Η αυτοκρατορία του Παγκοσμιοποιημένου Κεφαλαίου, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, καθιστά οιαδήποτε στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ οικονομικών συνεταίρων, τόσο απίθανη και απραγματοποίητη, όσο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ένα στρατιωτικό πόλεμο μεταξύ διαφορετικών επαρχιών της Ρωμαϊκής η της Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Όταν τα εμπορικά και οικονομικά συμφέροντα είναι τόσα αλληλένδετα ανάμεσα στα διάφορα κράτη, ένας στρατιωτικός πόλεμος αποβαίνει καταστροφικός σε όλους, χωρίς να προσφέρει σημαντικά κέρδη σε κανένα. Αντί αυτού, έχουμε βασικά ένα γενικευμένο οικονομικό πόλεμο μεταξύ κρατών, από την μια μεριά, και ένα πιο γενικευμένο πόλεμο μεταξύ πιστωτών και χρεωστών. Επιπλέον, καθότι το Κεφαλαίο έχει ξεπεράσει εθνικά σύνορα, μία στρατιωτική αντιπαράθεση μεταξύ κρατών χάνει το νόημα της, όταν τα ίδια καπιταλιστικά συμφέροντα βρίσκονται και από τις δύο μεριές των εθνικών συνόρων.
Η αθόρυβη κήρυξη αυτών των οικονομικών πολέμων ξέσπασε πρώτα στην Ευρώπη για συγκεκριμένους λόγους. Ο ένας λόγος είναι ότι η πολυετής προσπάθεια της ενοποίησης της Ευρώπης, έτυχε να πραγματοποιηθεί κατά την διάρκεια της ίδιας γενεάς, με την πρώτη περίοδο της Καπιταλιστικής Παγκοσμιοποίησης. Ο δεύτερος, και συναφής, λόγος είναι ότι η Καπιταλιστική Παγκοσμιοποίηση, εκ των πραγμάτων, επιφέρει μία διαχρονική μεταφορά κεφαλαίου από τις οικονομικά αναπτυγμένες χώρες του λεγόμενου Δυτικού Πολιτισμού, στις υποανάπτυκτες και αναπτυσσόμενες χώρες, την ίδια περίοδο, που η προσπάθεια ένωσης της Ευρώπης, αποβλέπει στην διάσωση ενός υψηλού και οικονομικά άνετου βιοτικού επιπέδου για τους Ευρωπαίους. Δηλαδή, η προσπάθεια των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να προσφέρουν στους λαούς τους, διαρκώς περισσότερα οικονομικά αγαθά, και περισσότερη οικονομική ασφάλεια, έρχεται σε σύγκρουση με, και βασικά υπονομεύεται από, την επερχόμενη Παγκοσμιοποίηση. Ο λόγος που αυτός ο οικονομικός πόλεμος μεταξύ Κεφαλαίου και Πολιτών δεν ξέσπασε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, με την ορμή που έχει ξεσπάσει στην Ευρώπη, είναι διότι ο Αμερικανικός λαός είναι κατά πολύ πιο αποτελεσματικά χειραγωγημένος από την αμερικανική οικονομική, πολιτική, και ενημερωτική ηγεσία από ότι οι διάφοροι λαοί της Ευρώπης.
Το ότι η βασική ροή του Παγκοσμιοποιημένου Κεφαλαίου πηγαίνει από τις αναπτυγμένες χώρες στις αναπτυσσόμενες, δεν σημαίνει φυσικά, ότι η ιστορική τεράστια ανισότητα στον πλανήτη μεταξύ των εχόντων και των μη εχόντων μειώνεται. Δυστυχώς, κάθε άλλο. Η βασική ανισότητα πόρων μεταξύ πλούτου και φτώχιας και μεταξύ υπερσιτισμού και πείνας συνεχίζει να αυξάνεται σε όλον το πλανήτη. Και έτσι βλέπουμε τα δύο οικονομικά στρατεύματα, τις χρηματοπιστωτικές αγορές και τους ψηφοφόρους λαούς, να βρίσκονται σε φαινομενική αντιπαράθεση, όταν, φυσικά, υποτίθεται ότι οι διαχρονικές τους θέσεις είναι, αναγκαστικά, θέσεις συνεργασίας και όχι εχθρικών παρεμβάσεων. Και όμως, όπως βλέπουμε να καθρεπτίζεται στις συνειδήσεις πολλών ευρωπαίων ψηφοφόρων στις επερχόμενες προεκλογικές περιόδους, πολλοί ψηφοφόροι θεωρούν τις αγορές εχθρούς, και πολλές αγορές κοιτούν τους ψηφοφόρους με αγχώδη καχυποψία. Ο λόγος, φυσικά, αυτής της φαινομενικής, αλλά ισχυρής, αντιπαλότητας, είναι οι αποτυχημένες πολιτικές των μεσαζουσών πολιτικών ηγεσιών στα διάφορα κράτη, που εκλέγονται από ψηφοφόρους, και των οποίων τα καθήκοντα συμπεριλαμβάνουν την προσπάθεια σωστής συνεννόησης ανάμεσα στους λαούς και στις αγορές.
Ανάμεσα στους λαούς και στις αγορές διάφορα είναι τα σημεία που προωθούν ανταγωνιστικές και εχθρικές καταστάσεις. Το πρώτο σημείο είναι η παντελής ανωνυμία των αγορών και των λαών-ψηφοφόρων. Είναι πάρα πολύ πιο εύκολο να αισθανθείς έχθρα εναντίον ενός αγνώστου παρά ενός γνωστού. Το δεύτερο σημείο είναι ότι και οι αγορές κάνουν λάθη στις συναλλαγές τους, αλλά και οι λαοί, και ένεκα τούτου, και οι μεν και οι δε ευθύνονται εξίσου για κάθε αποτυχία σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Τρίτο σημείο είναι ότι και οι αγορές και οι λαοί υπόκεινται σε κίνητρα απληστίας, αλλά, και ότι και οι δύο παρατάξεις, πολλές φορές, υποστηρίζουν, σωστά, τα δίκια τους. Ένα άλλο σημείο σημαντικό είναι ότι οι λαοί διέπονται από πολιτικούς κανονισμούς των διαφόρων κρατών, οι οποίοι, ως επί το πλείστον είναι γνωστοί και καθορισμένοι, ενώ οι αγορές διέπονται από οικονομικούς κανονισμούς, οι οποίοι πολλές φορές δεν είναι ξεκάθαροι, η είναι ακόμα και τελείως άγνωστοι και μυστικοί. Το τελευταίο σημείο διαφοράς είναι ότι οι λαοί ασκούν πίεση πάνω στις πολιτικές ηγεσίες αραιά και πού, ενώ οι αγορές δουλεύουν αστραπιαία, και ασκούν πιέσεις οι οποίες δεν έχουν τους χρονικούς περιορισμούς που τίθενται από τις συνταγματικά περιορισμένες εκλογικές περιόδους.
Οι διάφορες πολιτικές ηγεσίες έχουν λοιπόν το πρόβλημα να ισοζυγίσουν τις ανάγκες των δύο παρατάξεων, των αγορών και των λαών, όσο γίνεται πιο ομαλά, και έχουν επίσης το σοβαρό πρόβλημα πώς να πείσουν και τις αγορές και τους λαούς, ότι οι πολιτικές/οικονομικές συμφωνίες μεταξύ αγορών και λαών αποτελούν δίκαια μοιρασιά οικονομικών συμφερόντων. Στην προκειμένη περίπτωση της ευρωπαϊκής κρίσης, η γερμανική κυβέρνηση προσπάθησε να κινηθεί προς πολλαπλές κατευθύνσεις τα τελευταία δύο χρόνια, με λίγη επιτυχία. Η βασική και πρωταρχική επιλογή της ήταν να υποστηρίξει τις ανάγκες των αγορών και όχι των λαών. Στα μισά της κρίσης, η γερμανική κυβέρνηση άλλαξε ιδέα, και αποφάσισε να ζητήσει από τις αγορές να μοιραστούν ίσα την χασούρα με τους λαούς της Ευρώπης. Αυτή η συνταγή εντέλει επικράτησε μόνο στην ελληνική κρίση, διότι μέσα σε έξη μήνες η Γερμανία αναθεώρησε την απόφασή της και απεφάνθη ότι οι χρεώστες λαοί της Ευρώπης οφείλουν να αποπληρώσουν τα χρέη τους εξ ολοκλήρου. Τώρα, οι λαοί αρχίζουν να επαναστατούν, και να ζητούν μία σοβαρότερη αντιμετώπιση των δικών των αναγκών μέσω αναπτυξιακών μέτρων, και ένα περιορισμό των απεριόριστων μέτρων λιτότητας που έχουν επιβληθεί έως τώρα, προς όφελος της κεφαλαιαγοράς.
Το υπόβαθρο αυτής της αντιπαράθεσης μεταξύ χρηματοπιστωτικών επενδυτών και ευρωπαίων ψηφοφόρων είναι ότι η σχέση τους είναι αλληλένδετη. Ο πιστωτής χρειάζεται τον χρεώστη τόσο πολύ όσο και ο χρεώστης τον πιστωτή. Και όσο φταίει ο χρεώστης όταν αδυνατεί να συντηρήσει η να αποπληρώσει το χρέος του, τόση ευθύνη έχει και ο πιστωτής, που έθεσε την πίστη του σε μία κατάσταση η οποία εν κατακλείδι απέτυχε. Όσο ο χρεώστης ψηφοφόρος οφείλει να υποστεί οικονομική κακουχία στην συντήρηση του χρέους, για να μάθει να μη χρεώνεται ανόητα, τόσο και ο πιστωτής πρέπει να ζημιωθεί, έως ένα ορισμένο σημείο, για να μάθει να μην προσφέρει πιστώσεις με μεγάλο ρίσκο η με εκμεταλλευτικές επιδιώξεις. Και πάντα σε κάθε πρόβλημα που προκύπτει μεταξύ αγοράς και λαού, βρίσκεις την πολιτική ηγεσία να βρίσκεται στο κέντρο του κυκλώνα, και να ευθύνεται για τα περισσότερα προβλήματα και τις περισσότερες εκτροπές.
Στην περίπτωση της ελληνικής δημοσιονομικής κρίσης, παραδείγματος χάριν, οι διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις της αντιπολίτευσης, (και όχι ο ελληνικός λαός), φέρουν την βασική ευθύνη για τα τεράστια δημόσια χρέη που μάζεψαν, αλλά και οι διαδοχικές γερμανικές ηγεσίες, (εν αντιθέσει με τον γερμανικό λαό), είχαν πλήρη επίγνωση της διαχρονικής υπερχρέωσης του ελληνικού δημοσίου, και προτίμησαν να σιωπήσουν, για να υποστηρίξουν, όσον το δυνατόν περισσότερο τις γερμανικές εξαγωγές στην Ελλάδα. Από την άλλη μεριά, οι δύο λαοί, ο ελληνικός και ο γερμανικός, παρόλο που φυσικά ωφελήθηκαν σημαντικά από τις πολιτικές των κυβερνήσεων τους, εν κατακλείδι πληρώνουν τον λογαριασμό, χωρίς να είναι οι κύριοι φταίχτες και ένοχοι για την παρούσα οικονομική καταστροφή.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr