Δεν ξέρω τι να υποθέσω για τον κ. Τσίπρα και την δεινή θέση στην οποία έχει περιέλθει και δεν έχω – κατ’ επέκτασιν - αποφασίσει ούτε αν θα πρέπει να τον συγχαρώ και να τον χειροκροτήσω και να πώ «Να ένας μεγάλος ηγέτης», ούτε αν θα ’πρεπε καλύτερα να τον συλλυπηθώ για τις αποφάσεις του. Είχε, άλλωστε, θέσει εαυτόν «εις θέσιν αβοήθητον» όλον αυτόν τον τελευταίο καιρό, παλινδρομώντας, παραπαίωντας και, προφανώς παρακινούμενος και χειραγωγούμενος από το άμεσο ή έμμεσο περιβάλλον του, το οποίο, πρώτο, όταν είδε το καράβι να βυθίζεται και τον καπετάνιο να απορεί δεν δίστασε να το εγκαταλείψει αδιαφορώντας τόσο για το ίδιο το καράβι όσο και για τον καπετάνιο που τους εμπιστεύθηκε αλλά και για τους επιβάτες που, στο κάτω-κάτω της γραφής, δεν έφταιξαν σε τίποτα.
Το μόνο σίγουρο, πάντως, μέσα σ’ έναν κικεώνα αντιφατικών ρυθμίσεων και μέτρων που προβλέπεται να ληφθούν τις προσεχείς μέρες με αβέβαιο αποτέλεσμα, είναι οτι οι κυβερνήσεις της ευρωζώνης (αδιαφόρως του τι συμφώνησαν ή δεν συμφώνησαν με τον κ. Τσίπρα) δεν έχουν πλέον το περιθώριο – ή την πολυτέλεια, αν θέλετε - παρά να αποδεχθούν νομοτελειακά την de facto ανεπάρκεια των ό,ποιων λύσεων είχαν μπεί και ξαναμπαίνουν κατά καιρούς στο τραπέζι με τα απρόβλεπτα και καταστροφικά, εν πολλοίς, αποτελέσματα που αυτές συνεπάγονται. Δεν τους απομένει παρά να διαγράψουν οριστικά ένα μεγάλο (αν όχι και το μεγαλύτερο) μέρος των δανείων τους προς την χώρα μας.
Η άρνησή τους να αναγνωρίσουν την μη βιωσιμότητα ενός τόσο μεγάλου χρέους στα πλαίσια της κοινωνικο-οικονομικής πραγματικότητας μιας χώρας σαν την Ελλάδα, εκτός του οτι αποδιοργάνωσε την ήδη αποδιοργανωμένη πατρίδα μας και την έφερε στο επίπεδο των κατώτατων οικονομικών σκουπιδιών σε παγκόσμιο επίπεδο, είχε και το επιπρόσθετο αποτέλεσμα να αυξήσει, ταυτόχρονα, και τις δικές τους απώλειες εσόδων σε σημείο που δεν είχαν υπολογίσει.
Αυτές οι ίδιες απώλειες αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνονται εάν οι ίδιοι εξακολουθήσουν να εθελοτυφλούν, περιορισμένοι στον ορίζοντα που τους επιτρέπουν οι παρωπίδες των δικών τους ιδεοληψιών, αρνούμενοι να αποδεχθούν την στυγνή πραγματικότητα. Οφείλουν σε όλους μας και, πρωτίστως, στον εαυτό τους να κοιτάξουν το τέρας στα μάτια και να πάρουν μέτρα θαραλλέα και βιώσιμα αντί να καταφεύγουν σε ουτοπικά, περιστασιακά και αποσπασματικά μπαλώματα.
Ακόμα και στις καθημερινές ιδιωτικές συναλλαγές, όταν τα πράγματα φθάσουν στο απροχώρητο, συνηθίζεται να γίνεται ένα write-off, για να δωθεί η δυνατότητα να γίνει απρόσκοπτα μια στροφή προς τα μπροστά αφήνοντας τα ό,ποια λάθη του παρελθόντος πίσω. Αυτή η απλή κοινή λογική θα μπορούσε και θα έπρεπε να πρυτανεύσει και σε πολιτικό επίπεδο, στα της διαχείρισης του Κράτους, στην οργάνωση και τον οικονομικό προγραμματισμό του.
Η προφανής λύση δεν μπορεί, από την πλευρά της Ελλάδας, παρά να είναι η διενέργεια μεταρρυθμίσεων ξεκινώντας από τον Δημόσιο τομέα και προχωρώντας στην καθιέρωση σοβαρών και ανταγωνιστικών κινήτρων για την ανάπτυξη, καθιστώντας την χώρα πιό ελκυστική στον ντόπιο ή ξένο επενδυτή. Σίγουρα, δεν μπορεί να είναι η επιστροφή στη δραχμή. Δεν υπάρχει ούτε προγραμματισμός ούτε στοιχειώδης οργάνωση για κάτι τέτοιο. Για να μην αναφέρω το προφανές, οτι η χώρα δεν είναι σε θέση να σηκώσει ένα τέτοιο βάρος. Δεν έχουμε ούτε τους πόρους, ούτε το δυναμικό, ούτε την τεχνογνωσία αλλά ούτε καν τη διάθεση να υποστούμε μια τέτοια μετάβαση, ένα τέτοιο σοκ, με την κυριολεκτική έννοια του όρου, γιατί περί σοκ – και, μάλιστα, πρωτόγνωρου – πρόκειται, τις επιπτώσεις του οποίου δεν είμαστε σε θέση να αντέξουμε.
Πρόβλημα όμως, όπως αποδείχθηκε εν τοις πράγμασι τους τελευταίους ειδικά πέντε μήνες, είναι οτι το πολιτικό προσωπικό αντί να προκρίνει τη διαδικασία των μεταρρυθμίσεων – προφανώς για την αποφυγή του βάρους ενός κακώς εννοούμενου «πολιτικού κόστους» – ανάλωσε πολύτιμο χρόνο σε ένα κυνήγι μαγισσών προσπαθώντας να επιρρίψει την ευθύνη τις ό,ποιας ενδεχόμενης αποτυχίας του εγχειρήματος για να εντοπίσει και να καταδείξει στους υποστηρικτές του έναν «αποδιοπομπαίο τράγο» για να του επιφορτίσει όλον τον ψόγο για κάθε κακώς κείμενο. Εν προκειμένω, ο εν λόγο «τράγος» δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από την Γερμανία.
Και το έκανε με τρόπο μεθοδικό και οργανωμένο και κατάφερε να επιρρίψει στην Γερμανία το φταίξιμο για όλα τα δεινά και την κακοδαιμονία που μας χτυπούσε αλύπητα, φέρνοντας την οικονομία σε κατάσταση πλήρους εξαθλίωσης, χαλαρώνοντας τον κοινωνικό ιστό και αποδιοργανώνοντας όχι μόνον μια μικρή χώρα σαν τη δική μας αλλά προσπαθώντας να αποδομήσει το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα στο σύνολό του. Αυτό ήταν το σχέδιο και το σενάριο βρήκε πολλά ευήκοα ώτα τόσο εντός όσο κι εκτός Ελλάδος. Το πολιτικό προσωπικό, πάντα στην πρώτη γραμμή, φρόντισε με επιμέλεια και καλλιέργησε αυτή τη πολιτκή.
Την πρόταξη της Γερμανίας για τον σκοπό αυτό την είχε, άλλωστε, προαναγγείλει σε κάποια απ’ τις πολλές συνεντεύξεις του ο λαλίστατος κ. Βαρουφάκης (ο Γιάνης – με ένα «ν») υποστηρίζοντας οτι οι Γερμανοί είναι αυτοί που παίρνουν στην Ευρώπη τις αποφάσεις γιατί στο τέλος πάντα οι Γερμανοί είναι αυτοί που πληρώνουν.
Και, φυσικά, όταν θα έρθει η σειρά των υπολοίπων – αυτών που υποτίθεται οτι μας στηρίζουν σ’ αυτή την δύσκολη στιγμή (των Ιταλών, των Γάλλων, των Ισπανών) - είναι προφανές οτι κι αυτοί, ακολουθώντας το δικό μας παράδειγμα, πάλι την Γερμανία θα δείξουν και θ’ αρχίσουμε να κυνηγάμε απ’ την αρχή όλοι μαζί φαντάσματα αντί να επικεντρωθούμε στο να προσπαθήσουμε να βρούμε και να υλοποιήσουμε ρεαλιστικές λύσεις με όραμα και χρονικό ορίζοντα.
Η αλήθεια είναι οτι δεν γνωρίζω αν η συστημική μεταρρύθμιση θα είναι και η πιο ενδεδειγμένη λύση σ΄ένα πρόβλημα που, όχι μόνον χρονίζει αλλά, διογκώνεται με ταχύτατους ρυθμούς. Ούτε και μπορώ να ξέρω αν υπάρχει, πράγματι, κάποιος που να μπορεί να φέρει εις πέρας έναν τέτοιο στόχο.
Πολύ φοβούμαι οτι, τελικά, οι μεγάλες αποφάσεις πρέπει, λογικά, να παίρνονται στα πολυτελή γραφεία πολυεθνικών χρηματο-οικονομικών φορέων που, μην γελιέστε, κι αυτοί – με τη σειρά τους – σίγουρα θα πρέπει να χρειάζονται ανακεφαλαιοποίηση. Και το βάρος θα πέσει, κατ’ ανάγκην, στους συνήθεις ύποπτους, Σ’ εμάς.
Γιώργος Κ. Ανδρουτσόπουλος
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr