Η στρατηγική της Γερμανίας για τα κράτη της περιφέρειας έχει δύο σκέλη, την αναδιάρθρωση των κοινωνικών, πολιτικών, και γραφειοκρατικών συνθηκών, που καταστούν τις οικονομίες αυτών των κρατών, λιγότερο ανταγωνιστικές, και λιγότερο δελεαστικές για επενδύσεις. Το δεύτερο σκέλος στοχεύει στην άγρια μείωση του κόστους εργασίας, υποτίθεται για λόγους ανταγωνιστικότητας. Το πρώτο σκέλος είναι σωστότατη στρατηγική, αλλά καταπνίγεται και βασικά αχρηστεύτεται από το άδικο και την αντικοινωνικότητα του δεύτερου σκέλους. Έτσι, ο γερμανικός στόχος της εξυγίανσης της ευρωζωνικής οικονομίας αχρηστεύεται από την μανία των Γερμανών, να τιμωρούν τους λαούς της περιφέρειας με την αναγκαστική πτώχευση.
Εάν πραγματικά η Γερμανία ήθελε να καλυτερεύσει την γενικότερη ανταγωνιστικότητα της Ευρωζώνης, θα έκανε τα εξής δύο απλά πράγματα, που δεν θα επιβάρυναν τους Γερμανούς ψηφοφόρους. Για να εξυγιάνουν τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας μέσα στο ευρώ, ώστε να μπορέσουν τα κράτη της περιφέρειας να αρχίζουν να ορθοποδούν, θα μπορούσε η Γερμανία να υψώσει σημαντικά τους μισθούς των Γερμανών. Αυτή η επιλογή θα είχε διάφορα θετικά αποτελέσματα. Το πρώτον είναι ότι θα καθιστούσε τους λαούς της περιφέρειας πιο ανταγωνιστικούς, μέσα στο ευρώ, χωρίς να κάνουν αυτούς τους πληθυσμούς της περιφέρειας, να βλαστημάνε την ώρα και την στιγμή που μπήκε η πατρίδας τους στο ευρώ. Δεύτερο, θα έκανε και τους Γερμανούς πιο ευχαριστημένους με την ζωή τους, γενικά, την κυβέρνηση τους, ειδικότερα, αλλά και θα τους έστρεφε πιο θετικά έναντι του κοινού νομίσματος.
Αντιθέτως, με τα τωρινά χαμηλά ημερομίσθια, και την συνεχή αγωνία περί της κρίσης, ακόμα και οι Γερμανοί έχουν αρχίσει να χάνουν το ενδιαφέρον και την υποστήριξη για την Ευρωζώνη. Το τρίτο είναι ότι οι Γερμανοί ίσως έριχναν τα πρόσθετα εισοδήματα μέσα στην οικονομία, ανυψώνοντας την ευρύτερη ευρω-οικονομία, και δίνοντας την ευκαιρία και το σπρώξιμο στην περιφέρεια να μεγαλώσει τις εξαγωγές της μέσα στο ευρώ.
Και από την ηθική πλευρά αν το κοιτάξει κανείς, είναι ολοφάνερο ότι για να ισορροπήσεις τα κοστη εργασίας, άρα και την ανταγωνιστικότητα, μέσα στην Ευρωζώνη, είναι πιο κοινωνικά ηθικό να δώσεις σε ένα κλάσμα του πληθυσμού περισσότερα χρηματικά προνόμια, παρά να στερέξεις ένα πολύ μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού, από τις αναγκαίες χρηματικές τους απολαβές. Η Γερμανία προφάζεται ότι αυτή η επιλογή θα ήταν οικονομικά αρνητική. Σε αυτό διαφέρουν πολλοί οικονομολόγοι. Αλλά και εάν πούμε ότι πράγματι ήταν μία αρνητική οικονομική επιλογή. Άλλη επιλογή δεν φαίνεται να υπάρχει, παρά η διάλυση του ευρώ και η επανάσταση των λαών του. Η διαφορά μεταξύ αυτών των δύο επιλογών δεν συγκρίνεται.
Το δεύτερο πρόβλημα στην ανταγωνιστικότητα εστιάζει μεταξύ της Ευρωζώνης, και της υπόλοιπης υφηλίου. Το παραγωγικό κόστος μέσα στο ευρώ, και λόγω της σκληράδας του κοινού νομίσματος, είναι πολύ μεγαλύτερο από το ανάλογο στο υπόλοιπο κόσμο, και ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες οικονομίες. Η Γερμανία αρνείται να επιτρέψει το μαλάκωμα του κοινού νομίσματος, ίσως και στο χαμηλά επίπεδα από όπου άρχισε, δηλαδή το παράθυρο μεταξύ 0,85 και 1,20 του δολαρίου. Η επίμονη άρνηση της Γερμανίας να επιτρέψει την Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα να κατεβάσει το ευρώ, σε επίπεδο ισοτιμίας με το δολάριο, π.χ. έχει από την μια μεριά, χαρακτήρα τελειομανία, και από την άλλη μεριά χαρακτήρα εγωιστικού εθνικισμού. Η εξαγωγική οικονομία της Γερμανίας, λόγω της ανώτερης ποιότητας των προιόντων, δεν χρειάζεται τόσο πολύ ανάγκη. Αλλά οι εξαγωγικές οικονομίες της περιφέρειας, το έχουν απόλυτη ανάγκη.
Το δεύτερο θετικό αποτέλεσμα αυτού του ποσοτικού χαλαρώματος στο κοινό νόμισμα, θα ήταν μία σημαντική προώθηση όλων των οικονομιών του ευρώ, την στιγμή που η Ευρωζώνη, μπαίνει σε μία διπλή, και ριψικίνδυνη ύφεση. Το τρίτο όφελος μίας σημαντικής ποσοτικής χαλάρωσης, θα ήταν ένα μεγαλύτερος πληθωρισμός στην Ευρωζώνη. Έάν η ΕΚΤ επέτρεπε ένα ετήσιο πληθωρισμό, ίσως και διπλάσιο του τωρινού, για μερικά χρόνια, αυτό θα έφερνε μία σημαντική χαλάρωση του κόστους, και του βάρους του συνολικού δημοσίου χρέους στην Ευρωζώνης, συμπεριλαμβανομένων και των 2 δις ευρώ, που χρωστάει το γερμανικό δημόσιο, το μεγαλύτερο χρέος σε απόλυτο μέγεθος ανάμεσα στα κράτη της Ευρωζώνης. Από την άλλη μεριά, οι γερμανοί ψηφοφόροι, θα έχαναν αγοραστική αξία, τουλάχιστον στα προιόντα εισαγωγής, όσον αφορά τα 4,5 τρις ευρώ, που έχουν συνολικά αποταμιεύσει.
Είναι σημαντικό να παρατηρήσει κανείς, ότι οι δύο άλλες οικονομίες που συγκρίνονται με την Γερμανία σε μέγεθος, η Κινα και οι Ηνωμένες Πολιτείες,
χρησιμοποιούν εδώ και χρόνια τρομερά επιθετική νομισματική πολιτική, με κύριο σκοπό να υποστηρίξουν τις εξαγωγικές του οικονομίες. Η Αμερική, ανοικτά και σταθερά υποτιμάει το νόμισμα της για να υποστηρίξει τις εξαγωγές της, ενώ η Κίνα κρατάει το νόμισμα της συνειδητά υποτιμημένο, και αγκιστρωμένο στην ρήτρα δολαρίου, ακριβώς για να υποστηρίξει και να συντηρήσει τις εξαγωγές της προς της Αμερική, που είναι ο καλύτερος της πελάτης. Αλλά, η Γερμανία, μανιακά αρνήται να υποστηρίξει μία υποτίμηση του ευρω, υποτίθεται για ιστορικούς λόγους. Στην πραγματικότητα, η λεγόμενη στρατηγική σταθερότητας του κοινού νομίσματος που υποτίθεται φρουρεί η Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα, είναι μία βαθειά υποκρισία.
Η σταθερότητα ενός νομίσματος δεν έχει την απόλυτη έννοια που υπονοείται γραμματικά στην φράση. Η αξία ενός οποιοδήποτε νομίσματος στην καπιταλιστική οικονομία, αναγκαστικά εξαρτάται από τις αξίες των άλλων νομισμάτων, με τα οποία συγκρίνεται και ανταλλάσσεται. Το ευρώ ξεκίνησε στα 1,10 δολάρια, κατέβηκε τον πρώτο χρόνο της ιστορίας του στα 0,85, και μέχρι το 2009, είχε ανεβεί έως τα 1,60 δολάρια, δηλαδή, μέσα σε λιγότερο από δέκα χρόνια η αξία του, ως προς το σημαντικότερο νόμισμα του καπιταλισμού, είχε βασικά διπλασιαστεί. Αυτή η κινητικότητα είχε πράγματι πολλά να κάνει με την ενεργετική υποτίμηση του δολαρίου από την αμερικάνική κυβέρνηση. Αλλά το θέμα παραμένει το ίδιο. Δεν μπορείς να μιλάς για την σταθερότητα του νομίσματός σου, σαν μία απόλυτη μαθηματική αξία παρά μόνο σαν μία συγκριτική αξία, και μάλιστα μία αξία η οποία δεν εξαρτάται αποκλειστικά από σένα.
Την παρόμοια παραπλανητική και υποκριτική θέση κρατάει η Γερμανία και ως προς την έννοια της ανταγωνιστικότητας. Η Γερμανία προβάλλει την ανταγωνιστικότητα σαν μία απόλυτη αξία η μέγεθος, έτσι ώστε να μπορεί να αποφανθεί ότι τα κράτη της περιφέρειας δεν είναι ανταγωνιστικά. Αλλά αυτό υποκρίπτει, εγκληματικά, την απαραίτητη σύγκριση. Ανταγωνιστικά σε σχέση με ποιες οικονομίες; Όπως εξηγώ παραπάνω, η συγκριτική ανταγωνιστικότητα των λαών της περιφέρειας, ως προς την Γερμανία, και ως προς την υφήλιο, μπορεί να βελτιωθεί σχετικά γρήγορα και πολύ αποτελεσματικό, με τις αντίστροφες μετακινήσεις στα κράτη του ευρώ, δηλαδή πλουτίζωντας τους γερμανούς, αντί να πτωχεύεις τους άλλους, και φτωχεύοντας, νομισματικά, δηλαδή, όλη την Ευρωζώνη, για να μπορέσει να ανταγωνιστεί τους φτωχότερους εργάτες των αναπτυσσόμενων οικονομιών. Με αυτήν την πιο δίκαια και λιγότερη οδεινηρή επιλογή, καθιστάς και τους λαούς του πυρήνα αλλά και της περιφέρειας, πολύ πιο ευχαριστημένους με την ζωή τους εντός του κοινού νομίσματος.
Οι αναλυτές της ευρωπαικής κρίσης έχουν επαναλάβει άπειρες φορές, ότι αυτό που φοβίζει τους επενδυτές στα κράτη της περιφέρειας, και ένεκα αυτού του φόβου ανεβαίνουν συνεχώς τα επιτόκια, είναι η έλλειψη καθαρής προοπτικής ότι οι οικονομίες αυτών των κρατών θα ανακάμψουν πραγματικά, έτσι ώστε να μπορέσουν αυτά τα κράτη να ξεπληρώσουν αργά η γρήγορα τα χρέη τους. Στα τελευταία 2,5 χρόνια, η στρατηγική της κυβέρνησης Μέρκελ έχει σταθερά και συστηματικά υποθάλψει αυτόν τον στόχο των επενδυτών. Τα υπερχρεωμένα κράτη μεγαλώνουν τα χρέη τους, δεν μπορούν να κατεβάσουν το έλλειμμα τους σημαντικά. Παρόλα αυτά, η Γερμανία δεν αλλάζει μυαλό, είτε λόγω άρνησης να ακούσεις τα προβλήματα, είτε λόγω κρυφής και εσκεμμένης γεωπολιτικής στρατηγικής.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr