Τρεις είναι οι άξονες σοβαρής αντίστασης στην γερμανική πολιτική. Ο πιο πρόσφατος άξονας, και, ενδεχομένως, ο πιο σημαντικός για το εσωτερικό της Γερμανίας, είναι αυτός του νεοεκλεγέντος αρχηγού του γερμανικού σοσιαλιστικού κόμματος, Περ Στάινμπρουκ, ο οποίος, μαζί με το κόμμα του, φαντάζει σαν ο μεγάλος αντίπαλος της Μέρκελ στις ομοσπονδιακές εκλογές το Φθινόπωρο του 2013. Σε μία πρώτη κοινοβουλευτική διαμάχη, που ανεπίσημα ξεκίνησε την γερμανική προεκλογική εκστρατεία, ο Στάινμπρουκ κατακεραύνωσε την Μέρκελ για την ελληνική της πολιτική, εστιάζοντας σε δύο κύρια σημεία. Στο ότι επέτρεψε στην κυβέρνηση της, για εσωκομματικά συμφέροντα, να κατασπιλώσει και να ταπεινώσει επανειλημμένα, με διάφορες κυβερνητικές δηλώσεις πολιτικών της κυβέρνησης αλλά και του κυβερνητικού κόμματος, την εθνική υπόληψη μίας συμμάχου χώρας, και ενός ιδρυτικού συνεταίρου στο κοινό νόμισμα.
Δεύτερο, και κυριότερο, την κατηγόρησε ότι με την καταστροφική πολιτική της αποκλειστικής και εξουθενωτικής λιτότητας, έχει καταστήσει την Ελλάδα ακόμα πιο ανίκανη να ξεπληρώσει τα χρέη της προς την Γερμανία, δηλαδή, κατηγόρησε ο Στάινμπρουκ, η Μέρκελ έχει πετάξει στο καλάθι των αχρήστων τα λεφτά των γερμανών ψηφοφόρων, με τα οποία χρηματοδότησε τα έως τώρα δάνεια στην Ελλάδα. Αυτό το επιχείρημα το έθεσε πρώτος στο πολιτικό χώρο ο Αντώνης Σαμαράς, επί βασιλείας του Γιωργάκη, και αποτελεί το κεντρικό θέμα της ευρωπαϊκής πολιτικής του Αλέξη Τσίπρα.
Αλλά η βασικότερη αντιπαράθεση που έκανε ο Στάινμπρουκ, στο γερμανικό κοινοβούλιο, και μπροστά στον Γερμανικό λαό, είναι ότι κατηγόρησε την Μέρκελ ότι ψεύδεται ασύστολα ενώπιον του γερμανικού λαού, και δεν παραδέχεται στον λαό της, δύο πρωταρχικές αλήθειες. 1). Ότι η Γερμανία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την Ευρώπη, όχι μόνο πολιτικά αλλά και οικονομικά. 2). Ότι για να σωθεί η Ευρώπη, η Γερμανία πρέπει να παράσχει πλούσια και σημαντική οικονομική βοήθεια, κάτι που όλοι οι οικονομολόγοι και πολιτικοί εκτός Γερμανίας τυμπανίζουν από την αρχή της κρίσης.
Ο δεύτερος αντιμερκελικός άξονας είναι το ΔΝΤ και η αρχηγός του, Κριστίν Λαγκάρντ. Και εδώ η αντιπαράθεση παίζει σε δύο επίπεδα, το ελληνικό και το ευρωζωνικό. Στο ευρωζωνικό επίπεδο, το ΔΝΤ διακηρύσσει συστηματικά την θέση του, ότι χωρίς σοβαρή αναπτυξιακή στρατηγική, η κρίση χρέους της Ευρωζώνης δεν γιατρεύεται. Στο ελληνικό επίπεδο, και επειδή το ΔΝΤ έχει ένα καταστατικό που το επιτηρούν όλα τα κράτη της υφηλίου, η Λαγκάρντ φωνάζει ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο, και ότι η Ελλάδα χρειάζεται και την επιμήκυνση που ζητάει, αλλά και ένα γερό κούρεμα των ομολόγων που βρίσκονται σε δημόσια χέρια, ΕΚΤ και ευρωπαϊκά κράτη. Το ΔΝΤ, επίσης, βρίσκεται κάτω από σημαντική πίεση από τα αναπτυσσόμενα κράτη, να στρέψει την προσοχή του από την Ευρώπη προς τον υπόλοιπο κόσμο, κάτι που φυσικά πιέζει για μία λύση της ευρωζωνικής κρίσης όσον το δυνατόν ταχύτερα, και το οποίο αντιτίθεται στην γερμανική πολιτική που βασίζεται στην διαιώνιση της κρίσης προς ίδιον όφελος.
Ο τρίτος άξονας αποτελείται από τα κράτη της Γαλλίας, Ιταλίας και Ισπανίας, και εστιάζει σε δύο χώρους. Ο ένας είναι ο χώρος της οικονομικής ανάπτυξης για τα κράτη της περιφέρειας, και ο άλλος είναι ο τραπεζικός χώρος, με την πρόταση για κοινή επιτήρηση όλων των ευρωπαϊκών τραπεζών, και την κοινή τους χρηματοδότηση, ξέχωρα και ανεξάρτητα από τις δημοσιονομικές καταστάσεις και δανειακές επιβαρύνσεις των κρατών στα οποία ανήκουν οι διάφορες τράπεζες.
Δυστυχώς, ο τρίτος άξονας ηγείται από τον όλο και πιο πολύ απογοητεύοντα πρόεδρο της Γαλλίας, το Φρανσουά Ολάντ, ο οποίος κινδυνεύει να βγάλει τον Αλέξη Τσίπρα προφήτη, με την αναιδή γκάφα που ξεστόμισε πριν καιρό στο Παρίσι, περί «Ολαντρέου». Ο Ολάντ έχει σοβαρά απογοητεύσει, όχι μόνο τον Μάριο Μόντι, που παλεύει, όπως φαίνεται μόνος του, και χωρίς εκλογικό χαρτοφυλάκιο, αλλά και τους ίδιους τους Γάλλους. Ο Ολάντ έχει πιαστεί στην φάκα της γαλλικής πραγματικότητας, που είναι ότι η Γαλλία οικονομικά και δημοσιονομικά βρίσκεται κοντύτερα στις τύχες των «περιφερειακών» οικονομιών Ισπανίας και Ιταλίας, αλλά της οποίας, Γαλλίας, τα επιτόκια που καλείται να πληρώσει για την συντήρηση του τεράστιου δημοσίου χρέους της, είναι πολύ κοντύτερα στα επιτόκια της Γερμανίας, και παραμένει τρομερά φτηνό (2% για δεκαετή ομόλογα, δηλαδή, χαμηλότερα από την ετήσια αύξηση του τιμάριθμου).
Ο Ολάντ, και η γαλλική ηγεσία μαζί του, τρέμει μήπως και οι αγορές ταυτίσουν την οικονομία της Γαλλίας με αυτές της Ισπανίας και της Ιταλίας, κάτι που ίσως θα επερχόταν, εάν η Γαλλία ταυτιζόταν πλήρως πολιτικά, με αυτές τις δύο χώρες του Νότου, και εντελώς εναντίον της Γερμανίας. Έτσι η αντιπαράθεση που θέτει εναντίον της Μέρκελ είναι ασθενής. Παράδειγμα η τελευταία απόφαση για την εποπτεία τραπεζών, όπου στην σύνοδο κορυφής η Μέρκελ κατάφερε να κρατήσει την έναρξη αυτού του συστήματος ασαφή, και να την μεταφέρει «κάπου στο 2013», ενώ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, και οι Ολάντ, Μόντι και Ραχόη, ζητούσαν επειγόντως έναρξη στην αρχή του 2013, έτσι ώστε οι ισπανικές και ιταλικές τράπεζες να βοηθηθούν όσο γίνεται γρηγορότερα, και να χαμηλώσει η πίεση στα επιτόκια των δανείων τους.
Το κεντρικό θέμα ανάμεσα στην Γερμανία, από την μία μεριά, (με βοηθούς την Ολλανδία και την Φινλανδία), είναι ότι η Γερμανία θέλει να γονατίσει την περιφέρεια πρώτα, με μία μακροχρόνια και εξουθενωτική πολιτική αυστηρής δημοσιονομικής λιτότητας, και μετά να προσφέρει μία κάποια αναπτυξιακή βοήθεια, την οποία την επιζητά κυρίως μέσω της «βουλγαροποίησης» των κρατών του Νότου, ενώ τα κράτη της περιφέρειας, με την ισχνή συμπαράσταση της Γαλλίας, ζητούν ανάπτυξη τώρα, μαζί, ή και πριν από την πλήρη δημοσιονομική αναπροσαρμογή.
Αλλά δυστυχώς, όπως φαίνεται έως τώρα, η Γερμανία εξακολουθεί να κρατάει το πάνω χέρι. Και το ερώτημα τίθεται. Τι θα γίνει πρώτα;. Θα αλλάξει πολιτική η Ευρωζώνη, ή η Ευρωζώνη θα αλλάξει λαούς, όπως προειδοποίησε ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, κ. Παπούλιας;
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr