Η συμπληρωματική στάση των δύο εταίρων, αποτελείται από δύο παράγοντες, ένα παρόμοιο και για τις δυο μεριές, το χάσιμο πολύτιμου χρόνου μέσω καθυστερήσεων η κωλυσιεργίας, και ένα αντίθετο παράγοντα, την ασφυκτική πίεση από την μεριά της Τρόικας, και την παθητική αντίσταση από την μεριά της κυβέρνησης. Ξεκινώντας από την περίοδο πριν την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, βλέπουμε και τις δύο παρατάξεις να καθυστερούν τραγικά να λάβουν οποιοδήποτε μέτρο, διότι ούτε η Ευρώπη ήθελε να παραδεχθεί ότι χρειαζόταν να βοηθήσει χρηματικά την Ελλάδα, ούτε η ελληνική κυβέρνηση ήθελε να παραδεχθεί ότι υπήρχε ανάγκη να επιβάλει οδυνηρά μέτρα δημοσιονομικής λιτότητας στον ελληνικό λαό. Έτσι φτάνουμε στον Μάιο του 2010, οπότε, κάτω από την ασφυκτική πίεση των αγορών, το μνημόνιο σχεδιάζεται και αποφασίζεται τροχάδην, ιδιαίτερα από ελληνικής πλευράς και δημιουργείται ο δεύτερος παθολογικός παράγων στην σχέση. Η μεν Τρόικα πιέζει ασφυκτικά, υπό την απειλή της στάσης πληρωμών, την κυβέρνηση να συμφωνήσει σε στόχους άγριας δημοσιονομικής λιτότητας, η δε κυβέρνηση ξεκινάει την παθητική της άμυνα με τη μορφή φαινομενικής υποταγής στις εντολές της Τρόικας, και την καθολική άρνηση να υλοποιήσει όσα μέτρα δεν της πάνε, δικαιολογούμενη καθυστερήσεις, ανεπάρκειες, και άλλες δυσκολίες. Στην ουσία, ο μόνος λόγος που τα απαιτούμενα μέτρα δεν υλοποιούνται είναι ότι η κυβέρνηση, με τη συμπαράσταση του κρατικού μηχανισμού, βασικά αρνείται να συμμορφωθεί.
Και τότε, η Τρόικα υιοθετεί μία άλλη παθολογική στάση στην σχέση της με την κυβέρνηση. Λόγω της ευρωπαϊκής ευαισθησίας για την εθνική κυριαρχία ενός μέλους κράτους του ευρώ, η Τρόικα αρνείται να ασκήσει την ελεγκτική της εξοιυσία με οποιαδήποτε αυστηρότητα. Η έλλειψη αυστηρού ελέγχου έχει δύο αρνητικά επακόλουθα, με πιθανόν τραγικές συνέπειες. Από την μια μεριά, η Τρόικα επιτρέπει στην κυβέρνηση να χτυπήσει την ιδιωτική οικονομία, προς αναζήτηση δημοσιονομικών εσόδων, για να αποφύγει την υλοποίηση των μέτρων που είναι πολιτικά ή διαχειριστικά δύσκολα, δηλαδή την μείωση του δημοσίου, και την πάταξη της φοροδιαφυγής. Σαν τραγική συνέπεια, η ύφεση γιγαντώνεται και μέσα σε ένα χρόνο, 250,000 ιδιωτικοί υπάλληλοι βγαίνουν στην ανεργία, και ταυτόχρονα ύφεση συρρικνώνει σημαντικά τα ισχνά κρατικά έσοδα, και μεγαλώνει τις δημόσιες δαπάνες, Από την άλλη μεριά, η Τρόικα επιδεικνύει μία τεράστια υπομονή με τις αργοπορίες της κυβέρνησης, για τις τέσσερεις πρώτες τριμηνιαίες επισκέψεις. Ξανά, και ξανά, η κυβέρνηση παρουσιάζει σοβαρές καθυστερήσεις στα αναγκαία μέτρα αναδιάρθρωσης του δημοσίου και του ιδιωτικού χώρου, και δόση με την δόση, η Τρόικα επιλέγει να δείξει κατανόηση, υπομονή και εμπιστοσύνη στην αξιοπιστία της κυβέρνησης. Επιτέλους, πολύ αργά, στην πέμπτη επίσκεψη για την εκπόνηση της έκτης δόσης, η Τρόικα κατανοεί, ότι η κυβέρνηση και το δημόσιο ολόκληρο, δεν έχουν πρόθεση να υλοποιήσουν τα κυριότερα διαρθρωτικά μέτρα.
Στο μεταξύ, ενάμισι έτος έχει περάσει, το χρέος έχει γιγαντωθεί, το έλλειμμα δεν υποχωρεί, και η ελληνική κοινωνία υποφέρει από ένα επικίνδυνο οικονομικό και κοινωνικό τραύμα, που φυσικά μεταφράζεται σε τεράστιο πολιτικό και θεσμικό κίνδυνο. Όταν μία σχέση πάει κατά διαόλου, τότε και οι δύο οι παρατάξεις, συνήθως, έχουν συμβάλει στο πρόβλημα. Στην προκειμένη περίπτωση, η Τρόικα συνεργάζεται με μία κυβέρνηση, που συμφωνεί σε όλα τα ευρωπαϊκά αιτήματα, και μετά φροντίζει να μην υλοποιήσει κανένα. Από την άλλη μεριά, η Τρόικα έχει μία αξιωματική αντιπολίτευση που αρνείται να συμφωνήσει με τα βασικά μέτρα λιτότητας, και με την οποία η Τρόικα δεν δείχνει, τουλάχιστον φαινομενικά, να ενδιαφέρεται να συνεργασθεί.
Αυτή η λανθασμένη υπομονή της Τρόικας με την εσκεμμένη καθυστέρηση και κωλυσιεργία της κυβέρνησης, μεταφράζεται τις τελευταίες εβδομάδες πριν την παροχή κάθε δόσης, σε απεγνωσμένες, ανοργάνωτες, και πολύ ανεπαρκείς επεμβάσεις αυτοσχεδιασμού της κυβέρνησης, σαν αυτή την εικοσιτετράωρη και άκρως κωμικοτραγική παρέμβαση του υπουργού οικονομικών πριν μερικές ημέρες.
Τα συμπτώματα πολιτικής παθολογίας στην συνεργασία Τρόικας και κυβέρνησης, δεν πρέπει, δυστυχώς να μας εκπλήττουν, διότι το θέμα είναι ¨κληρονομικό¨, καθότι παρόμοια πολιτική παθολογία διέπει τις σχέσεις της Ελλάδας με την Ευρωζώνη, διαχρονικά. Το ευρώ, χειροτέρεψε σημαντικά τις ανισότητες ανάμεσα στις ισχυρές βιομηχανίες του βορρά, και τις κατά πολύ λιγότερο ανταγωνιστικές οικονομίες των κρατών μελών του νότου. Ανάμεσα σε αυτές, η Ελλάδα, πρωτοστάτησε στην γιγάντωση του δημοσίου χρέους, και λόγω των φτηνών επιτοκίων, αλλά και για να ανταπεξέλθει σαν χώρα, στην σημαντική άνοδο του βιοτικού κόστους που επέφερε το ευρώ, το οποίο σχεδιάστηκε στο ¨σκληρό¨ επίπεδο του γερμανικού μάρκου, για να προσφέρει την μεγαλύτερη δυνατή βοήθεια στην εξαγωγική ανταγωνιστικότητα της Γερμανίας. Για πολλά χρόνια, τα μεγάλα πλεονάσματα που οι οικονομίες της Γαλλίας και της Γερμανίας κέρδιζαν από τις εξαγωγές τους στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, μεταφραζόντουσαν σε μεγάλα δάνεια στις χώρες του νότου, μεταξύ αυτών και η Ελλάδα. Η ευρωπαϊκή πολιτική και οικονομική εξουσία είχαν πλήρη γνώση του επικίνδυνου επίπεδου δανεισμού του Ελληνικού κράτους, αλλά δεν έλεγαν τίποτε, διότι αυτός ο δανεισμός του ελληνικού δημοσίου τροφοδοτούσε, φυσικά, τα κέρδη του εξαγωγικού εμπορίου της Γερμανίας. Τώρα, φυσικά, και οι δύο αυτές χώρες, έχουν τράπεζες που είναι δυσανάλογα και επικίνδυνα φορτωμένες με ελληνικά ομόλογα.
Το κύριο θέμα σε αυτές τις περιγραφές, είναι, κατά την γνώμη μου, ότι η Ευρωπαϊκή ηγεσία, πόσο μάλλον και η ελληνική, δεν είναι αλάθητες. Το ευρώ, είχε και έχει μεγάλα προτερήματα, αλλά και μεγάλα προβλήματα. Παρομοίως, η μνημονιακή πολιτική της Τρόικας, έχει βασικά προτερήματα, αλλά και μεγάλα λάθη, και με την ευγενή σύμπραξη της ελληνικής κυβέρνηση, έχουμε, μετά από 16 μήνες, μία ελληνική οικονομία αρκετά κατεστραμμένη, μία δημοσιονομική κατάσταση που παραμένει σε άθλιο επίπεδο και μία κοινωνία που βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr