Οι οίκοι αξιολόγησης μέχρι και το 2008 αξιολογούσαν με υψηλό βαθμό (Α+) τα ελληνικά ομόλογα με αποτέλεσμα η αγορά ελληνικού χρέους να θεωρείται διεθνώς, επένδυση με πιθανότητα πτώχευσης ελάχιστα μεγαλύτερη από την αντίστοιχη της Γερμανίας.
Το χρέος της χώρας βεβαίως, ήδη από το 2006 «κραύγαζε» πως δεν ήταν διαχειρίσιμο.
Ωστόσο, η διεθνής των αμφιλεγόμενων επενδυτών, επέμενε να αγοράζει ομόλογα του Δημοσίου, μέχρι τη στιγμή που κρίθηκαν ιδιαίτερα επισφαλής τοποθέτηση και μεταδόθηκε εκκωφαντικά το αποθαρρυντικό μήνυμα της αποφυγής ανάληψης επενδυτικού ρίσκου στη χώρα.
Ποιος από αυτούς όμως, μπορεί να πει ότι παραπλανήθηκε; Όλοι έκαναν τη δουλειά τους, υπολογίζοντας απλά, ότι την τελευταία στιγμή, η Ε.Ε και η ΕΚΤ θα έβαζαν το σωτήριο χέρι τους και θα απέτρεπαν την διαφαινόμενη χρεοκοπία. Μόνο που στο σύστημα των αγορών, κανείς δε σου δίνει ομπρέλα όταν βρέχει.
Υπάρχουν στιγμές που τίποτε στον κόσμο δε στέκεται στη θέση του- ούτε καν ο ίδιος ο κόσμος. Και η σχεδία της συμφωνίας διάσωσης, προτάθηκε ή για άλλους, επιβλήθηκε ως η ύστατη ελπίδα στους Έλληνες ναυαγούς που εκείνη την ώρα, επισύρανε την προσοχή και την ελεεινολογία των άλλων, με την δυστυχία και την συστημική αστάθεια που σκόρπιζαν γύρω τους!..
Η διαχείριση της οικονομικής κρίσης τα χρόνια που ακολούθησαν, έκανε τη ζωή των περισσότερων Ελλήνων, να μοιάζει με ατύχημα διαρκείας, αφού, τα συμφέροντα των ξένων τραπεζιτών και ομολογιούχων προηγήθηκαν σε βάρος των συμφερόντων του λαού.
Σε κάθε περίπτωση, ζητήθηκε από τους εργαζόμενους να σηκώσουν το κύριο βάρος των απωλειών, μέσω διαδοχικών μέτρων λιτότητας, συρρίκνωση των δομών της Υγείας και του κράτους Πρόνοιας, δραματική υποβάθμιση της Παιδείας, χρόνια διατήρηση υψηλής ανεργίας, διεύρυνση της φτώχειας, διαρκή μείωση της ζήτησης, επιβράδυνση της ανάπτυξης και ιδιωτικοποίηση δημόσιων κεφαλαιουχικών αγαθών. Η μαζική εκτροπή κεφαλαίων προς τις Τράπεζες, έστειλε τον λογαριασμό στην πραγματική Οικονομία η οποία για πέμπτο χρόνο πληρώνει τα σπασμένα μιας, πρωτοφανούς για χώρα εν καιρώ ειρήνης, ύφεσης.
Παρακολουθούμε εδώ και αμέτρητους μήνες ως αδρανής μάζα, ένα πληκτικό κι ανυπόφορο θέατρο, όπου διορισμένοι εκπρόσωποι των ξένων οικονομικών συμφερόντων, πηγαινοέρχονται στα υπουργεία, υπαγορεύοντας πολιτικές κινήσεις σε κάθιδρους πλην όμως, εκλεγμένους αντιπροσώπους.
Οι εκπρόσωποι μιας πλαδαρής και ανίκανης πολιτικής τάξης, έχουν εγκαταλείψει παθητικά κάθε προσπάθεια, μέσα στην πνευματική τους καχεξία, να συλλάβουν και να προτείνουν ένα υποτυπώδες Εθνικό Σχέδιο εξόδου από την κρίση. Στην περίμετρο της Θεολογίας, προσπαθούν να πείσουν τους τρομοκρατημένους πολίτες για την αξία του μονόδρομου που οι ίδιοι ακολουθούν. Όθεν, τα Μνημόνια βαφτίστηκαν εύκολα και με πρωτοφανή κυνισμό «ευλογία» και «εθνικό καθήκον» τα οποία πρέπει να εφαρμοστούν αν δε θέλουμε να μας πέσει ο ουρανός στο κεφάλι….
Και την ίδια στιγμή, ενώ στο τέλος και παρά τις κατά καιρούς διαβόητες «κόκκινες γραμμές», συνομολογούν επαχθή μέτρα με την τρόϊκα, αρνούνται στη συνέχεια να τα εφαρμόσουν, «ξεπέφτοντας» αναξιοπρεπώς, στα μάτια των βλοσυρών συνομιλητών τους και εκθέτοντας περαιτέρω τη χώρα σε ταπεινωτικά σχόλια.
Στο έσχατο σημείο που φτάσαμε η πλειοψηφία αντιλαμβάνεται, ή τουλάχιστον θα έπρεπε αυτό να συμβαίνει, ότι το πρόβλημα της χώρας δεν πρόκειται να λυθεί από μια νέα δανειακή σύμβαση και τους συμπαρομαρτούντες όρους. Γιατί, το μόνο που επιτυγχάνεται έτσι, είναι η μετάθεση σε βραχύ ορίζοντα, μέχρι δηλαδή, να επανέλθει οξύτερο, του κεντρικού ζητήματος που σχετίζεται πλέον με την επιβίωση του Έθνους και δεν είναι άλλο από την αντιμετώπιση του Χρέους.
Πιστεύει κανείς, εκτός ίσως από τους δανειστές, ότι μπορεί το χρέος να γίνει βιώσιμο μέχρι το 2020, οπότε θα φτάσουμε «αγνώριστοι» εκεί από όπου ξεκινήσαμε, τουτέστιν στα επίπεδα του 124% του ΑΕΠ, επιτυγχάνοντας αφενός πρωτογενή πλεονάσματα που θα είναι μεγαλύτερα από τις ετήσιες δαπάνες εξυπηρέτησης των τόκων κι αφετέρου ανεκτούς όρους αναχρηματοδότησης από τις αγορές; Υπόψιν ότι από σήμερα μέχρι το 2020 μόνο οι απαιτήσεις για χρεολύσια υπολογίζονται σε 70,5 δις ευρώ.
Και, αφού αναφερόμαστε στα λεγόμενα κόμματα της αστικής διαχείρισης, αξίζει να ρωτήσουμε: η χώρα θα χρειαστεί άραγε αναδιάρθρωση του χρέους μέσω ενός ουσιαστικού «κουρέματος» σε συνδυασμό με την αναζήτηση πρόσθετων διευκολύνσεων από την Ε.Ε; Αν συμφωνήσουμε σε αυτό, τότε ποιες διαπραγματευτικές δυνατότητες υπάρχουν, δεδομένου ότι οι ευρωπαϊκές χώρες, έχουν εγγυηθεί δάνεια προς την Ελλάδα που δεν είναι δυνατόν να μετακυλήσουν στο εσωτερικό τους;
Θα διαμόρφωνε επ΄ αυτών ένα ευνοϊκότερο κλίμα, αν η επόμενη ελληνική κυβέρνηση, αντί να ασκείται σε πολιτικούς εκβιασμούς με το βλέμμα στον φεγγίτη της δραπέτευσης, όπως έκανε η προηγούμενη, επαναδιαπραγματευόταν κάτι καλύτερο για το λαό εκτός από νέους φόρους και περικοπές μισθών και συντάξεων; Και πως;
Τα παραπάνω φυσικά συνιστούν ένα ελάχιστο πλαίσιο συλλογικού προβληματισμού στον εκλογικό ανταγωνισμό, ιδίως μεταξύ των δύο βασικών πρωταγωνιστών. Αλλά, αν θέλει κανείς να διατηρήσει την ψυχραιμία του, οφείλει να παρατηρήσει ότι για ορισμένους, μεγαλύτερη αξία έχουν οι διακοπές της θυγατέρας του κ. Μηλιού στο Γκντάσκ, ο χάρτινος κίνδυνος των άδειων ΑΤΜ και του Grexit τον οποίον ούτε καν στην Ευρωζώνη επισείουν πλέον, το τείχος του Έβρου και η «απροθυμία» του ΣΥΡΙΖΑ να εξάρει την ΕΛ.ΑΣ για την σύλληψη του Χ. Ξηρού!..
Στην άλλη όχθη, ανιχνεύεται ευκρινώς δυσκολία κατανόησης των μακροοικονομικών πολιτικών σε μια Ευρώπη, όπου το όραμα της Ένωσης δεν παύει να έχει στοιχεία δημοκρατικής καταγωγής- διαβρώνονται ωστόσο από τις ακραία συντηρητικές νομισματικές υποχρεώσεις του ευρώ, το οποίο, σύμφωνα με τον ανυπέρβλητο για την ώρα αφορισμό του Ανδρέα Παπανδρέου, «φτιάχτηκε από Γερμανούς Τραπεζίτες».
Προλαβαίνουμε μέχρι τις 25 Ιανουαρίου να μιλήσουμε έστω γι΄ αυτά;
Γιώργος Χατζηδημητρίου
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr