Στο λίγο καιρό που ζω στην Αθήνα, θα εστιάσω σε δύο μόνο εμπειρίες της ελληνικής δημόσιας ζωής, που με έχουν καταπλήξει, εντελώς αρνητικά, και με κάνουν να απορώ και να διερωτώμαι, ποιά ήταν τέλος πάντων αυτά τα σαΐνια, οι νομοθέτες που έφτιαξαν αυτούς τους δύο νόμους, στους οποίους αναφέρομαι σήμερα, ανάμεσα, φυσικά σε χιλιάδες, είμαι σίγουρος, άλλους νόμους, που κάνουν την ζωή των Ελλήνων μαρτύριο, καθημερινά και εσαεί.
Θα αρχίσω από τον πιο πρόσφατο συμβάν, το οποίο δεν μου έτυχε προσωπικά, αλλά έχει εκνευρίσει και τρομοκρατήσει την ελληνική κοινωνία τις τελευταίες μέρες. Ένας, λένε οι εφημερίδες, βαρυποινίτης, με 4-5 φόνους στο ενεργητικό του, και καταδικασμένος σε τετραπλάσια ισόβια δεσμά, πήρε άδεια από τις φυλακές να επισκεφτεί τους δικούς του για πέντε μέρες, και φυσικά εξαφανίστηκε.
Μα τρελάθηκε εντελώς η πατρίδα μου; Από πού και ως που, καταδίκες σε ισόβια δεσμά, εμπεριέχουν και διακοπές-άδειες πέντε ημερών, για να διασκεδάσει ο κατάδικος την φυλάκισή του; Ποιος ήταν ο νομοθέτης που επινόησε αυτόν το νόμο, και ποια ήταν η βουλή που τον επικύρωσε; Και ποιο ήταν το σκεπτικό που θεωρεί λογικό να δίνεται σε ένα καταδικασμένο εγκληματία, με σοβαρές καταδίκες, η ελευθερία να αποφύγει τα δεσμά, και, φυσικά, να ξαναεγκληματήσει;
Είναι εύκολο, και δεν γνωρίζω κατά πόσον είναι και έγκυρο, να εξηγήσει κανείς ένα παρομοίως παράλογο, θα έλεγα θεότρελο νόμο, με την γενικότερη, και δυστυχώς παντελή έλλειψη πειθαρχίας, υπευθυνότητας, και δίκαιας τιμωρίας για οποιαδήποτε πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά εγκλήματα μαστίζουν την ελληνική κοινωνία. Εάν πιστεύουν ότι ένας άνθρωπος που σκότωσε 4 η 5 ανθρώπους είναι άξιος της εμπιστοσύνης μας, να πάρει την ελευθερία του στα χέρια του και να γυρίσει στην φυλακή μετά από άδεια, μόνος του, για την υπόλοιπη ζωή του, τότε καταλαβαίνω πιο καλά, πως πολιτικοί πρώην ηγέτες, σαν τον κ. Τσοχατζόπουλο, που κατηγορείται ότι λήστεψε το δημόσιο από τεράστια ποσά, πως, του φέρεται και η δικαιοσύνη, αλλά και τα ΜΜΕ, σαν τον διασημότερο, και τον πιο ενδιαφέροντα άνθρωπο στην επικράτεια, και συνεχίζουμε όλοι να το χαϊδεύουμε με το χαϊδευτικό του όνομα, «Άκης». Επί τέλους τι φταίει ο άνθρωπος, επειδή ήθελε να παντρευτεί στο Παρίσι; Αυτό δεν θέλει και ο μισός πληθυσμός της χώρας;
Το δεύτερο συμβάν είναι εντελώς διαφορετικό, μία μικρή ασήμαντη λεπτομέρεια στους κανονισμούς του δημοσίου, και της γραφειοκρατίας, που αντιπροσωπεύει, κατά την γνώμη μου ένα βουνό Έβερεστ ηλιθιότητας, δημοσιονομικής ανικανότητας, και ένα ωκεανό γραφειοκρατικής σπατάλης και κωλυσιεργίας. Πώς να φτουρήσει ξένος η ντόπιος επενδυτής, σε οποιοδήποτε τομέα της ελληνικής οικονομίας, εάν όλη η δημοσία νομοθεσία είναι γεμάτη
παρομοίων απίθανων, φανταστικών παραλογικών κανονισμών;
Πριν λίγους μήνες αγόρασα ένα αυτοκίνητο στην Αθήνα. Παρεμπιπτόντως, διάλεξα να αγοράσω ένα καινούργιο γερμανικό αυτοκίνητο, το πιο φτηνό που βρήκα, και κατέπληξα τον εαυτό μου με τα αρνητικά και δυνατά αισθήματα ενοχής, που είχα, επειδή βοηθούσα την γερμανική οικονομία…
Αλλά στο προκείμενο. Ο πωλητής στην αντιπροσωπεία ήταν άψογος, εξυπηρετικότατος, συμπαθέστατος, και ωραιότατα οργανωμένος, όπως και όλη η αντιπροσωπεία, φυσικά. Όταν ήρθε η ώρα να υπογραφούν τα συμβόλαια αγοράς του αυτοκινήτου, και του δανείου που έπαιρνα από την αντιπροσωπεία για το αυτοκίνητο, προσκόμισα, φυσικά, την ταυτότητά μου, για να πιστοποιήσω ποιος είμαι. Με τρομερή έκπληξη, λοιπόν, αφού ο κύριος είχε ελέγξει το γνήσιο της ταυτότητάς μου, και αφού είχαν υπογραφεί τα πιο πολλά συμβόλαια, μου δίνει ο αντιπρόσωπος της εταιρείας, τέσσερα (αριθμός 4) αντίγραφα μίας αίτησης, και μου λέει ότι πρέπει να πάω σε ένα ειδικό γραφείο του ΚΕΠ, στην περιοχή, να τους φέρω αυτά τα τέσσερα αντίγραφα, έτσι ώστε οι υπάλληλοι του ΚΕΠ να πιστοποιήσουν το γνήσιο της ταυτότητάς μου, διότι ο αντιπρόσωπος της εταιρίας αυτοκινήτων ήταν ή βλάκας, ή ανίδεος, ή λωποδύτης, και μετά να επιστρέψω και τα τέσσερα αντίγραφα, πιστοποιημένα και επικυρωμένα από τους υπαλλήλους του ΚΕΠ, πίσω στην αντιπροσωπεία, για να τελειώσουμε τα συμβόλαια.
Έμεινα αποσβολωμένος! Δεν μπορούσα να πιστέψω το βαθμό ηλιθιότητας αυτού του κανονισμού. Έφυγα λοιπόν με το αυτοκίνητο, έψαξα το γραφείο του ΚΕΠ, ρωτώντας πολλούς περαστικούς, και βρήκα την σωστή υπηρεσία. Υπήρχαν περίπου έξι διαφορετικοί υπάλληλοι, σε ένα μεγάλο δωμάτιο, και όλοι εξυπηρετούσαν διαφόρους ανθρώπους. Στο μπροστινό γραφείο, ήταν δύο κυρίες, οι οποίες, από ότι κατάλαβα, για βασικό αντικείμενο εργασίας, είχαν ακριβώς, αυτήν την απίστευτη ευθύνη να επικυρώνουν το γνήσιο των ταυτοτήτων διαφόρων ανθρώπων σαν και μένα.
Αυτές οι δύο κυρίες, δεν είχαν πελάτες. Με εξυπηρέτησε ευγενικά η μία από αυτές. Ενώ η άλλη χάζευε η μιλούσε στο κινητό της. Πήρε η πρώτη η κυρία τα τέσσερα αντίγραφα και την ταυτότητα, δεν χρονοτρίβησε ούτε προς στιγμή, ούτε για το θεαθήναι δηλαδή, να ελέγξει εάν έμοιαζα στο πρόσωπο την φωτογραφία της ταυτότητας που της έδωσα, έκανε δέκα ολόκληρα λεπτά, να γεμίσει και τα τέσσερα αντίγραφα με πολλαπλές άσχετες πληροφορίες τις οποίες έπρεπε να γράψει με το χέρι, με τα ονόματά της, το δικό μου όνομα, τις υπογραφές της, τις πολλαπλές στάμπες που έπρεπε να βάλει σε κάθε ένα από τα τέσσερα (αριθμός 4) αντίγραφα, και μετά ευγενικότατα μου τα έδωσε και την ευχαρίστησα. Φεύγοντας, την άκουσα να συζητά με την συνάδελφό της, ότι ήταν ευκαιρία, να βγουν και οι δύο έξω από το γραφείο για να κάνουν ένα διάλειμμα για τσιγάρο.
Η ελληνική γραφειοκρατία στο ιστορικό της μεγαλείο…
Γύρισα στην αντιπροσωπεία, επέστρεψα τα τέσσερα αντίγραφα στον αντιπρόσωπο, και σημείωσα ότι είχα χάσει από την ζωή μου μία ολόκληρη ώρα, για την μοναδική αιτία ότι έπρεπε αυτή η κατά τα άλλα συμπαθέστατη κυρία, και η συνάδελφός της, να έχουν ένα οποιοδήποτε αντικείμενο εργασίας στο δημόσιο χώρο για να επιζήσουν. Και εάν η οικονομία, σε ολόκληρη την χώρα καταποντίζεται εξ αιτίας μίας γραφειοκρατίας που προσφέρει παρόμοια αντικείμενα δημόσιας εργασίας σε εκατοντάδες χιλιάδων δημοσίων υπαλλήλων, κανείς, μα κανείς δεν νοιάζεται, πρωτίστως, φυσικά, οι κκ. Βενιζέλος, Κουβέλης, και Τσίπρας, και κατά μείονα λόγο, ίσως, και ο κ. Σαμαράς.
Σε αντιπαράθεση με αυτή την φανταστική εμπειρία ελληνικής γραφειοκρατίας, για τα δικά μου δεδομένα, και τις δικές μου εμπειρίες, στην Ελβετία και στην Αμερική, όπου έζησα τον περασμένο μισό αιώνα, θα ήθελα να περιγράψω την διαδικασία που πραγματοποίησα στην Αμερική, πριν ένα χρόνο, για να ξεκινήσω την αμερικάνική μου σύνταξη, μετά από εργασία στον ιδιωτικό χώρο 35 ετών.
Η όλη διαδικασία είχε ως εξής. Μπήκα στην ιστοσελίδα της αμερικανικής κυβερνητικής σύνταξης, (social security), έβαλα το όνομα μου, τον αριθμό της σύνταξής μου, και την ημερομηνία γεννήσεως, και άμεσα η ιστοσελίδα μου πιστοποίησε ότι δικαιούμαι να βγω στην σύνταξη από τα 62 μου έως τα 70, και ότι κάθε χρόνο που θα επέλεγα να καθυστερήσω να αρχίσω την σύνταξη, το μηνιαίο ποσό σύνταξης που θα έπαιρνα θα ανέβαινε κατά 8% του βασικού αρχικού ποσού. Έτσι, βάζοντας υποθετικά μία ημερομηνία ξεκινήματος της σύνταξης μου, η ιστοσελίδα αμέσως μου έλεγε με τι μηνιαία σύνταξη θα ξεκινούσα για την υπόλοιπη ζωή μου.
Αποφάσισα λοιπόν να αρχίσω την σύνταξη άμεσα, σε ηλικία 65 ετών, και άνοιξα απλώς την πολυσέλιδη αίτηση συνταξιοδοτήσεως, στην ίδια ιστοσελίδα, την ίδια στιγμή, και μέσα σε μισή ώρα είχα συμπληρώσει την αίτηση, και είχα βάλει μέσα στην αίτηση τα στοιχεία της τράπεζάς μου, όπου θα πήγαινε κάθε μήνα η σύνταξη μέσα στον τραπεζικό λογαριασμό μου, αρχής γενομένης την δεύτερη Τετάρτη του επόμενου μήνα, από την στιγμή εκείνη, και κάθε δεύτερη Τετάρτη κάθε μήνα, για την υπόλοιπη ζωή μου.
Τελειώνοντας, η ιστοσελίδα μου πιστοποίησε ότι η αίτηση μου είχε ολοκληρωθεί, και ότι το μόνο άλλο βήμα που έπρεπε να κάνω, ήταν να πάω στο πλησιέστερο γραφείο της κρατικής σύνταξης, και να τους παρουσιάσω το ελληνικό μου διαβατήριο και την αμερικανική άδεια μονίμου κατοικίας με την οποία έχω ζήσει και εργαστεί στο Λος Άντζελες τα τελευταία 39 χρόνια. Όπερ και έκανα την επόμενη ημέρα. Ο υπάλληλος στο γραφείο σύνταξης μέσα σε μερικά λεφτά πήρε φωτοαντίγραφα του διαβατηρίου μου, και της άδειας μόνιμης κατοικίας, έλεγξε ακόμα μία φορά στο διαδίκτυο την αίτησή μου, με καθησύχασε ότι η αίτηση ήταν πλήρης, και μετά από αυτό, μέσα σε τρεις περίπου εβδομάδες, άρχισε η σύνταξη να καταχωρείται στον τραπεζικό μου λογαριασμό.
Όταν φυσικά διηγούμαι αυτήν την απλή ιστορία στους άμοιρους φίλους μου, της ίδιας γηριατρικής ηλικίας, εδώ στην Αθήνα, θέλουν να με σκοτώσουν από την ζήλεια τους, και μετά να αυτοκτονήσουν οι ίδιοι. Γιατί μόνο τάσεις αυτοκτονίας, και μακροχρόνιας επιθυμίας αυτοκαταστροφής, δείχνουν τα απίστευτα συμπτώματα της ελληνικής γραφειοκρατίας, και του ελληνικού κρατισμού. Τίποτα, κατά την γνώμη μου, δεν ζωγραφίζει πιο άμεσα και πιο ξεκάθαρα το μίσος που έχουν οι έλληνες προς τους ίδιους τους εαυτούς τους, προς τους συμπατριώτες τους, και προς της πατρίδα τους, από το έκτρωμα κράτους που έφτιαξαν μέσα σε διαδοχικές γενεές από διαδοχικές πολιτικές ηγεσίες.
Η τεράστια οικονομική και κοινωνική κρίση, που έχει ξεσπάσει στην πατρίδα μας, και που καταδυναστεύει τους πιο πολλούς έλληνες, δεν είναι παρά μία μικρή παροδική αρνητική λεπτομέρεια στην ιστορία του έθνους. Σε σύγκριση, ο απίστευτος ελληνικός κρατισμός είναι το άπληστο, αχόρταγο θεριό που κατασπαράζει την χώρα και τους περισσότερους κατοίκους της, εδώ και χρόνια, εάν όχι γενεές, εκτός από αυτούς που καταφέρνουν να καθίσουν στο τραπέζι μαζί με το θεριό, και να συμβάλουν, και αυτοί στην λεηλασία της άμοιρης Ελλάδας, και των άμοιρων κατοίκων της.
*Ακολουθεί απάντηση του κ. Κουτσολιούτσου σε σχόλιο αναγνώστη:
Αγαπητέ κύριε Μπολιώτη,
Κατ’ αρχάς ζητώ συγνώμη που σας έκανε το άρθρο μου να αισθανθείτε άσχημα. Αυτός δεν ήταν ο σκοπός μου. Σπεύδω να απαντήσω στο σχόλιό σας, διότι όπως σας έκανε το άρθρο μου να αισθανθείτε άσχημα, το δικό σας σχόλιο με γέμισε ένοχα αισθήματα.
Το άρθρο με κανένα τρόπο δεν προσπαθεί να υποστηρίξει ότι η Αμερική είναι καλύτερη χώρα από την Ελλάδα. Με κανένα τρόπο. Το άρθρο μου εστιάστηκε, κατά το ήμισυ, στην ελληνική γραφειοκρατία, και σε αυτόν το τομέα, η Αμερική είναι σίγουρα μία πολύ πιο οργανωμένη χώρα να ζει και να εργάζεται κανείς. Από την άλλη μεριά, είτε ξέρω εγώ την ελληνική πραγματικότητα καλά, είτε όχι, είναι δυστυχώς πασιφανές ότι η ελληνική γραφειοκρατία είναι τρομερά αρνητική παρουσία στην Ελλάδα. Δεν ξέρω κανένα Έλληνα που να μην παραπονείται πικρά για αυτό.
Όσον αφορά την γενικότερη νομοθεσία της Ελλάδας, εν σχέση με την Αμερικάνικη, δεν είμαι σε θέση να κάνω εμπεριστατωμένη σύγκριση, ξέρω όμως ότι είναι μερικοί νόμοι στην Αμερική οι οποίοι είναι καταστροφικοί, και πιστεύω ότι υπάρχουν πολλοί νόμοι στην Ελλάδα οι οποίοι είναι εξίσου άσκημοι. Παραδείγματος χάριν, η βουλευτική ασυλία, και η υπουργική ανευθυνότητα είναι σίγουρα μεγάλα προβλήματα για την χώρα, κατά την γνώμη μου.
Στην Αμερική πήγα και έζησα για δύο λόγους, ό ένας ήταν ότι ήθελα να γίνω ψυχολόγος, και εκείνο τον καιρό δεν υπήρχε αυτή η δυνατότης στην Ελλάδα. Ο άλλος λόγος είναι ότι είμαι ομοφυλόφιλος, και πριν μισό αιώνα ήταν πολύ πιο δύσκολο να ζήσεις στην Ελλάδα, σαν μέλος αυτής της κοινωνικής ομάδας. Η Αμερική ήταν και παραμένει ένας θαυμάσιος χώρος για επαγγελματική ανάπτυξη. Αλλά σαν συνταξιούχος, η νοσταλγία για την πατρίδα μου, ήταν πολύ μεγαλύτερη, και για αυτό περνώ όσο περισσότερο καιρό μπορώ στην Ελλάδα, και για αυτό και η μόνη μου παρούσα ασχολία στην ζωή, είναι αυτή η αρθρογραφία που κάνω στον Ριπόρτερ, για την Ελλάδα, αλλά και περισσότερο για την Ευρωζώνη.
Συμφωνώ απόλυτα μαζί σας, για την αιώνια εγκληματική ιμπεριαλιστική πολιτική της Αμερικής. Και το πολιτικό της σύστημα, είναι τουλάχιστον τόσο διεφθαρμένο όσο και το ελληνικό, αλλά, είτε το θέλουμε είτε όχι, είναι πιο αποτελεσματικό. Η Ελλάδα έχει, π.χ., πολύ πιο ελεύθερες εκλογές από την Αμερική, όπου οι ψήφοι κλέβονται, όπως συνηθιζότανε στην Ελλάδα, την εποχή που ήμουνα παιδί.
Δεν έρχομαι σαν άρχοντας από την Αμερική. Η σύνταξή μου είναι όλη και όλη 2,000 δολάρια, δηλαδή 1,500 ευρώ, και ευτυχώς έχω τρία μικρά διαμερίσματα που τα νοικιάζω και συμπληρώνω το εισόδημά μου. Εδώ στην Αθήνα μένω τζάμπα σε συγγενή μου, και στην Αμερική υπενοικιάζω το (δυάρι) διαμέρισμα μου, όταν είμαι στην Αθήνα, για περισσότερο χαρτζιλίκι. Και την αρθρογραφία στο Ριπόρτερ, την κάνω εθελοντικά, καθότι δεν χρειάζομαι άλλα λεφτά προς το ζειν, και με μεγάλη χαρά και πάθος, και ευγνωμοσύνη στον διευθυντή της εφημερίδας, που μου δίνει αυτήν την ευκαιρία.
Η σημερινή φτώχια της Ελλάδας, μπορεί να προκαλεί προσωρινά ντροπή σε μερικούς ανθρώπους, αλλά η φτώχια δεν είναι πάντα μέτρο της καλής ζωής, για αυτό και οι Γερμανοί είναι τόσο οργισμένοι μαζί μας, διότι ζούν μία οικονομικά άνετη και ασφαλή ζωή, αλλά κοινωνικά και συναισθηματικά, είναι άλλη υπόθεση.
Όσον αφορά την καταλήστευση των μικρών και των αδυνάτων, ανά την υφήλιο, δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω μαζί σας πιο πολύ. Εάν κάνετε ένα κόπο και διαβάσετε άλλα άρθρα μου, θα δείτε ότι είμαι τουλάχιστον τόσο οργισμένος με την παγκοσμιοποίηση της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής αδικίας, όσο και εσείς.
Για τα πολιτικά της Ελλάδας, και για το ζήτημα της Ελλάδας μέσα η έξω από το ευρώ, κρατώ πολύ διχασμένες γνώμες προσωπικά. Σαν αρθρογράφος, λόγω του προσωπικού μου διχασμού, έχω αποφασίσει να υποστηρίζω, όπως μπορώ, την εκάστοτε εκλογική απόφαση του ελληνικού λαού, ο οποίος νομίζω μπορεί και ψηφίζει αρκετά ελεύθερα, αλλά όχι και πάντα πολύ έξυπνα.
Έχετε δίκιο, δεν είμαι πλέον εκατό τα εκατό Έλληνας, έχοντας περάσει τα δύο τρίτα της ζωής μου στο εξωτερικό. Αυτό είναι και μειονέκτημα αλλά και πλεονέκτημα, πιστεύω, στο ζήτημα της αρθογραφίας μου. Αλλά για πολλούς και διάφορους λόγους, έχω μείνει πολύ περισσότερο Έλληνας από πολλούς ανθρώπους που έχουν ζήσει την ενήλικη ζωή τους εκτός Ελλάδας.
Το ότι τα μνημόνια είναι κομμένα και ραμμένα για να βοηθήσουν τους τραπεζίτες και να τιμωρήσουν τον ελληνικό λαό, είναι κάτι που συμφωνώ, απόλυτα. Και η περισσότερη μου αρθρογραφία καταφέρεται εναντίον της Ευρωζωνικής ηγεσίας, εάν έχετε την ευκαιρία να διαβάσετε τα άλλα μου άρθρα. Αλλά ο ελληνικός λαός, για λόγους που δεν συμφωνώ, προσωπικά, συνεχίζει να θέλει να παραμείνει στο Ευρώ, και ακόμα και τώρα συνεχίζει να εμπιστεύεται, ως ένα σημείο, το παλιό πολιτικό σκηνικό. Η αλλαγή θα γίνει, αλλά κανείς δεν ξέρει πότε…
Στα 65 χρόνια της ζωής μου, ποτέ η Ελλάδα δεν μπόρεσε να θρέψει όλον τον λαό της. Στο πρώτο ήμισυ της ζωής μου, η μισή Ελλάδα έφυγε σαν οικονομικός (αλλά και πολιτικός) μετανάστης. Στο δεύτερο ήμισυ, η Ελλάδα πλούτισε αλλά καταχρεώθηκε με πιστωτικές κάρτες, αντί να διορθώσει την οικονομία της. Και τώρα ήρθε ο λογαριασμός. Δεν έχω ιδέα πια από τις δύο πολιτικές επιλογές της ελληνικής ηγεσίας ήταν η εθνικά καλύτερη.
Ντίνος Κουτσολιούτσος
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr