Εάν εξετάσει κανείς την διακίνηση πραγμάτων, το ελεύθερο εμπόριο δηλαδή, θα παρατηρήσει ότι η διαδικασία εμπεριέχει ένα αυτονόητο χαρακτηριστικό, που διαφεύγει την προσοχή μας, ακριβώς διότι είναι τόσο αυτονόητο.
Η Ελλάδα, παραδείγματος χάριν, έγινε, τον καιρό της σάπιας χρηματοπιστωτικής ευημερίας της, η κατ' εξοχήν καλύτερη πελάτισσα ακριβών γερμανικών αυτοκινήτων, ακριβώς διότι υπήρχαν πολλοί Ελληνες καταναλωτές με πολλά λεφτά που θέλαν να οδηγούν Porsche, BMW και τα λοιπά… Και αντιστοίχως υπήρχαν αρκετοί Γερμανοί επιχειρηματίες που με μεγάλη χαρά κατασκεύαζαν και έστελναν τέτοια αυτοκίνητα στην Ελλάδα προς πώληση. Ήταν μία αμοιβαία ευτυχής και επιτυχής διακίνηση πραγμάτων μεταξύ των δύο πόλων της συγκεκριμένης συναλλαγής. Ο συγκεκριμένος Γερμανός ήθελε να διακινήσει και να πωλήσει ένα αυτοκίνητο στον συγκεκριμένο Έλληνα και ο συγκεκριμένος Ελληνας ήθελε να το παραλάβει και να το αγοράσει.
Η αστεία ερώτηση, διότι τόσο αυτονόητη δεν την αναρωτιέται κανείς, είναι, τι θα γινότανε εάν οι Γερμανοί επέμεναν να εξάγουν αυτοκίνητα στην Ελλάδα, παρόλο που δεν υπήρχαν Ελληνες που ήθελαν ή που μπορούσαν να τα αγοράσουν, και τι θα γινόταν εάν οι Γερμανοί επέμεναν στην ολοκλήρωση των διακινήσεων όλων αυτών των ανεπιθύμητων αυτοκινήτων και να επιμένουν ότι οι Ελληνες οφείλουν να τα αγοράσουν.
Μία τέτοια ιστορία μόνο σαν ανέκδοτο ακούγεται. Ένα παράδειγμα του απόλυτου παραλόγου.
Αλλά αυτό το απόλυτο παράλογο είναι εμπεδωμένο στην τέταρτη αρχή του ευρωπαϊκού ενωτικού καταστατικού, στην ελευθερία διακίνησης ανθρώπων.
Οι τέσσερις βασικές αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης αναμειγνύουν λανθασμένα τρεις διακινήσεις άψυχων αντικειμένων, δηλαδή εμπορεύματα, υπηρεσίες και χρήματα, με μία βασική διακίνηση ανθρώπων.
Αυτό που διαφεύγει την προσοχή όλων, ή τουλάχιστον των περισσότερων, είναι ότι και οι τρεις κατηγορίες διακίνησης άψυχων αντικειμένων δεν πραγματοποιούνται ποτέ εάν δεν υπάρχει αυτόματη, αυτονόητη και εθελοντική συμφωνία, συγκατάθεση και συνεργασία και των δύο πόλων της οιασδήποτε συγκεκριμένης διακίνησης, από την μία χώρα στην άλλη.
Ο παραγωγός εξάγει το καταναλωτικό του προϊόν και ο καταναλωτής στην άλλη χώρα αγοράζει και καταναλώνει το εισαγόμενο προϊόν. Το αυτό με τις υπηρεσίες και το χρήμα. Και στις τρεις αυτές διακινήσεις που εξ ευρωπαϊκού κανονισμού πρέπει να είναι ελεύθερες, υπάρχει πάντα ένα άτομο που εθελοντικά ξεκινάει την συγκεκριμένη διακίνηση και ένα άτομο στο άλλο κράτος που, επίσης εθελοντικά, την ολοκληρωνει αποδεχόμενος την συγκεκριμένη διακίνηση.
Οταν ερχόμαστε όμως στην διακίνηση ανθρώπων βλέπουμε, ίσως για πρώτη φορά, και με έκπληξη, ότι ο κανονισμός διακίνησης ανθρώπων εφαρμόζεται άνευ μίας παρόμοιας συμφωνίας μεταξύ δύο κατοίκων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μία οιαδήποτε συγκεκριμένη διακίνηση ενός ανθρώπου πραγματοποιείται βασικα κατόπιν συμφωνίας ανάμεσα σε ένα άτομο, τον μετανάστη, και σε ένα κράτος, στο οποίο το άτομο μεταναστεύει. Αυτή η συμφωνία διακίνησης δεν λαμβάνει χώρα, δεν συμφωνείται, συνήθως, ανάμεσα στο άτομο που μεταναστεύει και στον υποτιθέμενο μελλοντικό εργοδότη του, ούτε ανάμεσα στον μετανάστη και στους νέους γείτονες του, στην γειτονιά των οποίων θα προστεθεί ο μετανάστης όταν ολοκληρωθεί η διακίνηση.
Το κράτος λοιπόν το οποίο δέχεται και στο οποίο καταλήγει η διακίνηση του ατόμου που μεταναστεύει, επιτρέπει και νομιμοποιεί αυτήν την “έμψυχη” διακίνηση, ερήμην του υποτιθέμενου εργοδότη, και ερήμην του γηγενή γείτονα, του οποίου η ζωή και το περιβάλλον θα επιρεαστεί και θα αλλοιωθεί από την συγκεκριμένη ολοκληρωμένη διακίνηση. Αυτή λοιπόν η κατηγορία διακίνησης (ανθρώπου) νομιμοποιείται μέσω των θεσμών και των διαδικασιών της κοινοβουλευτικής διαδικασίας.
Και εδώ βρίσκεται ο γρίφος και το τεράστιο “δημοκρατικό” πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο και συνετέλεσε ριζικά στην βρετανικό δημοψήφισμα.
Όταν ο κόσμος μιλάει για δημοκρατικά ελλείμματα στην αρχιτεκτονική, στους θεσμούς και στις διαδικασίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτό το θέμα είναι από τα πιο σοβαρά προβλήματα που υποθάλπουν και υποσκάπτουν τα θεμέλια του οικοδομήματος.
Οι λαοί της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποδέχτηκαν την επιβολη ελεύθερης διακίνησης κάθε πολίτη εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για δύο λόγους. Ο ένας είναι ότι ο καθένας αρέσκεται στην φαντασία της ελεύθερης επιλογής για ταξίδι αλλά.και για εγκατάσταση. Αλλά μόνο μία μειονότητα κάνει χρήση της ελευθερίας για εγκατάσταση σε άλλη χώρα, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των ευρωπαίων, ούτε θέλει να μεταναστεύσει αλλά και ούτε ενδιαφέρεται για μετανάστες στο άμεσο περιβάλλον στο οποίο κατοικεί και ζει.
Αφετέρου, οι λαοί της Ευρώπης, σχεδόν ποτέ δεν έχουν ερωτηθεί άμεσα και επακριβώς μέσω δημοψηφίσματος για την άποψη του γύρω από την ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων. Αντί αυτού οι ευρωπαϊκές συμφωνίες αποφασίζονται από τους κυβερνητικούς και κοινοβουλευτικούς τους αντιπροσώπους.
Στους λαούς της Ευρώπης ισχύει λοιπον αυτό το χάσμα, ότι ενώ οι τρεις ελευθερίες διακίνησης αντικειμένων δεν τους επηρεάζουν άμεσα και πραγματοποιούνται πάντα κατόπιν συγκεκριμένης συμφωνίας πολιτών της Ευρώπης, η διακίνηση ανθρώπων και τους επιρεάζει σοβαρά και άμεσα στο περιβάλλον τους και στον τρόπο ζωής και δεν γίνονται συνήθως αυτές οι διακινήσεις ανθρώπων κατόπιν συμφωνίας δύο ευρωπαίων πολιτών, όπως γίνεται, π.χ. όταν ένας Έλληνας παντρεύεται μία Ολλανδέζα. Στην τελευταία κατηγορία διακίνησης, φυσικά, το ελληνο-ολλανδικό ζεύγος φροντίζει να εξομαλύνει μόνο του τα διαπολιτισμικά θέματα που προκύπτουν σε όποιο εθνικό περιβάλλον αποφασίσουν να ζήσουν μαζί.
Μία ακόμα πιο εξονυχιστική έρευνα σε αυτό το θέμα των τεσσάρων “ιερών” αρχών της “γερμανοκρατούμενη” ενωμένης Ευρώπης, θα μας δείξει ότι η μόνη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία άμεσα και εσαεί έχει ανάγκη από πλημμύρες εκατομμυρίων διακινήσεων ανθρώπων με προορισμό το εσωτερικό της είναι η Γερμανία, η οποία βρίσκεται πάντα ανάμεσα στις συμπληγάδες πέτρες της εξαιρετικά χαμηλής γεννητικότητας του πληθυσμού της και της εξαιρετικά πληθωρικής και διαρκώς αυξανόμενης παραγωγικότητας της οικονομίας της.
Και αυτός είναι ο πραγματικός και βαθύτερος λόγος που η Μέρκελ φαίνεται έτοιμη να υποστηρίξει την βιωσιμότητα αυτής της τέταρτης και λίαν προβληματικής αρχής ελεύθερης διακίνησης, ρισκάροντας ακόμα και την καγκελαρία της, και φυσικά και την διάλυση της Ευρώπης. Η γερμανική οικονομία δεν μπορεί να επιβιώσει στο απιστευτα υψηλό επίπεδο στο οποίο έχει ανέλθει, χωρίς δύο κρίσιμα ελατήρια. Ένα φτηνό ευρώ, εν σχέση με το γερμανικό Μάρκο, και ανθρωποθάλασσες από μετανάστες στο άμεσο και απώτερο μέλλον.
Διότι να μην ξεχνάμε ότι η Γερμανία κατά καιρούς έχει επιβάλει κρίσιμες και βασικές αλλαγές στο καταστατικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν χρειαζόταν να διαφυλάξει ένα συγκεκριμένο εθνικιστικό της συμφέρον. Εξαίρετο παράδειγμα αυτής της γερμανικής πρωτοβουλίας ήταν η επιβολή ιδιαίτερων προσθηκών στο καταστατικό της Ένωσης, που απαγορεύει την χρηματοπιστωτική η άλλη χρηματική βοήθεια από ένα κράτος σε άλλο κράτος της Ευρώπης.
Δηλαδή, εάν δεν είχε απόλυτη ανάγκη η Γερμανία την συνεχη επιβολή της ελεύθερης διακίνησης ανθρώπων, θα είχε προ πολλου επιβάλει η συμφωνήσει μία αλλαγή του καταστατικού της Ευρώπης.
Και έτσι έχουμε μία ενδοευρωπαική κατάσταση όπου σχεδόν όλα τα άλλα κράτη ούτε θέλουν ούτε μπορούν να δεχθούν και να συντηρήσουν την ελεύθερη διακίνηση, βλέπε εισβολή, ανθρώπων μεταναστών και προσφύγων. Αλλά ή Γερμανία επιμένει, με κίνδυνο να διαλυθεί η Ένωση.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr