Όπως ως «λαϊκιστές» καταγγέλλονται εκείνοι που υποτίθεται λένε ψέματα περί οικονομικών και πολιτικών καταστάσεων και επιλογών, για να κερδίσουν, (εγκληματικά), το λαό με το μέρος των λαϊκιστικών επιλογών τους, έτσι και «τραπεζικιστές» πρέπει να κατονομάζονται κατάπτυστα αυτοί που λένε ασύστολα ψέματα για να κερδίσουν τον λαό με το μέρος των τραπεζών.
Στο απίστευτα αποτελεσματικό πειραματόζωο του ευρωζωνικού οικονομικού, γεωπολιτικού και κοινωνικού σχεδίου που λέγεται Ελλάδα, έχουμε την χάρη, και την καταπληκτική ευκαιρία να βλέπουμε εν δράσει πάμπολλους αγωνιστές και των δύο παρατάξεων. Πάρα πολλοί λεγόμενοι λαϊκιστές κατηγορούνται για αυτό το αδίκημα, καθημερινά στα ΜΜΕ αλλά και από την πολιτική ηγεσία. (Είμαι σίγουρος ότι ο άριστος κ. Βενιζέλος κρατάει μία εκτενή λίστα με τα ονόματα αυτών των παραβατών).
Οι τραπεζικιστές, όμως, δηλαδή οι άνθρωποι, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες, τραπεζιτικοί, αλλά και διανοούμενοι και απλοί πολίτες που ενεργούν με ασύστολο τραπεζικισμό, διαστρεβλώνοντας, δηλαδή, την πραγματικότητα, για να υποστηρίξουν θέσεις και προτιμήσεις που ωφελούν, πρωτίστως και κυρίως, το τραπεζιτικό σύστημα, διατελούν υπό ανωνυμία. Αλλά από σήμερα, πρέπει αυτό να σταματήσει και οφείλουμε όλοι να ξεμπροστιάσουμε όλους αυτούς που προσπαθούν να πείσουν τον λαό ότι οι θυσίες τους για τις τράπεζες είναι θυσίες για το Έθνος.
Ένα από τα δόλια, και δυστυχώς, αποτελεσματικότερα όπλα εναντίον των δημοκρατικών δυνάμεων στον λεγόμενο Δυτικό Κόσμο, είναι η δημιουργία και η εξαντλητική εφαρμογή της έννοιας, «λαϊκισμός», για να καυτηριάζει και να κατασπιλώνει προσπάθειες αφύπνισης των λαϊκών στρωμάτων στα διάφορα έθνη εναντίον πολιτικών επιλογών που στρέφονται εναντίον των πολλών και υπέρ των ολίγων και πλουσιότερων. Το δόλιο στην υπόθεση φαίνεται και από το γεγονός ότι οι ίδιες πολιτικές δυνάμεις που καταφέρονται εναντίον λαϊκιστών στην πολιτική, είναι οι ίδιες δυνάμεις που διαφημίζουν κατά κόρον τους «δημοκρατικούς» θεσμούς μίας χώρας, λες και μία δημοκρατική στάση είναι διαφορετική από μία λαϊκή η και λαϊκιστική στάση.
Η δημιουργία και εξαντλητική χρησιμοποίηση αυτού του όρου, αυτής της πολιτικής μομφής, κέρδισε σε σημασία και σε δύναμη τόσο, σαν επιμελημένη και ενορχηστρωμένη αντίδραση της πολιτικής ηγεσίας, όσο τα «δημοκρατικά» πολιτεύματα του Δυτικού Κόσμου, τον περασμένο αιώνα, εφάρμοσαν επιτυχημένες πολιτικές που πρόσφεραν στους λαούς του Δυτικού Κόσμου, όχι μόνο μία ενισχυμένη δημοκρατικοποίηση των πολιτικών αποφάσεων, αλλά ακόμα σημαντικότερα, μία δημοκρατικοποίηση των οικονομικών αποδοχών και δυνατοτήτων για την πλειοψηφία των ανθρώπων.
Αλλά η παγκοσμιοποιημένη οικονομία, την τελευταία γενεά, και βασικά το πλήρως παγκοσμιοποιημένο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, έφεραν τα πάνω κάτω όσον αφορά το ποιος κυβερνά και ποιος υπακούει ανά την υφήλιο. Το κεφάλαιο, έχασε, η μάλλον απελευθερώθηκε πλήρως από κάθε εθνική προσήλωση, υποταγή, δέσμευση, η όπως αλλιώς θέλετε να το πούμε. Τα κράτη του Δυτικού Κόσμου, αποφάσισαν, χωρίς να ρωτήσουν τους λαούς τους, (να μην ξεχνάμε αυτή την μικρή λεπτομέρεια), να απελευθερώσουν το Κεφάλαιο από κάθε δέσμευση σε εθνικά η άλλα σύνορα και εμπόδια.
Το αποτέλεσμα, μετά από μία γενεά αυτού του νέου καθεστώτος, είναι ότι η υφήλιος έχει χωριστεί καθέτως σε τρία βασικά οριζόντια στρώματα. Στην κορυφή είναι το στρώμα του Παγκόσμιου Κεφαλαίου, το οποίο δεν αναγνωρίζει και δεν έχει ούτε εθνικά, ούτε γεωγραφικά, αλλά ούτε και υλικά όρια, (αφού το χρήμα είναι πια βασικά ηλεκτρονικό). Αυτό το στρώμα του Παγκόσμιου Κεφαλαίου, βασικά είναι ακυβέρνητο, εάν παραβλέψει κανείς μερικές παγκόσμιες τραπεζιτικές συνθήκες, οι οποίες είναι και χαλαρότατες, και πολλές φορές όχι και τόσο σχολαστικά εφαρμοσμένες.
Από κάτω από το στρώμα του Παγκόσμιου Χρηματοπιστωτικού Κεφαλαίου, βρίσκεται το στρώμα των πολιτικών ηγεσιών των διαφόρων κρατών του Δυτικού Κόσμου. Και το τελευταίο στρώμα, που βρίσκεται κάτω από τις πολιτικές ηγεσίες, βρίσκεται το τεράστιο στρώμα των διαφόρων λαών. Έχουμε δηλαδή, δύο στρώματα, το πάνω του Κεφαλαίου, και το κάτω των διαφόρων πληθυσμών, που είναι και τα δύο αχανή, και που δεν εξουσιάζονται εύκολα, ούτε κυβερνούνται εύκολα, ούτε μετριούνται η ερευνώνται εύκολα. Και το μέσο στρώμα, το στρώμα με τις πολιτικές ηγεσίες, είναι ένα στρώμα πιο περιορισμένο, διακριτό, και εκλόγιμο.
Εδώ και αρκετά χρόνια, μέσα στην τελευταία γενεά, οι λαοί και οι πολιτικές τους ηγεσίες παίζουν αναμεταξύ τους το παιχνίδι της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, το οποίο όμως παιχνίδι, μοιάζει κάθε χρόνο και πιο πολύ με το αγαπημένο μου παιχνίδι της Μονόπολης. Δηλαδή, όσα λεφτά και να κερδίσεις στο παιχνίδι της Μονόπολης, στο τέλος του παιχνιδιού, πάλι με τα ίδια πραγματικά χρήματα, η έλλειψη αυτών, θα έχεις στο πραγματικό σου πορτοφόλι.
Παρομοίως με την Μονόπολη, και η εξάσκηση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας καταντάει όλο και περισσότερο ένα παιχνίδι χωρίς μεγάλο νόημα ανάμεσα στα δύο κάτω στρώματα, τους λαούς και τις ηγεσίες τους, την στιγμή που το πραγματικό, το μεγάλο Παιχνίδι, με κεφαλαίο Πι, δηλαδή οι πραγματικές οικονομικές, πολιτικές και χρηματοπιστωτικές επιλογές, αποφασίζονται από το πάνω στρώμα, αυτό του Παγκόσμιου Κεφαλαίου, και μιλάμε ειδικότερα, και χειρότερα, για το Παγκόσμιο Χρηματοπιστωτικό Κεφαλαίο, το οποίο, την τελευταία γενεά, ακριβώς λόγω της «απεθνικοποίησής» του, έχει σοβαρά υπερσκελίσει σε μέγεθος το Παραγωγικό Κεφάλαιο του «παραδοσιακού» καπιταλισμού.
Σαν μία μικρή, σύντομη, αλλά χαρακτηριστική διάκριση ανάμεσα στην δύναμη του Χρηματοπιστωτικού Κεφαλαίου και στην δύναμη, (βλέπε αδυναμία), των λαών της Ευρωζώνης, μπορεί κανείς να παραθέσει την συγκριτική υποστήριξη των τραπεζών και των εθνικών οικονομιών των κρατών μελών του ευρώ. Ενώ στα οικονομικά αδύναμα κράτη της περιφέρειας, οι δανειακές υποστηρίξεις είναι και λιγοστές και συνδεδεμένες με ακριβά επιτόκια, και ας μη μιλήσουμε για τα δρακόντεια μέτρα λιτότητας, ο Ντράγκι, με μία απλή απόφαση του συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, του οποίου τα μέλη δεν εκλέγονται λαϊκά, παρεχώρησε μέσα σε ένα μήνα, πριν ένα χρόνο 3 τρις ευρώ, σε όποια τράπεζα ήθελε, με μηδαμινό επιτόκιο. Εάν κάπως παρομοίως είχε αποφασίσει η ευρωζωνική ηγεσία να βοηθήσει τις αδύναμες χώρες στην αρχή της κρίσης, όπως πολλοί αναλυτές είχαν τότε προτείνει και συμβουλεύσει, τότε η κρίση του ευρώ ίσως να ήταν, τώρα πια, μία κακιά ανάμνηση, όπως φαίνεται να συμβαίνει στην οικονομία και στη κοινωνία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής.
Σε αυτή την τεράστια αλλαγή στις κοινωνίες των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών του Δυτικού Κόσμου, οι πολιτικές, δημαγωγικές και «χειραγωγικές» διαμάχες παίζονται ανάμεσα σε αυτές τις δύο παρατάξεις, των λαϊκιστών και των «τραπεζικιστών». Έχουμε δηλαδή, βασικά, δύο κατηγορίες χειραγωγών, που και οι δύο προσπαθούν να επηρεάσουν την γνώμη του λαού, η μια ομάδα προς όφελος, λένε του λαού, και η άλλη, προς όφελος, λένε, του Χρηματοπιστωτικού Κεφαλαίου.
Έτσι λοιπόν, την περασμένη εβδομάδα, παραδείγματος χάριν, είχαμε δηλώσεις διαφόρων επιφανών Ελλήνων και Ευρωπαίων, όπως ο Όλι Ρεν, ο Σόιμπλε, ο Σούλτς, ο Στάινμπρουκ, ο Γκρίλλο, ο Μπερλουσκόνι, ο Τσίπρας, ο Σαμαράς, ο Βενιζέλος, ο Προβόπουλος, ο Καμμένος, ο Στουρνάρας, η Παπαρήγα και πολλοί άλλοι. Οι πολίτες καλά θα κάνουν να αρχίζουν να διαχωρίζουν ποιοι είναι λαϊκιστές και ποιοι είναι τραπεζικιστές. Και δεν τολμώ, φυσικά, να αναφερθώ στους συναδέλφους μου των μέσων μαζικής ενημέρωσης, λόγω επαγγελματικής ευαισθησίας...
Παρεμπιπτόντως, γιατί αυτά τα μέσα ενημέρωσης λέγοντα μαζικά και όχι λαϊκά; Πότε μεταμορφώθηκαν οι λαοί σε μάζες; Μήπως τη εποχή που σταμάτησε να μετράει η γνώμη τους;;;
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr