Υπό αυτήν την έννοια, το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ελλάδα καθιστά πλέον το παιχνίδι ξεκάθαρα πολιτικό. Ο γάλλος υπουργός Οικονομικών Μισέλ Σαπέν δήλωσε την Κυριακή ότι «ο διάλογος έχει ξεκινήσει και οι Έλληνες θα ξαναβρούν την ελπίδα, η Ευρώπη θα ξαναβρεί την Ελλάδα», ενώ ο Ομπάμα, σε μία μακροσκελή και προφανώς προμελετημένη τηλεοπτική του αναφορά σημείωσε: «Είναι αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς να συνεχίσεις να πιέζεις χώρες που βρίσκονται σε ύφεση. Κάποια στιγμή πρέπει να υπάρξει στρατηγική ανάπτυξης, προκειμένου αυτές οι χώρες να μπορέσουν να αποπληρώσουν τα χρέη τους, να μειώσουν κάποια από τα ελλείμματά τους.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ελληνική οικονομία βρισκόταν σε επιτακτική ανάγκη μεταρρυθμίσεων, η συλλογή των φόρων στην Ελλάδα ήταν διάσημα τραγική. Νομίζω ότι για να μπορέσει η Ελλάδα να γίνει ανταγωνιστική στην παγκόσμια αγορά, έπρεπε να δρομολογηθούν μια σειρά από αλλαγές. Είναι πολύ δύσκολο να γίνουν αυτές οι αλλαγές αν το επίπεδο διαβίωσης των πολιτών έχει πέσει κατά 25%, αυτό δεν μπορεί να το αντέξει ούτε η ελληνική κοινωνία ούτε το πολιτικό σύστημα.
Επομένως η ελπίδα μου είναι ότι η Ελλάδα θα μείνει στην ευρωζώνη, νομίζω ότι αυτό θα απαιτούσε συμβιβασμούς από όλες τις πλευρές. Όταν η οικονομική κρίση στην Ελλάδα ενέσκηψε πριν από μερικά χρόνια, εμείς είχαμε ενεργό ρόλο στην προσπάθεια αντιμετώπισής της. Νομίζω ότι αναγνωρίζει η Γερμανία και άλλοι ότι θα ήταν καλύτερο για την Ελλάδα να παραμείνει στην Ευρωζώνη, από το να βρεθεί έξω από αυτή. Είναι μία κατάσταση που στις αγορές δεν αρέσει.
Γενικώς, όμως, με απασχολεί η ανάπτυξη στην Ευρώπη, η δημοσιονομική πειθαρχία είναι σημαντική, οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες σε πολλές από αυτές τις χώρες, αλλά αυτό που μας δίδαξε η αμερικανική εμπειρία, είναι ότι ο καλύτερος τρόπος να μειώσεις τα ελλείμματα είναι να αποκαταστήσεις την δημοσιονομική σταθερότητα, είναι να αναπτυχθείς και όταν έχεις μια οικονομία σε ελεύθερη πτώση πρέπει να υπάρξει στρατηγική ανάπτυξης και όχι απλώς να γίνονται προσπάθειες πίεσης ενός πληθυσμού που δεινοπαθεί ολοένα και περισσότερο». Ακούγεται περίπου σαν προεκλογική ομιλία του Τσίπρα...
Την ίδια στιγμή, ο Γιούνκερ, εν όψει της συνάντησής του με τον Πρωθυπουργό την Τετάρτη στις Βρυξέλλες, αναφέρεται στο τέλος της τρόικας, κρίνει θετική την αύξηση του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα (δηλαδή δεν την θεωρεί μονομερή κίνηση) και εμφανίζεται να επιταχύνει την προώθηση, με αφορμή την αλλαγή στην Ελλάδα, της ατζέντας που είχε περιγρέψει άμα τη αναλήψει των καθηκόντων του το προηγούμενο φθινόπωρο.
Παράλληλα, ο διοικητής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι έχει ήδη παρέμβει τηλεφωνικώς από την Παρασκευή το βράδυ, κάλεσε Τσίπρα και Ντάισλεμπλουμ να κατεβάσουν τους τόνους και εμφανίζεται αποφασισμένος να αποτρέψει τα χειρότερα σε αυτή τη φάση, διασφαλίζοντας ρευστότητα για τις ελληνικές τράπεζες.
Στο πολυπαραγοντικό παιχνίδι που εκτυλίσσεται, πληροφορίες φέρουν την Επιτροπή να έχει ήδη επεξεργαστεί σχέδιο για την παροχή χρόνου - πολιτικού και πραγματικού - στην νέα κυβέρνηση, με διευκολύνσεις μέσω της αξιοποίησης των διαθεσίμων του ΤΧΣ, εις αντάλλαγμα ουσιαστικών δεσμεύσεων στα πεδία που οι προηγούμενες δεν έπραξαν το παραμικρό: την διαπλοκή, την φορολογία και την διαφθορά. Σύμφωνα με τα όσα διαμηνύουν κορυφαίοι κυβερνητικοί παράγοντες, τα χρήματα του ΤΧΣ σε συνδυασμό με τις κινήσεις του ευρωπαίου κεντρικού τραπεζίτη, είναι καθοριστικοί παράγοντες σε δύο πεδία: την διασφάλιση της ηρεμίας στις αγορές και την εξασφάλιση χρόνου για μία ουσιαστική συζήτηση.
Φαίνεται λοιπόν, πως η πολιτική εξέλιξη στην Ελλάδα ήδη επιδρά καταλυτικά. Οχι στο όνομα της αριστεράς, όπως κάποιοι στην Ελλάδα θέλουν να ονειρεύονται, αλλά στο όνομα της ενωμένης Ευρώπης, που είναι το ζητούμενο. Ετσι, σε ένα εξαιρετικά παράδοξο σχήμα, ελληνική αριστερά, Ουάσιγκτον και «ιερατείο των Βρυξελλών», κινούνται σε κοινή γραμμή. Και η Μέρκελ πρέπει να ξαναδεί τα δεδομένα.
Η νέα κυβέρνηση γνωρίζει ότι χρόνος δεν υπάρχει. Και αυτό είναι το στοιχείο με το οποίο επιχειρούν να πιέσουν οι Γερμανοί. Εκπρόσωποί της γερμανικής κυβέρνησης στην Αθήνα λένε και υπογραμμίζουν: «28 Φεβρουαρίου είναι η οριστική προθεσμία, έως τότε πρέπει να αποφασίσετε τι θα έχετε κάνει και θα πρέπει να ζητηθεί παράταση του προγράμματος με τις συνακόλουθες δεσμεύσεις και υπογραφές».
Την ίδια στιγμή όμως, για πρώτη φορά τα τελευταία χρόνια διακρίνει κάποιος κάτι άλλο στις επαφές με τους Γερμανούς: εκνευρισμό και αντιδράσεις με χαρακτηριστικά πανικού.
Τι μπορεί να σημαίνει αυτό; Ενδεχομένως ότι η τακτική του Τσίπρα έχει κάποια βάση και μπορεί να αποφέρει κάποια αποτελέσματα. Ισως και ότι οι Γερμανοί δεν είχαν μελετήσει όπως και όσο έπρεπε τα σενάρια. Προς τι ο πανικός, με τους συσχετισμούς ισχύος δεδομένους;
Ισως η κυβέρνηση του Βερολίνου διακρίνει έναν ευρύτερο κίνδυνο για όλη την ευρωζώνη από τη στάση που τηρεί ο Τσίπρας. Πιθανώς δε να ισχύει και κάτι άλλο: ότι πίσω από τον γερμανικό εκνευρισμό ενδέχεται να κρύβεται μία ανορθολογική αντίδραση, σαν κι αυτές που σε προηγούμενες ιστορικές περιόδους έχουν εκδηλωθεί από τους Γερμανούς, όποτε αισθάνθηκαν ότι είναι ισχυροί και έτοιμοι για ιστορικά άλματα που κατέστρεψαν την Ευρώπη και τους ίδιους...
Το να αντιμετωπιστεί η κατάσταση με όρους ποδοσφαιρικούς θα είναι το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί να γίνει, στην Αθήνα, στο Βερολίνο ή στις Βρυξέλλες. Το να υπάρξουν σημεία συνεννόησης είναι το ευκταίο και κάτι που δεν πρέπει να αποκλειστεί εκ προοιμίου. Βασική προϋπόθεση γι' αυτό είναι να καταλάβουν οι Γερμανοί τι είναι αυτό που ζητεί η κυβέρνηση. Το κλειδί σε αυτό είναι ότι δεν ζητεί χρήματα (τουλάχιστον όχι αυτά της περίφημης δόσης, για την οποία ως προϋπόθεση τίθεται η αξιολόγηση). Το κρίσιμο είναι ότι ο Τσίπρας προς το παρόν αντιμετωπίζεται με δυσπιστία, όπως κάθε ελληνική κυβέρνηση. Ομως το καθοριστικό είναι το αν το δράμα θα φτάσει σε κορύφωση και σε έναν διαγωνισμό εκβιαστικής πίεσης. Αν οδηγηθούμε εκεί, το σενάριο είναι ούτως ή άλλως καταστροφικό. Υπάρχουν όμως ήδη οι προϋποθέσεις ώστε αυτό να μην συμβεί.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr