Η επαναλαμβανόμενη φορολόγηση των ακινήτων, πέραν των προβληματισμών ως προς την αξιολόγηση, την ορθολογική επιλογή και την αποτελεσματικότητα που εγείρει, έχει αναμφίβολα και πολιτικές προεκτάσεις που σχετίζονται με την ομαλή λειτουργία και, εν τέλει, την αποτελεσματικότητα της κυβερνητικής πολιτικής.
Όταν ο φόρος επί των ακινήτων που, από την φύση του, δεν είναι παρά μία εισπρακτική απαίτηση της κεντρικής κυβέρνησης (και – είναι σημαντικό να το τονίσω αυτό – όχι της ανεξάρτητης τοπικής αυτοδιοίκησης, οπότε θα είχε, ενδεχομένως, και κάποιον ανταποδοτικό χαρακτήρα) επιβάλλεται σε περιουσιακά στοιχεία που (λόγω της οικονομικής κρίσης) δεν είναι εύκολα ρευστοποιήσιμα ούτε ανταποκρίνονται στις de facto επιβαλλόμενες αντικειμενικές αξίες που απέχουν από την ρεαλιστική πραγματικότητα και που, σε κάθε περίπτωση, δεν αποδίδουν στον ιδιοκτήτη τους εισόδημα αντίστοιχο προς την αξία υπολογισμού του φόρου και των συναφών επιβαρύνσεων που ασύστολα του επιρρίπτονται, δεν μπορεί παρά να επιφέρει την δυσαρέσκεια, όχι μόνον των φορολογούμενων αλλά και των ίδιων των βουλευτών που καλούνται να στηρίξουν μια τέτοια πολιτική, ακόμα και των βουλευτών της κυβερνητικής παράταξης.
Κάθε «κατ' αξίαν» φόρος δεν μπορεί παρά να δημιουργήσει δυσλειτουργία στην εφαρμογή του λόγω της δυσκολίας μέτρησης της φορολογικής βάσης και της αποτίμησης της αξίας επί της οποίας θα υπολογισθεί με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην επιλογή και άσκηση της κυβερνητικής πολιτικής, τις εμπορικές συναλλαγές και, σε τελευταία ανάλυση στην κατάρτιση επιχειρηματικών σχεδίων από τις επιχειρήσεις αλλά και τον ίδιο τον προγραμματισμό και οργάνωση κάθε απλού νοικοκυριού, κάθε ανθρώπου, κάθε φορολογούμενου πολίτη. Και, φυσικά, στην πολυπόθητη ανάπτυξη.
Ο υπολογισμός της αντικειμενικής αξίας ενός ακινήτου θα έπρεπε, λογικά, να βασίζεται σε μια διαδικασία αποτίμησης της εύλογης (πραγματικής) αξίας (τόσο σε επίπεδο αγοράς όσο και σε επίπεδο απόδοσης, ου μην αλλά, και σε επίπεδο κόστους διατήρησης και συντήρησης) του υποκείμενου ακινήτου. Αυτό δυστυχώς – για καθαρά εισπρακτικούς, φαντάζομαι, λόγους – δεν συμβαίνει στην Ελλάδα σήμερα.
Η εφαρμογή της φορολογικής πολιτικής και των συνεπαγόμενων επιβαρύνσεων στα ακίνητα στην Ελλάδα σήμερα απεικονίζει επιλογές ως προς τη κατανομή των οφελών και επιβαρύνσεων που δεν μπορούν παρά να είναι σε ευθεία συνάρτηση με μια πολιτική αναδιανομής του πλούτου και υιοθέτησης προτιμησιακών φορολογικών καθεστώτων αντανακλώντας αξίες και στοχεύσεις ομάδων πίεσης και συμφερόντων στις οποίες οι κυβερνητικοί εταίροι, προφανώς για ψηφοθηρικούς λόγους, απευθύνονται.
Η σχετική ευκολία με την οποία το ακίνητο μπορεί να εντοπίζεται και να αναγνωρίζεται συναντά – κατ’ ανάγκην – την αντίσταση των υποκειμένων σε όλες και περισσότερες φορολογικές επιβαρύνσεις αφού, στην πραγματικότητα, δεν υπάρχει καμμία αντίστοιχη αύξηση των περιουσιακών στοιχείων τους είτε μέσω εκτίμησης της αξίας των ακινήτων τους είτε από την άποψη του εισοδήματος που, ενδεχομένως, αυτά αποφέρουν.
Από την ίδια της τη φύση κάθε φορολογία, οποιασδήποτε μορφής, δεν μπορεί παρά να επιβάλλεται πάνω στο πραγματικό εισόδημα (όταν πρόκειται για φυσικά πρόσωπα) και στα κέρδη (όταν πρόκειται για εταιρείες). Δεν μπορώ να φαντασθώ σε καμμία ευνομούμενη κοινωνία ότι θα μπορούσε να φορολογηθεί η ζημιά μιας επιχείρησης ή η αδυναμία είσπραξης εισοδήματος ενός φυσικού προσώπου και, μάλιστα, με μέτρα που, εκτός του ότι είναι άδικα και αυθαίρετα, δεν έχουν και κανέναν ανταποδοτικό χαρακτήρα.
Η περίπτωση της φορολόγησης των ακινήτων στην σημερινή Ελλάδα δείχνει με τρόπο βίαια ωμό και τραχύ ότι η νόμιμη απόκτηση περιουσιακών στοιχείων στη χώρα μας τιμωρείται παραδειγματικά και ότι οι φορολογούμενοι δεν μπορεί παρά να ζόυμε κυριολεκτικά σε «παράλληλα σύμπαντα», με άλλους (όσους δεν επένδυσαν σε ακίνητα αλλά στην ναυτιλία, λόγου χάριν) να ευνοούνται σκανδαλωδώς και να απέχουν από την καταβολή φόρων για τον λόγο ότι δεν είναι εύκολο να εντοπισθούν, και άλλους να υφίστανται πρωτοφανείς πιέσεις μόνον και μόνον επειδή αποτελούν τον εύκολο στόχο της αναποτελεσματικής δημόσιας διοίκησής μας.
Με είχαν επισκεφθεί, προ ημερών, κάποιοι Κινέζοι επενδυτές που δραστηριοποιούνταν στην χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Η αρχική μου χαρά ότι θα συνεργασθώ με σοβαρούς ξένους πελάτες σύντομα μετατράπηκε σε λύπη όταν άκουσα τι ζητούσαν από εμένα. Να αναλάβω να κλείσω την εταιρεία τους στην Ελλάδα για να φύγουν και να την μεταφέρουν αλλού.
Στην ερώτησή μου: «Γιατί θέλετε κάτι τέτοιο;» η απάντησή τους ήταν καταλυτική. «Γιατί δεν θέλουμε να έχουμε συνεταίρο το Κράτος σας».
Προφανώς, το εισόδημά μου δεν θα αυξηθεί από την πενιχρή αμοιβή που θα εισπράξω από αυτή την υπόθεση. Αλλά μην ανησυχείτε. Εχω κάτι ακίνητα στο όνομά μου και ο εφοριακός θα με περιμένει στη γωνία.
Ο κ. Γιώργος Ανδρουτσόπουλος είναι δικηγόρος
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr