Καλώς η κακώς, ο Αλέξης Τσίπρας έχει τον πολιτικό χαρακτήρα να αγκαλιάσει και τις δύο αντικρουόμενες πτυχές της ιστορικής αυτής κρίσης. Έχει το πάθος του νέου πολιτικού αρχηγού να παλέψει για την ιστορική ευκαιρία που η ελληνική κρίση παρουσιάζει, και έχει τα νιάτα, αλλά και την αλαζονεία, να αψηφήσει τον τεράστιο κίνδυνο που η κρίση, επίσης, παρουσιάζει.
Αυτή η αντιπαράθεση «ευκαιρίας» και «κινδύνου» ζωγραφίζει, επίσης, τα δύο στρατόπεδα που διαχωρίζουν τις δύο μεγάλες, αντικρουόμενες και πολωμένες πολιτικές παρατάξεις στις επερχόμενες εκλογές, την δεξιά Νέα Δημοκρατία και τον αριστερό ΣΥΡΙΖΑ. Οι πολυάριθμοι μελλοντικοί ψηφοφόροι των προσφάτων δημοσκοπήσεων που προτίθενται να ψηφήσουν την Νέα Δημοκρατία εστιάζουν στον κίνδυνο που μία ριζική καταγγελία της μνημονιακής πολιτικής παρουσιάζει, ενώ οι ψηφοφόροι που διαλέγουν τον ΣΥΡΙΖΑ θέλουν να αρπάξουν από τα μαλλιά την ευκαιρία που παρουσιάζει η καταγγελία του μνημονίου.
Η τελευταία δημοσκόπηση που παρουσίασε το κανάλι του ΑΛΦΑ, έδειξε ότι η πλειοψηφία των ελλήνων που διαλέγουν να ψηφήσουν Σαμαρά πιστεύουν ότι είναι πιθανόν η Ελλάδα να βγει από το ευρώ, ενώ η πλειοψηφία των ελλήνων που διαλέγουν να δώσουν την ψήφο τους στον ΣΥΡΙΖΑ πιστεύουν ότι η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ δεν είναι πιθανή. Έτσι, οι ψηφοφόροι της ΝΔ εστιάζουν στον κίνδυνο της εξόδου από το ευρώ, ενώ οι ψηφοφόροι του Συνασπισμού εστιάζουν στην ευκαιρία μίας ριζικής αλλαγής, υπό την ηγεσία της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Η ίδια αντιπαράθεση «ευκαιρία» και «κίνδυνος» υπάρχει και στον δημογραφικό διαχωρισμό των ψηφοφόρων των δύο παρατάξεων. Οι παλαιότερες γενιές πλειοψηφούν υπέρ του Σαμαρά, εστιάζοντας στους κινδύνους που ενέχει η κρίση, ενώ οι νέες γενεές, αυτές του ποσοστού 50% ανεργίας, ψηφίζουν υπέρ της ευκαιρίας που υπόσχεται ο Τσίπρας, άσχετο κατά πόσον αυτή η ευκαιρία είναι αληθοφανής η όχι, και άσχετο εάν θα πραγματοποιηθεί. Είναι όμως τόσο το σκοτάδι και η απελπισία που έχει επιφέρει η μνημονιακή πολιτική, και τόση η αναξιοπιστία στην οποίαν έχει περιέλθει η πρώην ηγεσία της Μεταπολίτευσης, που πολλοί Έλληνες δεν βλέπουν πολλές άλλες επιλογές.
Η ελπίδα της ευκαιρίας είναι, φυσικά, αυτό που δίνει ζωή και ψυχή στον αγώνα του ΣΥΡΙΖΑ και στο προεκλογικό του πρόγραμμα, και ο φόβος του κινδύνου είναι αυτό που ενεργοποιεί την συσπείρωση της δεξιάς παράταξης, υπό την σημαία της Νέας Δημοκρατίας, και που ζωγραφίζει το προεκλογικό της πρόγραμμα. Αυτό που δυσκολεύει τις προοπτικές της Νέας Δημοκρατίας είναι το γεγονός ότι η μνημονιακή πολιτική του ΠΑΣΟΚ και της κυβέρνησης Παπαδήμου, δεν έχει μπορέσει να δώσει ούτε δράμι ελπίδας στον ελληνικό λαό για το μέλλον. Έτσι, το πολιτικό και κοινωνικό σκηνικό είναι άδειο και προσιτό σε οποιαδήποτε δύναμη εισχωρήσει με ένα πρόγραμμα ελπίδας, όσο αληθοφανές η όχι, να είναι αυτό. Οι έλληνες είναι απελπισμένοι, και, ατομικά, εκατομμύρια ψηφοφόρων, πιστεύουν ότι δεν έχουν πολλά ακόμα να χάσουν. Ότι και να συμβουλεύει αντίθετα ο πρώην αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, Κώστας Καραμανλής.
Όταν συγκρίνει κανείς την πολιτική ιστορία των δύο παρατάξεων, και πάλι ο διαχωρισμός ευκαιρία και κίνδυνος φωτίζει, πιστεύω, τις επιλογές των δύο κομμάτων. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει πολλά να χάσει, διότι ως πριν από ένα μήνα, όπως εύλογα αναφέρθηκε ο Τσίπρας στην ομιλία του, είχε μόλις το 4,6% των ψήφων του ελληνικού λαού. Έτσι, για τον ΣΥΡΙΖΑ ο κίνδυνος είναι μηδαμινός. Επίσης μηδαμινός, φαίνεται, καλώς η κακώς, και ο κίνδυνος στους ένα εκατομμύριο άνεργους ψηφοφόρους, (και στις οικογένειές τους), αλλά και στους εργαζόμενους που χάνουν τον βιώσιμο μισθό τους, και την σιγουριά της εργασίας τους. Από την άλλη μεριά, οι ψηφοφόροι της δεξιάς, φοβούνται πολύ δίκαια, τον κίνδυνο να χάσουν τις σημαντικές καταθέσεις τους, αλλά και την ιστορική τους θέση σαν οπαδοί ενός πολιτικού κόμματος εξουσίας.
Η ευκαιρία είναι ένα μέγεθος μελλοντικό. Μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο εις το μέλλον, και μόνο εάν μία συγκυρία άλλων καταστάσεων και ενεργειών πραγματοποιηθεί. Ο αζύμωτος Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς χρειάζεται να ζυμώσει κυριολεκτικά, τις πολλαπλές του ιδεολογικές συνιστώσες, δηλαδή τα διάφορα υλικά από τα οποία αποτελείται, και πρέπει να ψηθεί στον φούρνο της ελληνικής και ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής. Είναι αδύνατο να ξέρει κανείς πως θα βγει το καρβέλι από τον φούρνο, και εάν τρώγεται, η εάν θα είναι καλό για την υγεία της Ελλάδας, όπως ήταν αδύνατο, πριν πολλά χρόνια, να φανταστεί κανείς ότι το αστέρι της αμερικανικής ακαδημαϊκής οικονομολογικής ελίτ, ο μακαρίτης Αντρέας Παπαντρέου, θα ήταν ο πολιτικός ηγέτης που θα έκτιζε τα διαχρονικά θεμέλια της καταστροφής της ελληνικής οικονομίας.
Από την άλλη μεριά, το καταξηραμένο, μπαγιάτικο καρβέλι της Νέας Δημοκρατίας, έχει αρχίσει να μουχλιάζει στα σοβαρά για πολλαπλούς ιστορικούς, αλλά και πρόσφατους λόγους (βλέπε το επιλογή του Σαμαρά να υπογράψει το δεύτερο μνημόνιο). Είναι ένα από τα τραγικότερα χαρακτηριστικά της Ελληνοευρωπαϊκής κρίσης, το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή ηγεσία βρέθηκε στην θέση να υποστηρίζει, και να συμμαχεί, για την «διάσωση» της ελληνικής οικονομίας, με τα δύο ιστορικά κόμματα εξουσίας, που είναι κυρίως υπεύθυνα για την καταστροφή της ίδιας οικονομίας, και για την πανδημία του πελατειακού κρατισμού. (Κατά την γνώμη του γράφοντος, αυτή η επιλογή της Ευρωπαϊκής ηγεσίας είναι μία πρόσθετη ένδειξη της αναξιοπιστίας που χαρακτηρίζει την τωρινή Ευρωπαϊκή ηγεσία). Η αποφυγή του κινδύνου συνεπάγεται την προσπάθεια διάσωσης του κατεστημένου. Αυτός είναι και ο φυσικός ρόλος των δύο πρώην κομμάτων εξουσίας, με την Νέα Δημοκρατία να διατηρεί σοβαρές προοπτικές να εκλεγεί από τον ελληνικό λαό για αυτόν ακριβώς τον σκοπό.
Ας επανέλθουμε όμως στην αντιπαράθεση/συγκυρία μεταξύ «ευκαιρίας» και «κινδύνου». Ακρογωνιαίος λίθος της κινεζικής φιλοσοφίας είναι ο στόχος της ισορροπίας σε κάθε συγκυρία η αντιπαράθεση στην ζωή. Κάτι ανάλογο, θα έλεγα του δικού μας, αρχαιοελληνικού, «παν μέτρον άριστον», κάτι που φαίνεται να έχει «ξεπεράσει», η λησμονήσει η νεώτερη ελληνική κοινωνία. Στην αντιμετώπιση μίας κρίσης, δηλαδή, το κινεζικό ιδεόγραμμα φωτογραφίζει τις δύο συνιστώσες, τον κίνδυνο και την ευκαιρία, που χρειάζονται να ισορροπήσουν αναμεταξύ τους, για να επιτευχθεί η καλύτερη δυνατή αντιμετώπιση της κρίσης.
Μια ισορρόπηση των κινδύνων και ευκαιριών στην αντιμετώπιση της ελληνικής κρίσης συνεπάγεται την ελάττωση του κινδύνου που ίσως προωθεί το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα, και την καλυτέρευση των ευκαιριών που μπορούν να πραγματοποιηθούν από το κόμμα του Αντώνη Σαμαρά. Βλέπουμε λοιπόν, ότι μία συνεργασία μεταξύ των δύο αυτών «πολωμένων» ιδεολογιών, μπορεί να επιφέρει την καλύτερη δυνατή ισορροπία μεταξύ των κινδύνων και των ευκαιριών μετά τις επόμενες εκλογές. Μία τέτοια συνεργασία συνεπάγεται, φυσικά, μία θαυματουργή υπέρβαση και από τους δύο αυτούς πολιτικούς αρχηγούς, και τα δύο αυτά αντικρουόμενα κόμματα.
Η Μεταπολίτευση επέφερε, πράγματι, μία σοβαρή καλυτέρευση στη ιστορική και τραγική διαμάχη μεταξύ της δεξιάς και της αριστερής ιδεολογίας στην χώρα μας. Αλλά το χάσμα, τουλάχιστον σε ειρηνικά πλαίσια, εξακολουθεί. Ο Αντώνης και ο Αλέξης θα μπορούσαν, πράγματι, να διεκδικήσουν μία ανεξίτηλη θέση στο πενιχρό πάνθεον των πολιτικών της νεώτερης Ελλάδας, εάν αποφάσιζαν, ειλικρινά και σοβαρά, να ενώσουν τις δυνάμεις του μετά τις εκλογές, και να σχηματίσουν μία πραγματικά αριστεροδεξιά ελληνική ηγεσία για την αντιμετώπιση της ιστορικής αυτής κρίσης.
Η επόμενη κυβέρνηση της Ελλάδας οφείλει να υλοποιήσει το φαινομενικά ουτοπικό αίτημα του Ελληνικού λαού, να παραμείνει στο ευρώ, αλλά και να ξεφορτωθεί τα επώδυνα μέτρα της μνημονιακής πολιτικής. Αυτό το λαϊκό αίτημα έχει χαρακτηριστεί ουτοπικό, από την τεράστια πλειοψηφία των ελλήνων και ευρωπαίων πολιτικών, διότι είναι ένα αίτημα βγαλμένο από μία αριστερή ιδεολογία, και αντιτίθεται στην νεοφιλελεύθερη ιδεολογία που έχει επικρατήσει στην Ευρώπη, στην αντιμετώπιση της κρίσης έως τώρα. Αλλά θαύματα γίνονται και η ευρύτερη ευρωπαϊκή συγκυρία εισέρχεται σε μία ρευστή περίοδο αλλαγής, με την επερχόμενη ένταξη/υπόταξη της Ισπανίας σε ένα μνημονιακό καθεστώς, η οποία, όπως φαίνεται, αποτελεί, κατά γενική ομολογία, την αποφασιστική καμπή στην ευρωπαϊκή αντιμετώπιση στην κρίση χρέους, και στην αναπόφευκτη περαιτέρω και βαθύτερη ενοποίηση της Ευρώπης, (δηλαδή της Ευρωζώνης), προς διατήρηση των οικονομικών προτερημάτων που το κοινό νόμισμα προσφέρει στην Γερμανία, και ας ελπίσουμε όχι μόνο.
Η επόμενη κυβέρνηση θα χρειαστεί ένα κόμμα εξουσίας της μεταπολίτευσης για να καθησυχάσει την Ευρώπη ότι η Ελλάδα προτίθεται να συνεργαστεί και να παραμείνει στο ευρώ. Η επόμενη κυβέρνηση θα χρειαστεί ένα κόμμα της αριστεράς, για να καθησυχάσει και να πείσει τον ελληνικό λαό, ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να ξεπουληθεί στους δανειστές από τα κόμματα των «Χατζοπουλέων» και του «Βατοπεδίου». Ο Αλέξης Τσίπρας και ο Αντώνης Σαμαράς μπορούν και οφείλουν να επιχειρήσουν και να υλοποιήσουν την ύστατη υπέρβαση στην διαχρονική ελληνική πολιτική. «Να τα βρούνε μεταξύ τους». Εάν κατορθώσουν αυτή την προσωπική και κομματική υπέρβαση θα έχουν πραγματοποιήσει ένα πραγματικό θαύμα στην ιστορία της χώρας. Να μετατρέψουν τον ιστορικά και διαχρονικά καταστροφικό ελληνικό Διχασμό σε μία ιστορική ελληνική Συμφιλίωση. Είναι αρκετά μεγάλοι να το επιχειρήσουν;;;
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr