Η δήλωσή του, «τόσο εγώ όσο και η ελληνική κυβέρνηση δεν είμαστε διατεθειμένοι να παρακολουθούμε για πολύ ακόμα παιχνίδια σε βάρος του ελληνικού λαού και σε βάρος της προοπτικής της ενότητας της Ευρώπης» έβαλε τα κομματικά επιτελεία στην Αθήνα στο παιχνίδι των υποθέσεων.
*Έφτασε άραγε στα όρια των πολιτικών αντοχών του και ρίχνει το τελευταίο του χαρτί, προειδοποιώντας ότι η χώρα θα πέσει ηρωικά «μετά των αλλοφύλων»;
*Ή μήπως στήνει ένα από τα (πολυ) χρησιμοποιημένα σκηνικά τεχνητών εντάσεων που θα εμφάνιζαν την προσγείωσή του στην σκληρή πραγματικότητα σαν καρπό της ανάγκης;
Όπως σημειώθηκε, ο πρωθυπουργός κατηγορεί ευθέως πλέον ΔΝΤ και Βερολίνο για την εμπλοκή στην διαπραγμάτευση και ζητά και πάλι πολιτικές εκπτώσεις, επικαλούμενος για κάποιον όχι ιδιαίτερα πειστικό λόγο είναι αλήθεια, «το πλαίσιο όσων έχουν συμφωνηθεί σε προηγούμενο Eurogroup στις 20 του Φλεβάρη».
Το επιχείρημά του προκαλεί εύλογες απορίες στην πολιτική αγορά, δεδομένου ότι αυτό που συμφωνήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου, δεν ήταν τίποτε άλλο από την παράταση της εκκρεμότητας μέχρις ότου η κυβέρνηση καταλήξει σε συμφωνία με τους δανειστές, μεταξύ άλλων για τη μείωση του αφορολόγητου (διεύρυνση της φορολογικής βάσης κομψότερα), νέα περικοπή στις συντάξεις με την κατάργηση της προσωπικής διαφοράς (μείωση ασφαλιστικής δαπάνης, αν προτιμάτε), συμμόρφωση του εθνικού πλαισίου με τις βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές στην αγορά εργασίας (άρση διοικητικών περιορισμών στις ομαδικές απολύσεις, δικαίωμα ανταπεργίας, οριοθέτηση της συνδικαλιστικής δράσης, κ.αλ) και νέες ρυθμίσεις στην αγορά ενέργειας.
Στις μακρόσυρτες και ατέρμονες συζητήσεις που διεξάγονται την ώρα που η Οικονομία ταξιδεύει ξυλάρμενη στα βράχια, το πλαίσιο των αξιώσεων της πλευράς των δανειστών, ήταν δεδομένο: μέτρα, έναντι παροχής εμπιστοσύνης.
Και τα διαπραγματευτικά περιθώρια της Αθήνας ισχνά. Οπότε, όπως παρατηρούν στους διαδρόμους και το Περιστύλιο της Βουλής οι διαθέσιμες επιλογές του πρωθυπουργού δεν ήταν παραπάνω από δύο:
*είτε να υπογράψει εξαρχής μια έστω κακή συμφωνία, παρά μια καλύτερη με δραματική καθυστέρηση αργότερα, σύμφωνα με τη γραμμή Χουλιαράκη και τις υποδείξεις ΤτΕ και ΣΕΒ
*είτε, πάλι εξαρχής να ξεκαθάριζε ότι δεν μπορεί να αποδεχθεί νέες περικοπές και να παραμερίσει από την εξουσία, μέσω εκλογών ή άλλων κοινοβουλευτικών λύσεων.
Όπως αποδείχθηκε εκ των πραγμάτων, προτίμησε μια επισφαλή και αποδεδειγμένα αποτυχημένη επιλογή, ροκανίζοντας τον χρόνο, όπως οι μικρές ομάδες που ταμπουρώνονται για να αποσπάσουν ισοπαλία από τα μεγαθήρια, γνωρίζοντας όμως κατά βάθος ότι «είναι οι προσπάθειές τους, σαν των Τρώων».
Στο μεταξύ δεν είχε κανένα πρόβλημα, προκαλώντας τον εκνευρισμό του Ε. Τσακαλώτου, να κυκλοφορεί διθυραμβικά nonpaper, εξαγγέλλοντας το τέλος της λιτότητας και το λυκαυγές μιας νέας εποχής διαρκούς ευημερίας και Αλκυονίδων ημερών.
Χρόνο, όπως έλεγαν ιδιωτικώς αλλά και δημόσια πολλά κυβερνητικά στελέχη, (νόμιζε πως) είχε. Τον Ιούλιο, με βάση την τεχνική δυνατότητα να χρησιμοποιήσει η κυβέρνηση τα αποθεματικά των ΝΠΔΔ που διαχειρίζεται η ΤτΕ έχει θεωρητικά την δυνατότητα να αντιμετωπίσει τη λήξη ομολόγων ύψους 7,4 δις, έστω κι αν έτσι, βυθίζεται στην λειψυδρία η αγορά και τα ταμεία αδειάζουν για τον επόμενο.
Η όλη διαχείριση, διανθιζόταν όλον αυτόν τον καιρό από μυστικότητα, ακριτομυθίες χωρίς δυνατότητα επιβεβαίωσης και διαδοχικές δηλώσεις επαγγελματικής αισιοδοξίας και ατσάλινου σθένους που καλλιεργούσαν στην κατάκοπη και εν πολλοί αδιάφορη κοινωνία, την μάλλον ανεδαφική προσδοκία ότι είμαστε κοντά στο τέλος της διαπραγμάτευσης.
Εκτός όμως από τις ολέθριες οικονομικές παρενέργειες και την πολιτική και κοινωνική καθήλωση σε άγονες περιοχές, είναι προφανές τώρα, ότι υπηρετούσε αποκλειστικά χαμηλής αξίας πολιτικές και κομματικές προτεραιότητες για την επικοινωνιακή διαχείριση των καταστάσεων.
Γιατί στην πραγματικότητα, όπως διαπιστώνεται καθολικά, η κυβέρνηση αυτή δεν έχει να επιδείξει αξιόλογο έργο στους υπόλοιπους τομείς που δεν σχετίζονται άμεσα με την διαπραγμάτευση (π.χ επιτάχυνση της απονομής Δικαιοσύνης, περιορισμό της σπατάλης και της φοροδιαφυγής, αναμόρφωση της Διοίκησης) και όπου το επιχείρησε (π.χ τηλεοπτικές άδειες, σχέσεις Κράτους- Εκκλησίας), υπέστη παίζοντας εν ου παικτοίς, δεινές ήττες.
Αποδεικνύεται τώρα ότι η προσδοκία πως η επόμενη γερμανική κυβέρνηση θα είναι περισσότερο φιλική ήταν φενάκη. Το Βερολίνο χαράζει μακροπρόθεσμες στρατηγικές επιλογές και δεν κινείται με σημαίες ευκαιρίας.
Ό,τι υπάρχει εξάλλου σήμερα στο τραπέζι για το χρέος- έναν στόχο όπου σπαταλήθηκαν άκαρπα έως τώρα πολλές δυνάμεις-είναι το περισσότερο που θα μπορούσε να δώσει η Άγγελλα Μέρκελ προκειμένου να μην έχει στην προεκλογική της ατζέντα την ενοχλητική περίπτωση της Ελλάδας.
Γι΄ αυτό και τελευταία στην Αθήνα τα τελεσίγραφα πέφτουν σαν μπόρα. Τα κραταιά μητροπολιτικά κέντρα της Ε.Ε διαμηνύουν στο Μαξίμου να ξεχάσει την πολιτική διαπραγμάτευση, ενώ την ίδια ώρα οι Βρυξέλλες προειδοποιούν ότι ενδεχόμενη αποτυχία συμφωνίας μέχρι τον Ιούλιο, θα σημάνει κατάρρευση του Προγράμματος και έναρξη διαβουλεύσεων για ένα τέταρτο.
Στην περίπτωση αυτή ο κ. Τσίπρας θα έχει το απόλυτο ρεκόρ, να γίνει δηλαδή ο πρωθυπουργός που θα έχει προλάβει να υπογράψει ένα μεταβατικό πρόγραμμα- γέφυρα και δύο Μνημόνια και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι επιθυμεί τέτοια θλιβερή πρωτιά…
Επικαλούμενος το Eurogroup της 20ης Φεβρουαρίου του 2017 ο κ. Τσίπρας στην ουσία ανακαλεί τις μνήμες του ίδιου μήνα του 2015, όταν η χώρα οδηγήθηκε στα πρόθυρα της κατάρρευσης και ο πρωθυπουργός μετά από δραματική ολονυχτία και εν μέσω υπαρξιακών διλημμάτων και ωμών εκβιασμών, σύρθηκε στη συνομολόγηση του σκληρότερου Μνημονίου που προκάλεσε και την διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ.
Στην περίπτωση εκείνη και μπροστά στον κίνδυνο της απόλυτης καταστροφής οι αστικές ευρωπαϊκές δυνάμεις στήριξαν τον πρωθυπουργό στη Βουλή. Αλλά εκείνος αντί να εφαρμόσει τις δεσμεύσεις του αξιοποιώντας το συναινετικό κλίμα, έσυρε τη χώρα σε εκλογές, προκειμένου όπως ισχυριζόταν να λάβει τη λαϊκή νομιμοποίηση στην αλλαγή προγραμματικής πορείας.
Ωστόσο παρόλο που οι πολίτες ανέδειξαν εκ νέου τον ΣΥΡΙΖΑ πρώτο κόμμα, αρνήθηκε και πάλι την υιοθέτηση του Προγράμματος που υπέγραψε και επιδόθηκε από την αρχή στο γνώριμο σπορ των τακτικισμών και των καθυστερήσεων, πολώνοντας την ατμόσφαιρα και ανακαλύπτοντας εχθρούς. Ο χρόνος όμως τώρα και οι επινοήσεις για τον κ. Τσίπρα και την ηγετική ομάδα, είναι φανερό ότι τελειώνουν.
Όθεν, για τον πρωθυπουργό ήλθε η στιγμή της αλήθειας. Αντιμέτωπος με τις αυταπάτες του, θα πρέπει τώρα να κάνει την κίνησή του, σταθμίζοντας αυτή τη φορά και την προσωπική του μοίρα που κρέμεται στην κόψη της ιστορίας.
Το κακό βέβαια για τον ίδιο, για να επιστρέψουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε, είναι ότι οι διαθέσιμες επιλογές και αυτήν τη φορά, δεν είναι απεριόριστες…
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr