Η κατάσταση αυτή, μαζί με την από μέρους μας ανοχή που συντηρεί αυτή την κατάσταση, δεν στρεβλώνει μόνο συνολικά τις θεμελιώδεις αρχές της κοινωνικής διαδικασίας αλλά περιορίζει ταυτόχρονα και τα δικαιώματά μας να εκφραστούμε και να αντιδράσουμε, καταλύοντας, με τον τρόπο αυτό, κάθε έννοια δικαίου και, πρωτίστως, τον ίδιο τον καταστατικό Χάρτη της Χώρας, το πολύτιμο Σύνταγμα, το έγγραφο πάνω στο οποίο στηρίζεται το συνολικό οικοδόμημα της πολιτικής, κοινωνικής και – σε τελευταία ανάλυση – της πραγματικής διάστασης της καθημερινότητάς μας και της ζωής μας.
Η φορολογική επιδρομή που βιώνουμε και στην οποία καλούμαστε να ανταπεξέλθουμε σήμερα, μια επιδρομή που μας έχει επιβληθεί αιφνιδιαστικά, χωρίς προγραμματισμό αλλά και χωρίς στόχο αλλά κι, απ’ ό,τι δυστυχώς φαίνεται, και χωρίς αποτέλεσμα και την οποία – μη μπορώντας να αντιδράσουμε – ανεχόμαστε και υφιστάμεθα σαν υπομονετικά υποζύγια περιμένοντας το όνειρο, ή την «οφθαλμαπάτη» καλύτερα, κάποιας ανάκαμψης που μας υπόσχονται αλλά που ξέρουμε, βαθιά μέσα μας, ότι δεν πρόκειται ποτέ να έρθει, είναι ένα απτό και δραματικά απελπιστικό ζωντανό παράδειγμα που έχει, δυστυχώς, καταστεί η «καθημερινότητα» των απλών αδαών που μας έχουν καταντήσει.
Η ανοχή μας, όμως, είναι σταθερά δεδομένη και υπαρκτή και σαν δεδομένους αντιμετωπίζουν κι όλους εμάς, σαστισμένους μέσα στην απελπισία μας, εξαντλώντας τα όρια των αντοχών μας και επιβαρύνοντάς μας, όλο και περισσότερο, με πρόσθετα, ασήκωτα, βάρη, μέχρι σημείου που «δεν πάει άλλο» κι ακόμα παραπέρα με την βεβαιότητα ότι όντας «δεδομένοι», θα είμαστε πάντα διαθέσιμοι στα «χαρακώματα», πρόθυμοι, ανεκτικοί και, το χειρότερο, προφανώς αναλώσιμοι.
Σε μία ευνομούμενη πολιτεία ένας Νόμος που είναι, από την διατύπωσή του και μόνον, ακατάληπτος και δύσκολα, έως αδύνατα, εφαρμόσιμος, σαν τους Νόμους που με τροποποιήσεις επί τροποποιήσεων και με τροπολογίες επί τροπολογιών ψηφίζονται καθημερινά από την Βουλή μας και που μοιραία ορίζουν την καθημερινότητά μας, δεν μπορεί, και δεν πρέπει, να αντιμετωπίζεται από όλους εμάς σαν μια απλή ρύθμιση που ενδεχομένως κινείται μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας αλλά να ελέγχεται στην πραγματική του διάσταση σαν μια αυθαίρετη, προκλητική και χυδαία παρέμβαση της Πολιτείας που προσβάλει τους πολίτες της υπερβαίνοντας προφανή όρια και καταπατώντας δικαιώματα και ελευθερίες που θεωρούνται, ή θα έπρεπε να θεωρούνται, δεδομένες.
Το συνολικό κόστος αυτής της πρακτικής είναι αντιστρόφως ανάλογο από τους στόχους που έχουμε – ο καθένας μεμονωμένα και συνολικά σαν κοινωνία – θέσει και δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στο απόλυτο φρενάρισμα κάθε δραστηριότητας, εκτός, βεβαίως, από τις δραστηριότητες ομάδων πίεσης που δράττονται της «ευκαιρίας» και, προτάσσοντας τα δικά τους «ειδικά» συμφέροντα, επιβάλλονται, με τρόπο νομιμοφανή, πάνω μας κερδοσκοπώντας σε βάρος μας. Κι όλα αυτά με την δική μας συγκατάθεση, την δική μας, δεδομένη πάντα, ανοχή.
Ο Βίκτωρας Ουγκώ έλεγε ότι δεν υπάρχει πιο δυνατό συναίσθημα από αυτό που αφήνει η εντύπωση μιας ιδέας που έχει ήδη εξαντληθεί . Κι εγώ, με την σειρά μου, θα προσθέσω ότι δεν υπάρχει πιο δυνατό συναίσθημα από αυτό που αφήνει η εντύπωση μιας ιδέας που μας έχει ήδη εξαντλήσει. Ίσως, κι το ελπίζω, να έχει φθάσει πράγματι η στιγμή που θα μπορέσουμε όλοι εμείς – οι υπόλοιποι – να αντιταχθούμε, σαν κοινωνία, να ορθώσουμε το παράστημά μας και να σταματήσουμε να ανεχόμαστε και να αντιδράσουμε απέναντι στην κατάσταση αυτή, και να πούμε ένα μεγάλο ΟΧΙ.
Οι εποχές της ατέλειωτης, ταπεινωτικής και ασύστολης γραφειοκρατίας και της άνευ λόγου ταλαιπωρίας μας για την εξυπηρέτηση ανομολόγητων αναγκών και διεκδικήσεων της «ελίτ» που με την συμπεριφορά της μας περιορίζει και θέτει σε αμφισβήτηση το μέλλον μας αλλά και το μέλλον των παιδιών μας έχουν περάσει και τα όρια της ανοχής που έχει από μέρους μας μέχρι σήμερα επιδειχθεί έχουν εξαντληθεί.
Ίσως, η απόφασή μας να σταματήσουμε να είμαστε, επί τέλους, τόσο ανεκτικοί και να αντιδράσουμε να μην είναι παρά μια ιδέα που δεν θα μπορέσει να υλοποιηθεί εύκολα σήμερα, ή στο προσεχές μέλλον. Ίσως, όμως, και να μπορέσει να υλοποιηθεί και να βρεθούμε, ως δια μαγείας, δε μία άλλη διάσταση.
Θα μου πείτε ότι όλα αυτά είναι όνειρα κι ότι εγώ ονειρεύομαι. Ε, λοιπόν, ΝΑΙ. Ονειρεύομαι και σας καλώ όλους να ονειρευτείτε μαζί μου. Είναι, άλλωστε, το μόνο πράγμα που δεν φορολογείται.
Γιώργος Κ. Ανδρουτσόπουλος
Δικηγόρος
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr