Η διασφάλιση των καταθέσεων, η επιχειρηματικότητα, η «κυκλοφορία» του χρήματος και, εν τέλει, η πολυπόθητη έξοδος από την ύφεση και η ανάπτυξη που αναμένεται οτι θα ακολουθήσει δεν μπορεί παρά να περάσουν μέσα από το τραπεζικό σύστημα και τις υποδομές του. Για τον σκοπό αυτό καταβάλλεται προσπάθεια να αποσυμφωρηθούν οι τράπεζες με ανακεφαλαιοποιήσεις, συγχωνεύσεις και διάφορα άλλα μέτρα προς αυτή την κατεύθυνση με την ελπίδα ότι θα υπάρξει τελικά κάποιο απτό αποτέλεσμα.
Στην πραγματικότητα, με μια σειρά μέτρων που έχουν ληφθεί από την κυβέρνηση, τα τραπεζικά ιδρύματα έχουν απαλλαγεί από ένα μέρος του επιχειρηματικού κινδύνου τον οποίο – καλώς ή κακώς – είχαν αναλάβει, την χρηματοδότηση του οποίου έχει πλέον επωμισθεί το Δημόσιο και που, σε τελευταία ανάλυση, έχει επιρριφθεί με τρόπο άμεσο ή έμμεσο στους φορολογούμενους.
Για παράδειγμα, πέραν της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών που έγινε σε απ’ ευθείας συνεννόηση με τους δανειστές μας και από την οποία οι τράπεζες εισέπραξαν ένα διόλου ευκαταφρόνητο ποσό, παρατηρώ ότι, εκτός από την δραματική αύξηση των φορολογικών υποχρεώσεων (και αναφέρομαι σε «έκτακτα» μέτρα και όχι σε τακτές και προϋπολογισμένες υποχρεώσεις) σωρεία απολαβών των εργαζομένων και συνταξιούχων που μέχρι πρό τινος θεωρούσαμε δεδομένες ‐ είτε μιλάμε για μισθούς, συντάξεις, καλύψεις (ασφαλιστικές και άλλες) ή και άλλες παροχές τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα ‐ έχουν εξανεμισθεί για να καλύψουν το περίφημο «χρηματοδοτικό κενό» που έχει προκύψει και για το οποίο, όμως, έχουν και οι τράπεζες σοβαρότατο μερίδιο ευθύνης.
Όταν το τραπεζικό σύστημα εισέπρατε αφειδώς και εμφάνιζε κέρδη επί κερδών από τα υψηλά επιτόκια των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου δεν θυμάμαι να τα μοιράσθηκε με τους πελάτες του αλλά τα ενεφάνισε στους ισολογισμούς και τα μοίρασε με την μορφή αμοιβών, μερισμάτων και ανακεφαλαιοποίησης. Με την διαδικασία του PSI, όμως, τα κέρδη χάθηκαν και εμφανίσθηκαν ζημίες και τότε ήρθε το Κράτος και οι δανειστές μας αρωγοί και συμμέτοχοι στις ζημίες αλλά όχι και στα κέρδη.
Αλλά το πετσοκομμένο, όμως, εισόδημα που έχει πλέον απομείνει στον (εργαζόμενο ή συνταξιούχο) πολίτη τίθεται, υπό συνθήκες κρίσης, ακόμα κι αυτό εν αμφιβόλω, αμφισβητείται, απειλείται να απομειωθεί περαιτέρω και δεν θεωρείται πια δεδομένο, πάντα με απώτερο στόχο την υλοποίηση του οικονομικού προγράμματος μέσω της εξασφάλισης της εύρυθμης λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος.
Οι τράπεζες, από την πλευρά τους, όντας στο απυρόβλητο και εκμεταλλευόμενες την αναγκαστική αυτή ανοχή της πολιτείας απέναντί τους δείχνουν να μην
θέλουν ή, έστω, να μην μπορούν να συμμετάσχουν στην εργώδη προσπάθεια που καταβάλλεται από όλους τους υπόλοιπους επιρίπτωντας στους ήδη υπάρχοντες πελάτες τους (για νέους πελάτες ούτε συζήτηση) διάφορους επιπρόσθετους επιχειρηματικούς κινδύνους, που θα έπρεπε να είχαν οι ίδιες αναλάβει στα πλαίσια των δραστηριοτήτων τους. Οι πελάτες τους, με την σειρά τους, μη έχοντας καμία διαπραγματευτική δύναμη απέναντι στο τραπεζικό σύστημα αποδέχονται στωϊκά τις όποιες απαιτήσεις τους.
Ακολουθώντας, δε, την πολιτική αυτή των τραπεζών και πολλές άλλες επιχειρήσεις, όπως οι ασφαλιστικές εταιρείες (από τον ιδιωτικό τομέα) ή η Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (από την πλευρά του ευρύτερου δημόσιου) αλλά και πολλές άλλες, οιονεί μονοπωλιακές αλλά και μη, επιχειρήσεις, ακολουθούν πολιτικές που επιβαρρύνουν τον πολίτη και οι οποίες πολιτικές δεν είναι μόνον τιμολογιακού χαρακτήρα αλλά πολλές φορές κυρίως και πρωτίστως πολιτικές σε επίπεδο συμβατικών σχέσεων με τους πελάτες τους, αφού έχουν την δύναμη να εξαναγκάσουν τον κάθε συναλλασόμενο να αποδεχθεί λεόντειες ρήτρες και όρους που εν τέλει κατ’ ανάγκην αποδέχεται – μη έχοντας εναλλακτική λύση ‐ υπό συνθήκες κρίσης και που καλώς εχόντων των πραγμάτων δεν θα ανέχονταν.
Με την κατάσταση αυτή η καθημερινότητα πολλών από εμάς φαίνεται να μας έχει καταστήσει ιδιαίτερα «ευαίσθητους» και να μας έχει φθάσει σε οριακό σημείο, τέτοιο που ακόμα και ένα απλό έκτακτο περιστατικό που μπορεί ο καθένας μας να χρειαστεί να αντιμετωπίσει – ένα ατύχημα, ένα ιατρικό θέμα, μία έκτακτη οικογενειακή δαπάνη (όπως, λόγου χάριν, απλά ένας γάμος) με ό,τι έξοδα αυτά συνεπάγονται – να μην υπάρχει η δυνατότητα να αντιμετωπισθεί αφού και η παραμικρή αστάθεια του απομειωμένου οικογενειακού προϋπολογισμού της μέσης Ελληνικής οικογένειας σήμερα, με ελάχιστες αποταμιεύσεις και χωρίς κάποιο δίχτυ ασφαλείας, μπορεί να αποβεί καταλυτική.
Ας ελπίσουμε ότι, επειδή λόγω της πρωτοφανούς κρίσης, κολυμπάμε σε άγνωστα νερά, οι «δυσλειτουργίες» αυτές θα είναι πρόσκαιρες και ότι θα ξεπεραστούν στο τέλος με σοβαρότητα και υπευθυνότητα απ’ όλες τις πλευρές. Η κρίση, άλλωστε, που βιώνουμε σήμερα θα έπρεπε από μόνη της να είναι μια ευκαιρία για σοβαρές και ουσιώδεις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Μια ευκαιρία που δεν πρέπει επ’ ουδενί να αφήσουμε να πάει χαμένη.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr