Ο Συνασπισμός Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ, έχοντας την υποστήριξη σύσσωμης σχεδόν την ευρωζωνικής ηγεσίας, διαθέτει ακόμα και εξακολουθεί να παίζει, με ίσως αμφίρροπα αποτελέσματα, το πολύ σοβαρό χαρτί του εκφοβισμού και της οικονομικής τρομοκρατίας, και αυτό το χαρτί είναι πολύ δυνατό, και μπορεί εν κατακλείδι να υπερισχύσει και να κερδίσει τις εκλογές, όπως έγινε στις περασμένες εκλογές το 2012. Εάν αυτό συμβεί, θα είναι μία σοβαρά αρνητική εξέλιξη στην ιστορία της δημοκρατίας στην Ευρώπη. Διότι οι ελληνικές βουλευτικές εκλογές της 25ης Ιανουαρίου, απασχολούν την παγκόσμια πολιτική και οικονομική ηγεσία, ακριβώς διότι αποτελούν μία πρώτη κρίσιμη μάχη, μία μάχη ορόσημο, στον εξελισσόμενο πόλεμο ανάμεσα στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, και την παγκοσμιοποιημένη οικονομία από την μία πλευρά, και από την άλλη πλευρά, τα ανεπτυγμένα κράτη με δημοκρατικά καθεστώτα, και την εθνική τους κυριαρχία, η οποία αποδυναμώνεται αργά αλλά σταθερά, συστημικά και προσχεδιασμένα από την αποφράδα, αλλά ιστορική, δεκαετία του 1970, όταν η παγκόσμια πολιτική ηγεσία απελευθέρωσε το Κεφάλαιο από τα εθνικά του σύνορα και δεσμά, και ως εκ των πραγμάτων, και το ξελάφρωσε από την εθνική του ταυτότητα και προσήλωση.
Το ελληνικό δαιμόνιο, φυσικά, μέσω της εφοπλιστικής οικονομίας, είχε προδιαγράψει αυτήν την παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου, του εμπορίου και του κέρδους, και είχε αποκολληθεί ιστορικά και αποτελεσματικά από την εθνική, οικονομική, όσο και πολιτική κυριαρχία της μητέρας Πατρίδας πολλές δεκαετίες νωρίτερα και δρούσε βασικά ανεξέλεγκτα από βασικές φορολογικές και άλλες υποχρεώσεις προς ένα οιονδήποτε κράτος, πλην των ολίγων μικρών κρατιδίων με τις λεγόμενες «σημαίες ευκαιρίας». Και αυτή ήταν φυσικά μία από τις βασικές αιτίες που ο κλάδος των Ελλήνων εφοπλιστών πρόκοψε τόσο, και κυριάρχησε στο κλάδο παγκοσμίως.
Η παγκόσμια, και από την δεκαετία του 1970, παγκοσμιοποιημένη οικονομία, βασικά το μόνο που έκανε ήταν να στρωθεί πάραυτα στην δουλειά και να αντιγράψει με το νι και με το σίγμα το μοντέλο της ήδη παγκοσμιοποιημένης εφοπλιστικής οικονομίας, δηλαδή ένα μοντέλο οικονομίας απελευθερωμένης από κάθε βασική κρατική εξουσία και τις συνδεδεμένες κρατικές (βλέπε φορολογικές) υποχρεώσεις, και συνάμα αποστασιοποιημένης από κάθε εθνικό υπαρξιακό καθήκον.
Ο βασικό κρίκος ανάμεσα σε μία οικονομική επιχείρηση όπως και σε ένα πολίτη, και το κράτος είναι η φορολογική υποχρέωση. Αυτή η φορολογική υποχρέωση, την οποίαν μοιράζονται όλο οι πολίτες ενός κράτους, είναι το βασικό εργαλείο συνοχής σε μία κοινωνία, αναγκάζοντας κάθε πολίτη να συνεισφέρει κατά το δέον προς την ευημερία της κοινωνίας. Αυτή η αναγκαστική οικονομική συνεισφορά αποτελεί και την έμπρακτη απόδειξη για κάθε πολίτη ότι είναι ένα ισότιμο και ισοδύναμο μέλος της συγκεκριμένης κοινωνίας, αλλά και το βασικό εργαλείο για μία αναγκαία, λογική ανακατανομή πλούτου ανάμεσα σε όλους τους πολίτες της ίδιας κοινωνίας. Αυτή η ανακατανομή πλούτου, από αυτόν που έχει τα περισσότερα σε αυτόν που έχει τα λιγότερα, μέσω του κοινωνικού κράτους, είναι και το βασικό μήλο της έριδος ανάμεσα στα πανάρχαια αντικρουόμενα οικονομικά συστήματα.
Σε αυτό το τελευταίο θέμα η εφοπλιστική οικονομία αποτελεί ίσως το ακροδεξιό μέρος του μοντέρνου παραγωγικού καπιταλισμού, έχοντας μπορέσει να αποφύγει νωρίτερα από όλες τις άλλες παραγωγικές οικονομίες, τις βασικές και σημαντικές φορολογικές υποχρεώσεις προς συγκεκριμένα κράτη, όπως παρατηρούμε ιστορικά με το δικό μας ελληνικό παράδειγμα. Ένα κρίσιμο αποτέλεσμα αυτής της φορολογικής ιδιαιτερότητας, ίσως να είναι η τεράστια διαφορά πλούτου που παρατηρούμαι στην ελληνική εφοπλιστική οικονομία, ανάμεσα στους εργαζόμενους στο κλάδο και στους κεφαλαιούχους του κλάδου. Ίσως, εάν όχι πιθανόν, η διαφορά πλούτου ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία στην εφοπλιστική οικονομία να μην ήταν ιστορικά τόσο ακραία, εάν το εφοπλιστικό κεφάλαιο ήταν υποχρεωμένο να συμβάλει στην φορολογική προσφορά σε μία κοινωνία, σε παρόμοια επίπεδα με τους άλλους κλάδους της παραγωγικής οικονομίας. Και φυσικά η εφοπλιστική οικονομία, είναι επίσης η κατ’ εξοχήν παραγωγική οικονομία που έχει ξεπεράσει το θέμα μεταναστευτικής εργασίας, αφού εκ των πραγμάτων, είναι άπατρις.
Παρέμβαλα το παράδειγμα της ελληνικής εφοπλιστικής οικονομίας για να ζωγραφίσω το βασικό θέμα που, παραδόξως πως, διακυβεύεται στις ελληνικές εκλογές της 25ης Ιανουαρίου. Αυτό το θέμα έχει, θα έλεγα δύο τουλάχιστον όψεις υπαρξιακών προβλημάτων της μοντέρνας ανθρώπινης κοινωνίας. Το ένα είναι κατά πόσον τα διάφορα εθνικά κράτη είναι πλέον σε θέση να κρατήσουν τον έλεγχο πάνω στην ζυγαριά ανθρώπινου πλούτου, και να είναι σε θέση να επιβάλουν αρκετή ανακατανομή στην κοινωνία, ώστε να περιορίζονται οι τεράστιες διαφορές πλούτου, που έχουν όπως ξέρουμε φτάσει σε ακραία επίπεδα στην πρώτη γενεά της Παγκοσμιοποίησης. Το δεύτερο θέμα είναι το ήδη ειπωμένο, κατά πόσον μπορεί μία πολιτική εξουσία σε ένα κράτος με καθεστώς κοινοβουλευτικής δημοκρατίας να επιβάλει μία πολιτική που καθαρά αποκλείει ένα σημαντικό μέρος του λαού από το ελάχιστο κοινωνικό δίχτυ ασφάλειας.
Μία γρήγορη περίληψη του θέματος θα ήταν ως εξής. Με την απελευθέρωση του κεφαλαίου, το κράτος, ειδικά στις αναπτυγμένες οικονομίες του Δυτικού Κόσμου, έχασε, δια μιας και δια παντός, την δύναμη δίκαιης ανακατανομής πλούτου μέσα στην επικράτεια του. Αντιθέτως, το απελευθερωμένο και παγκοσμιοποιημένο Κεφάλαιο, επιβάλει μία διαφορετική ανακατανομή πλούτου από κράτη σε κράτη, επί μέρους ανεβάζοντας το βιοτικό επίπεδο στα λιγότερο αναπτυγμένα κράτη, την ίδια στιγμή που συσσωρεύει το μεγαλύτερο κομμάτι αυτού του παγκόσμιου Κεφαλαιοκρατικού Πλούτου, στους ελάχιστους παγκόσμιους κεφαλαιοκράτες. Η Ευρώπη, και πιο άγρια η Ευρωζώνη, επιχειρεί, υπό την ηγεσία της Γερμανίας, να επιβάλει μία διαχρονική βύθιση του εργατικού κόστους, αλλά και του συνδεδεμένου βιοτικού επιπέδου, σε όλα τα κράτη του ευρώ, προσπαθώντας να τα κατεβάσει στα επίπεδα που υπάρχουν στις αναβαθμιζόμενες οικονομίες του Τρίτου Κόσμου. Αυτή η διαχρονική πολιτική επιβάλλεται από την ευρωπαϊκή ηγεσία, εως τώρα, με την συγκατάθεση των ευρωπαϊκών λαών, χωρίς αυτοί οι λαοί, μέσω της επιβεβλημένης χειραγώγησης που υφίστανται, να έχουν δώσει την ξεκάθαρη συγκατάθεσή τους σε αυτήν την πολιτική.
Η πάντα πρωτοπόρα Ελλάδα, που εκμεταλλεύτηκε το στραβό και ανισόρροπο σύστημα της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τον δικό της απαράμιλλα αυτοκαταστροφικό τρόπο, αποτελεί το πρώτο πρόβατο προς σφαγή, ανάμεσα στα άλλα χαζοπρόβατα του ευρώ. Η χώρα μας είναι η πρώτη που έχει καταδικαστεί στην ανέχεια από την γερμανοκρατούμενη ευρωζωνική πολιτική. Και το ερώτημα είναι σε πιο βαθμό μπορεί ένας λαός, σε ένα κοινοβουλευτικό δημοκρατικό καθεστώς, να κάνει μία ελεύθερη επιλογή και να την επιβάλει. Γιατί ο γράφων, αθεράπευτος πεσιμιστής, πιστεύει ότι το ευρωπαϊκό μοντέλο κοινωνικού κράτους δεν μπορεί να επιβιώσει μέσα στο υπάρχον καθεστώς του Παγκοσμιοποιημένου Κεφαλαίου. Και η Ελλάδα είναι προγραμματισμένη να είναι το πρώτο τείχος αυτού του κοινωνικού κράτους που μέλλεται να πέσει. Όπως ξέρουμε, βασικά έχει ήδη πέσει, το στοίχημα είναι εάν μπορεί να αναστηλωθεί…
Δηλαδή, ανατρέποντας το τίτλο του παρόντος άρθρου, το βαθύτερο ερώτημα τίθεται ως εξής.
Μπορεί η Δημοκρατία να επιβιώσει μέσα στην Παγκοσμιοποίηση;
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr