Οι πρόσφατοι και οι σημερινοί αριθμοί γύρω από τις οικονομικές επιδόσεις των κρατών του ευρώ, και της Ευρωζώνης συνολικά, δείχνουν σοβαρή αναστολή της ισχνότατης ανάπτυξης που είχε να δείξει η οικονομία του ευρώ τους τελευταίους μήνες. Η Γερμανία, που έως τώρα, στήριζε μόνη της την αναπτυξιακή πτέρυγα της οικονομίας του ευρώ, έβγαλε σοβαρές αποδόσεις ύφεσης στο δεύτερο τρίμηνο του έτους, σε ύψος που έκπληξαν τους αναλυτές, και ακόμα πιο ανησυχητική είναι η πεσιμιστική στάση που μετρήθηκε στην επιχειρηματική ηγεσία της χώρας για το άμεσο μέλλον της οικονομίας και των επενδύσεων στην Γερμανία. Η Ιταλία έπεσε σε τριπλή φάση ύφεσης, κάτι που είναι σπάνιο για εθνικές οικονομίες και ένεκα τούτου θεωρείται λίαν ανησυχητικό, η Γαλλία έμεινε στάσιμη και ανασκευάζει προς τα κάτω την ισχνή ανάπτυξη που ελπίζει για το 2014, και ακόμα και η Φινλανδία πέφτει σε σημαντική ύφεση, κάτω από το τριπλό σκαμπίλι του κατήφορου που έχει πάρει η Νόκια, η ζήτηση για την ξυλεία από την μειωμένη ζήτηση εντύπων δημοσιεύσεων, και φυσικά από το μειωμένο εμπόριο με την Ρωσία λόγω του οικονομικού πολέμου.
Οι διεθνείς αναλυτές ανησυχούν εδώ και ένα χρόνο για τις σημαντικές τάσεις επικίνδυνου αποπληθωρισμού που δείχνει η οικονομία του ευρώ, κυρίως λόγω των απόλυτων πολιτικών δημοσιονομικής λιτότητας που επέβαλε η Γερμανία σε όλη την επικράτεια του ευρώ τα τελευταία χρόνια και την οποία πολιτική την εμπέδωσε στις διακρατικές συμφωνίες του ευρώ. Το μεγάλο θέμα γύρω από την αυστηρή και παντελή λιτότητα είναι ότι έχει επιβληθεί εδώ και χρόνια χωρίς καμία προσπάθεια αναπτυξιακών επενδύσεων, χωρίς να δέχεται η Γερμανία να ανυψώσει την ισχνή εγχώρια κατανάλωση του γερμανικού λαού, χωρίς να επιτρέπει μία σοβαρή προώθηση της επενδυτικής ρευστότητας στα κράτη της περιφέρειας, και χωρίς να επιτρέπει την μείωση της τιμής του ευρώ, για να βοηθήσει τις εξαγωγές όλων των κρατών του ευρώ.
Μερικά ή και όλα από αυτά τα επιχειρήματα για την ανάπτυξη των οικονομιών τους, έκαναν, τα τελευταία χρόνια, αντιθέτως και οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία, και ως δια θαύματος, και οι δύο αυτές οικονομίες έχουν ξανακερδίσει σχεδόν όλα τα χαμένα των οικονομιών τους από την παγκόσμια κρίση του 2008, το ΑΕΠ τους έχει αποκατασταθεί, και η ανεργία έχει κατέβει σε κοινωνικά ανεκτά, εάν όχι ικανοποιητικά επίπεδα. Η οικονομία της Μεγάλης Βρετανίας λέγεται ότι ανεβαίνει κατά 3,1% και της Αμερικής κατά 2,4%, την στιγμή που η Ευρωζώνης σέρνεται γύρω στα μηδέν, και από όλα τα κράτη του ευρώ, μόνο η Γερμανία έχει φτάσει τα προ της κρίσης οικονομικά επίπεδα. Αντιθέτως ο κίνδυνος αποπληθωρισμού ολοένα και μεγαλώνει τους τελευταίους δώδεκα μήνες, φτάνοντας στο επίπεδο του 0,4% στην τελευταία μηνιαία μέτρηση.
Το σκιάχτρο του αποπληθωρισμού, όπως η στήλη έχει παλιά επισημάνει, θεωρείται άκρως επικίνδυνο, διότι είναι πολύ δυσκολότερος να γιατρευτεί, αφού χτυπήσει μία οικονομία, από τον πληθωρισμό, ο οποίος συμβαίνει πολύ συχνότερα σε εθνικές οικονομίες αλλά γιατρεύεται ευκολότερα. Στο αποπληθωρισμό, η κοινωνία αναστέλλει όλες τις μη απόλυτα αναγκαίες αγορές για τον επόμενο χρόνο ή για το μέλλον, διότι πιστεύει, λόγω της εμπειρίας του αποπληθωρισμού, ότι του χρόνου η τιμή οιουδήποτε αντικειμένου θα είναι χαμηλότερη. Αυτή η μαζική ψυχολογία όταν κυριαρχήσει σε μία καταναλωτική κοινωνία δημιουργεί ένα ανίατο φαύλο κύκλο, καθώς η μειωμένη κατανάλωση επιφέρει μεγαλύτερη μείωση των τιμών, επιβραβεύοντας την αναβλητική καταναλωτική στάση στο λαό, και χειροτερεύει ακόμα περισσότερο την κατάσταση επιβραβεύοντας την μη κατανάλωση.
Οι ίδιοι διεθνείς αναλυτές που ανησυχούν για τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού στην Ευρωζώνη επισημαίνουν ότι και το καθεστώς ενός παρατεταμένου μακροχρόνιου ελάχιστου πληθωρισμού, σαν και αυτόν που επικρατεί στην Ευρωζώνη το 2014, (από τα 0,7% στα 0,4%), είναι πολύ πιθανός να επικρατήσει στην Ευρωζώνη, σε αντιγραφή με ότι έγινε στην Ιαπωνία τις τελευταίες δύο δεκαετίες, που αποτελούν δύο «χαμένες» δεκαετίες για την Ιαπωνική οικονομία. Σημειωτέο, ότι η Ιαπωνία από πέρσι προσπαθεί μετά από 20 χρόνια να αλλάξει οικονομική πολιτική και έχει πλημμυρίσει την οικονομία με ρευστότητα, και έχει μειώσει σημαντικά το νόμισμα της για να προωθήσει την ανάπτυξη της οικονομίας, και ξαφνικά, στο τελευταίο τρίμηνο μέτρησε ένα χάσιμο στην οικονομία της στο ύψος του 6%, που δείχνει ότι μετά από μία προτεταμένη περίοδο χαμηλού πληθωρισμού ή επιτυχία μίας έντονης αναπτυξιακής προσπάθειας είναι πολύ δύσκολη και καθόλου σίγουρη.
Και φυσικά, λόγω της κρίσης στην Ευρωζώνη, η Γερμανία εξακολουθεί να κερδοσκοπεί απίστευτα εις βάρος των άλλην κρατών, κυρίως μέσω των τεράστιων χρηματοπιστωτικών ανισοτήτων ανάμεσα στην αγαπημένη οικονομία της παγκόσμιας κεφαλαιαγοράς, της Γερμανίας, και των άλλων κακών, και παρείσακτων ευρωκρατών, με εξαίρεση τα δύο τρία κράτη του σκληρού πυρήνα. Για παράδειγμα, πρόσφατη πληροφορία από τον γερμανικό τύπο υπολογίζει ότι η Γερμανία κέρδισε περί τα 120 δις ευρώ, τα τελευταία τέσσερα χρόνια, από τις οικονομίες που έκανε στην συντήρηση του τεράστιου δημοσίου χρέους της, του μεγαλύτερου σε απόλυτο μέγεθος από όλα τα κράτη του ευρώ, λόγω του ότι η κρίση των άλλων ευρωκρατών έχει σαν σταθερή και συγκεκριμένη παρενέργεια να χαμηλώνει το κόστος των δανεισμού που χρειάζεται το γερμανικό κράτος για την συντήρηση του χρέους του. Σήμερα, π.χ., το κόστος δανεισμού για τα γερμανικά δεκαετή ομόλογα έσπασε και νέο ρεκόρ κατεβαίνοντας στο 1%, ενώ τα γερμανικά διετή ομόλογα απαιτούν ένα αρνητικό 1% για να τα αγοράσεις. Δηλαδή, αγοράζοντας ένα διετές ομόλογο, υπόσχεσαι σαν αγοραστής να δώσεις στην Γερμανία 1% φόρο για το δικαίωμα να της δώσεις ένα διετές δάνειο.
Αυτό το απίστευτο χρηματοπιστωτικό καθεστώς έχει επικρατήσει λόγω δύο συμπληρωματικών συνισταμένων, οι οποίες συνισταμένες είναι και οι δύο απόλυτα αναγκαίες να συνυπάρχουν για να δημιουργούν και να συντηρούν αυτό το γεγονός. Αυτές οι συνισταμένες είναι διαλεκτικά αντίθετες. Η μία συνισταμένη χρειάζεται μία πολύ δυνατή γερμανική οικονομία, Και η άλλη συνισταμένη χρειάζεται, εξίσου ζωτικά, τις άλλες οικονομίες του ευρώ να είναι αδύναμες. Διότι εάν παραδείγματος χάριν η οικονομία της Γαλλίας ήταν εξίσου ανταγωνιστική όπως και η Γερμανική, τότε οι παγκόσμιοι χρηματοπιστωτικοί επενδυτές που θα επένδυαν μία οιαδήποτε ημέρα στην οικονομία του ευρώ, θα μοιραζόντουσαν εξίσου ανάμεσα στα γερμανικά και στα γαλλικά ομόλογα, και έτσι η Γερμανία και η Γαλλία θα δανειζόντουσαν με τον ίδιο χαμηλό τόκο, κάτι που δεν συμβαίνει στο σημερινό καθεστώς συστημικής οικονομικής ανισότητας.
Η διαβολική συγκυρία του κοινού νομίσματος είναι ότι όπως και όλα τα κράτη του ευρώ είναι βασικά εγκλωβισμένα μέσα στο κοινό νόμισμα, το οποίο βασικά είναι υπό τον πλήρη έλεγχο της μεγαλύτερης οικονομίας, της γερμανικής, έτσι και η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κεφαλαιαγορά που επενδύει στο νόμισμα του ευρώ, είναι και αυτή εγκλωβισμένη μέσα στην επιλογή ανάμεσα στα 18 κράτη της Ευρωζώνης. Καθ' όλη την διάρκεια της κρίσης λοιπόν, οι παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές επενδύσεις στο νόμισμα του ευρώ, πηγαίνουν κατά προτεραιότητα στην γερμανική οικονομία παρά στις υπόλοιπες.
Αυτά τα ολίγα για να καταλάβει κανείς γιατί η Γερμανία εξακολουθεί να επιβάλει μία οικονομική πολιτική στα κράτη του ευρώ, που καταστρέφει τις άλλες οικονομίες, έχει υψώσει την ανεργία σε ιστορικά ύψη με σοβαρό αρνητικό αντίκτυπο στους κοινωνικούς ιστούς των διαφόρων φτωχών κρατών, και με αρνητική επίδραση στη στάση πολλών Ευρωπαίων προς το όνειρο της ενωμένης Ευρώπης. Ο λόγος είναι απλός και διπλός. Αφενός η Γερμανία συνεχίζει να επωφελείται οικονομικά σημαντικά από την κρίση, την ίδια ώρα που τα άλλα κράτη χάνουν και υποβιβάζονται, και αφετέρου, η οικονομική αποδυνάμωση των άλλων κρατών επιφέρει μία γεωπολιτική αποδυνάμωση, που επιτρέπει στην Γερμανία να φέρεται μέσα στην Ευρωζώνη σαν σε Σατραπεία της.
Ο εξαίρετος οικονομικός αναλυτής των Financial Times και του Spiegel, Wolfgang Münchau, είχε προειδοποιήσει στην αρχή της Ουκρανικής κρίσης ότι η οικονομία της Ευρωζώνης ήταν σε τέτοια ευάλωτη κατάσταση, ώστε θα έφτανε μία γεωπολιτική κρίση για να ρίξει την οικονομική πλάστιγγα στην άλλη μεριά και να επιφέρει σοβαρούς κινδύνους αποπληθωρισμού στα κράτη του ευρώ. Η τωρινή επιδείνωση του οικονομικού πολέμου γύρω από την Ουκρανική κρίση έχει ήδη επιβεβαιώσει τους φόβους του, και ακόμη ο οικονομικός πόλεμος είναι στην αρχή. Το κίνδυνο του αποπληθωρισμού στην Ευρωζώνη το αψηφάει συστηματικά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όλους αυτούς τους μήνες για ένα βασικό λόγο, που είναι η βαρέων βαρών αντίσταση των δύο Γερμανών μελών στο συμβούλιο της ΕΚΤ. Αυτά τα δύο μέλη είναι το αρχιγεράκι της Γερμανίας, ο αρχηγός της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας, της Bundesbank, ο Jens Weidman, και η υπαρχηγός της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας, της οποίας το όνομα ομολογώ ότι δεν το έχω συγκρατήσει. Ο Βάιντμαν πραγματοποίησε το αίτημα του, που είχε δημοσίως θέσει πριν δύο χρόνια, να έχει η γερμανική τράπεζα διπλή παρουσία στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, άρα και επιρροή, λόγω του μεγέθους της γερμανικής οικονομίας. Τον καιρό εκείνο, ο διεθνής τύπος σχεδόν χλεύασε αυτήν του την επιθυμία.
Αλλά η Μέρκελ, με την διαβολική της πολιτική μαεστρία, κατάφερε να υλοποιήσει αυτήν την επιταγή της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας, προσθέτοντας στην αρχή ένα «αμερόληπτο» Γερμανό στην ΕΚΤ, δίπλα στον Βάιντμαν, τον Ασμούσεν, ο οποίος διαφώνησε, μέσα στον χρόνο που κατείχε αυτή την θέση, πολλές φορές με τον Βάιντμαν στις σημαντικές αποφάσεις της ΕΚΤ γύρω από το ευρώ, συμμαχώντας με τον Ντράγκι. Πέρσι το Φθινόπωρο, μετά την επανεκλογή της, η Μέρκελ, χωρίς πολλά λόγια και χωρίς δημοσιότητα, απέσυρε τον Ασμούσεν από την ΕΚΤ, τον υποβίβασε σημαντικά και παραδειγματικά, θα έλεγα εγώ, σε μία θέση υφυπουργού η γραμματέως σε ένα γερμανικό υπουργείο και τον αντικατέστησε στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα με την υπαρχηγό του Βάιντμαν, δίνοντας στον τελευταίο την διπλή ψήφο στην Γερμανική Κεντρική Τράπεζα που ο τελευταίος είχε απαιτήσει. Έτσι, στις σημαντικές αποφάσεις της ΕΚΤ, ο Βάιντμαν δεν είναι πιά ο μόνος που λέει όχι και γίνεται δακτυλοδεικτούμενος. Σε αντιπερισπασμό αυτής της σημαντικής αλλαγής στη λειτουργία της ΕΚΤ, ο Ντράγκι κατάφερε να βάλει το Συμβούλιο του να αποφασίσει να αρχίσει να δημοσιεύει από το 2015 τα πρακτικά των συζητήσεων του Συμβουλίου της ΕΚΤ για κάθε απόφαση που παίρνουν ή δεν παίρνουν, για να αρχίσει να φαίνεται πια, ποιοι αποφασίζουν με ευρωκεντρικούς στόχους και ποιοι με εθνοκεντρικούς.
Η ειρωνεία της τύχης είναι ότι παρόλο που η διπλή παρουσία και ψήφος της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας πραγματοποιήθηκε και για να αναχαιτισθεί οιαδήποτε προσπάθεια αποσόβησης του κινδύνου αποπληθωρισμού με μία αυξημένη ρευστότητα από την ΕΚΤ, που αποτελεί ανάθεμα για την Μπούντεσμπανκ, ο κίνδυνος του αποπληθωρισμού είναι πια τόσο κοντά που και ο ίδιος ο κ. Βάιντμαν έχει αλλάξει βιολί, μερικώς, και ξαφνικά, εκεί που έθετε τον εαυτό του σκληρά εναντίον της ψήφισης κατώτατου μισθού για τους Γερμανούς, τώρα θερμοπαρακαλεί και προτρέπει τους συνδέσμους Γερμανών εργοδοτών να προσφέρουν πάραυτα αύξηση 3% στην μισθοδοσία των Γερμανών εργαζομένων. Οι Γερμανοί εργοδότες αντιστέκονται. Είναι εντελώς παραδειγματικό το γεγονός ότι ένα τέτοιο μέτρο, ανύψωσης του εισοδήματος, άρα και της κατανάλωσης του γερμανικού λαού, άρα και μείωση της ανταγωνιστικότητας των γερμανικών εξαγωγών μέσα στην Ευρωζώνη, είναι κάτι που όλοι οι διεθνείς αναλυτές εκλιπαρούσαν την Γερμανία να κάνει από την αρχή της κρίσης, για να βοηθηθεί όλη η Ευρωζώνη, και η Γερμανία, με πρώτον και καλύτερο τον Βάιντμαν αρνιόντουσαν. Τώρα, με το σκιάχτρο του αποπληθωρισμού στον ορίζοντα, ακόμα και ο Βάιντμαν άλλαξε στάση.
Η Ουκρανική κρίση ανέδειξε ακόμα μία φορά τη διπλή ταυτότητα της Ευρώπης, βλέπε Ευρωζώνης. Από την μία μεριά είναι ένα οικονομικό μεγαθήριο, στο επίπεδο των ΗΠΑ και της Κίνας. Από την άλλη μεριά, είναι ένας γεωπολιτικός νάνος, και μάλιστα αγράμματος, αλλά και ψυχολογικά τραυματισμένος λόγω των δύο Παγκοσμίων Πολέμων. Στο θέμα της Ουκρανίας, η Ευρωζώνη, αφενός παράκαμψε με ηλίθιο τρόπο οιαδήποτε συνεργασία με την Ρωσία γύρω από την είσοδο της Ουκρανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, και αφετέρου, όταν ξέσπασε η κρίση της Ουκρανίας, αντί να χαράξει δικιά της πολιτική με την Ουκρανία και την Ρωσία, σαν ζωτικοί γείτονες και εμπορικοί συνεργάτες, ακολούθησε τυφλά την πρωτοβουλία των ΗΠΑ πού ούτε γείτονες δεν είναι με την Ρωσία, ούτε σημαντικοί εμπορικοί συνεργάτες. Επί πλέον, η οικονομία της Αμερικής είναι σε πολύ ανθηρότερη κατάσταση από την οικονομία του ευρώ, και επί πλέον, η Αμερική έχει τις επιταγές της εγχώριας βιομηχανίας πολέμου, που για να συντηρηθεί, έχει ανάγκη περιοδικών πολεμικών αναφλέξεων, μικρών και μεγάλων.
Μέσα σε μερικούς μήνες η, κατά τα άλλα περίφημη πολιτικός, Μέρκελ κατάφερε να καταστρέψει δεκάδες ετών εμπορικής και γεωπολιτικής συνεργασίας με την Ρωσία, και να κατεβάσει την σχέση της Γερμανίας και της Ευρωζώνης με την Ρωσία στο επίπεδο του Αμερικανογενούς Ψυχρού Πολέμου. Ο περίφημος ψυχρός πόλεμος μεταξύ Αμερικής και Σοβιετικής Ένωσης βασιζότανε πάντα σε αντίθετες οικονομικές και κοινωνικές ιδεολογίες. Η Γερμανία, στην αναγέννηση της από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, κατείχε και κατέχει μία θέση ανάμεσα στον αχαλίνωτο αμερικανικό καπιταλισμό και στον καταστροφικό κομμουνισμό τύπου Στάλιν. Η Γερμανία και η Ευρωζώνη δεν έχουν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα και ανάγκες στυλ ψυχρού πολέμου. Είναι σε θέση και τους επιβάλλεται να δημιουργήσουν διαφορετικούς στόχους και διαφορετικές στάσεις στις γεωπολιτικές τους συναλλαγές με την Ρωσία, οι οποίες στάσεις να προσεγγίζουν τις εμπορικές ανάγκες και συναλλαγές που έχουν εδώ και χρόνια δημιουργήσει και συντηρήσει.
Αντί αυτού, η Μέρκελ κατάφερε να γίνει το γερμανικό τσιράκι του Ομπάμα, γύρω από την Ουκρανική κρίση, στο στυλ της σχέσης του βρετανού Blair με τον Αμερικανό Bush στην αμερικανική εισβολή του Ιράκ. Και παρόλο που ελπίζει κανείς ότι η υποταγή της Μέρκελ στις αμερικανικές γεωπολιτικές επιλογές δεν θα συμπεριλάβει το κόστος στρατιωτικού πολέμου, δυστυχώς οι πρώτες ενδείξεις δείχνουν ότι τα οικονομικά κόστη για την Ευρωζώνη από τον οικονομικό πόλεμο με την Ρωσία μπορεί να είναι συντριπτικά χειρότερα για τις οικονομίες και τους λαούς του Ευρώ. Και ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο. Ο Πούτιν, καλώς ή κακώς, έχει από πίσω του την συντριπτική πλειοψηφία του Ρωσικού λαού, που ανησυχεί σοβαρά για τους ρωσόφωνους Ουκρανούς, και ζητούν να τους βοηθήσει. Αντιθέτως, οι λαοί των κρατών του ευρώ, δεν έχουν καμία συναισθηματική ή άλλη σύνδεση με την Ουκρανία, ούτε με την Ρωσία.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr