδεχομένως το φορολογικό των αγροτών, το οποίο και κατά πολλούς θα αποτελέσει την πραγματική θρυαλλίδα εξελίξεων, αλλά ακόμη και την μαύρη τρύπα του προϋπολογισμού, για την οποία η κυβέρνηση σφυρίζει αδιάφορα, όμως οι δανειστές έχουν κρατήσει πολύ συγκεκριμένες σημειώσεις στην ατζέντα τους.
Εν όψει αυτών, από τις αμέσως επόμενες ημέρες οι ευρωπαϊκές αρχές θα ασχοληθούν με την ελληνική πρόταση για το ασφαλιστικό. Μία πρόταση που επιχειρεί να βρει για μία ακόμη φορά λύσεις για το πρόβλημα χωρίς να ακουμπά το πρόβλημα και που αναδίδει μία έντονη οσμή προπαγανδιστικής διάθεσης («κόκκινη γραμμή οι κύριες συντάξεις»). Ας αναμένουμε την πρώτη απόκριση των δανειστών και ας μην προκαταλάβουμε εξελίξεις.
Ας περιοριστούμε απλώς στην επισήμανση μερικών από τα όσα σημαντικά αναφέρει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γ. Στουρνάρας στο άρθρο-προειδοποίηση που δημοσιεύτηκε στην Καθημερινή.
Μεταξύ όλων των άλλων, ο κ. Στουρνάρας επισημαίνει ότι η κυβέρνηση «έχει μπροστά της την πρώτη αξιολόγηση του νέου χρηματοδοτικού προγράμματος, η οποία περιέχει δύο πολύ σημαντικές και ευαίσθητες προαπαιτούμενες δράσεις: την ολοκλήρωση της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος και την ευθυγράμμιση της φορολογίας του αγροτικού εισοδήματος. Και οι δύο αυτές δράσεις είναι απαραίτητες για λόγους δημοσιονομικής και ασφαλιστικής βιωσιμότητας αλλά και για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης, τόσο μεταξύ των γενεών όσο και μεταξύ διαφορετικών ομάδων φορολογουμένων. Ερχονται, μάλιστα, να ολοκληρώσουν μια σειρά αντίστοιχων δημοσιονομικών και ασφαλιστικών δράσεων που πραγματοποιήθηκαν τα τελευταία χρόνια, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση των μεγάλων "δίδυμων" ελλειμμάτων, τα οποία κορυφώθηκαν το 2009 και αποτέλεσαν τα βασικά αίτια της ελληνικής οικονομικής κρίσης, δηλαδή του κρατικού ελλείμματος και του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών».
Υπό αυτούς τους όρους, ο διοικητής της ΤτΕ επισημαίνει χωρίς πολλές περιστροφές ότι αστεία με την αξιολόγηση και τις προϋποθέσεις της δεν χωρούν: «Διότι μια ενδεχόμενη αποτυχία στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης θα λειτουργήσει αποσταθεροποιητικά, επαναφέροντας στη μνήμη την αρνητική εμπειρία του πρώτου εξαμήνου του 2015. Επανάληψη αυτής της εμπειρίας εμπεριέχει μεγάλους κινδύνους που δύσκολα θα τους αντέξει αυτή τη φορά η ελληνική οικονομία», τονίζει προς αποφυγήν παρανοήσεων.
Ισως όμως περισσότερο ενδιαφέρον να έχουν κάποιες άλλες επισημάνσεις του για τα ζητήματα που θα πρέπει να θεωρούνται δεδομένα, «εκ των ων ουκ άνευ», ή πάντως χωρίς πολιτικό κόστος: «Δεν αναφέρω τις υπόλοιπες προς αξιολόγηση δράσεις, π.χ. την εξάλειψη των εμποδίων που απομένουν στη λειτουργία του ανταγωνισμού των αγορών αγαθών και υπηρεσιών, τον εξορθολογισμό των δομών του δημόσιου τομέα ή τη βελτίωση των προϋποθέσεων και συνθηκών για ιδιωτικοποιήσεις, διότι αυτές αυξάνουν, αντί να μειώνουν, το συνολικό διαθέσιμο εισόδημα, έχουν δηλαδή θετικό εισοδηματικό πολλαπλασιαστή και δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ευαίσθητες, είτε με την πολιτική είτε με την κοινωνική έννοια του όρου».
Είναι απορίας άξιον αν η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου πράγματι θεωρεί όλες αυτές τις μεταρρυθμίσεις (προϋποθέσεις και αυτές της αξιολόγησης) «μη ευαίσθητες». Δυστυχώς τίποτε δεν δείχνει προς αυτήν την κατεύθυνση, καθώς οι εμμονές και οι ιδεοληψίες κυριαρχούν, σε συνδυασμό με την προσπάθεια ελέγχου του κράτους και των μηχανισμών του.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το άρθρο του διοικητή της ΤτΕ θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ως δραματική προειδοποίηση και όχι ως μία σειρά χαλαρών επισημάνσεων.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr