Τα αραβικά κράτη, μετά τον 1ο Παγκόσμιο Πόλεμο και την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έγιναν αποικίες των δύο μεγαλύτερων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της εποχής, της Μεγάλης Βρετανίας και της Γαλλίας, με εξαίρεση την Λιβύη, που ήταν ιταλική. Κατά σύμπτωση, όταν ανακαλύφθηκε ότι τα αποθέματα του μαύρου χρυσού, του πετρελαίου στη Μέση Ανατολή ήταν τεράστια, η Μεγάλη Βρετανία, βρέθηκε να έχει τις πιο πολλές πηγές πετρελαίου υπό την κατοχή της, κυρίως στην Αραβική χερσόνησο, αλλά όχι μόνο.
Ο κατακερματισμός της Αραβικής χερσονήσου στα κράτη της Σαουδικής Αραβίας, στα διάφορα άλλα εμιράτα, Κατάρ, Ντουμπάι, κλπ., και στο Κουβέιτ, βοήθησε το Ηνωμένο Βασίλειο, με την ιστορική πολιτική του «διαίρει και βασίλευε», να μοιράσει τον ενεργειακό πλούτο σε διάφορους «ιδιοκτήτες», χρησιμοποιώντας οικογένειες βεδουίνων της ερήμου, οι οποίες θα ήταν, όπως και απεδείχθη ιστορικά, πιο εύκολα αντικείμενα γεωπολιτικής χειραγώγησης από τις μεγάλες δυνάμεις, και τις ενεργειακές επιχειρήσεις πετρελαίου της Δύσης, σαν την Shell, British Petroleum, Standard Oil, κ.ά. (Για αυτό και ο Σαντάμ Χουσεΐν, μακαρίτης δικτάτωρ του Ιράκ, θεώρησε αυτονόητο εθνικό δικαίωμα του να εισβάλει στο Κουβέιτ, γιατί στον χάρτη, φαίνεται ξεκάθαρα ότι το Κουβέιτ βρίσκεται μέσα στον γεωγραφικό και γεωπολιτικό χώρο του Ιράκ, σαν την αρχαιότερη και σημαντικότερη ενότητα στην περιοχή, και μόνο χάρις στην χείρα της Μεγάλης Βρετανίας, ξεχώρισε αυτή η «επαρχία» του Ιράκ, σαν ένα ξέχωρο κράτος.)
Στο τεράστιο αυτό γεωπολιτικό παιχνίδι, που παίχτηκε τόσο αποτελεσματικά από τους συμμάχους, Αγγλία και Γαλλία, προστέθηκε το 1947, ένας εξίσου σημαντικός παράγων, η δημιουργία, με απόφαση του ΟΗΕ, και υπό την επιβολή της Αγγλίας και της Αμερικής, του κράτους του Ισραήλ, διώχνοντας και καταπιέζοντας τους εγχώριους Παλαιστίνιους. Η δημιουργία του Ισραήλ πρόσθεσε ένα ιστορικό παράγοντα ηθικής αναγκαιότητας, στον κρίσιμο αυτόν γεωπολιτικό χώρο, παραδίνοντας στους εβραίους, που δεν είχαν «που την κεφαλήν κλίνε», δηλαδή ένα ανεξάρτητο χώρο-κράτος προστασίας και ανεξαρτησίας, μακριά από τον αφανισμό που είχαν υποστεί από τους Ναζί στο ευρωπαϊκό χώρο.
Το τραγικό ιστορικό παράδοξο είναι ότι οι Εβραίοι σιωνιστές, στην ιερή τους προσπάθεια να σώσουν το έθνος τους, με την σειρά τους, αδίκησαν και αδικούν εναντίον αράβων πληθυσμών, οι οποίοι, ιστορικά, σε όλες τις κοινωνίες τους, και ανά τους αιώνες, είχαν δειχθεί άκρως ανεκτικότεροι προς τις εβραϊκές κοινότητες της Μεγάλης Διασποράς από ότι οι χριστιανοί ευρωπαίοι. Αυτή η ιστορική αντιπαράθεση έχει εξελιχθεί, μισόν αιώνα αργότερα, σε ένα θανάσιμο υπαρξιακό αγώνα ανάμεσα στο Ισραήλ και στους Παλαιστινίους, με πρωτοστατούντα υποτιθέμενο διαιτητή, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, σε ένα αγώνα, ξεκάθαρα στημένο υπέρ του Ισραήλ, τουλάχιστον τις τελευταίες δεκαετίες.
Από το 1918, το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, έως το 1956, την Κρίση του Σουέζ, η γεωπολιτική κυριαρχία της Αγγλίας και της Γαλλίας στα αραβικά κράτη ήταν δεδομένη, και παρουσίαζε μία αξιοθαύμαστη ισορροπία και σταθερότητα, παρά την μεσολάβηση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Τα ευρωπαϊκά κράτη είχαν εξασθενήσει λόγω του πολέμου, αλλά επίσης, όσον αφορά στη Γαλλία και την Αγγλία, το τσουνάμι των επαναστάσεων των αποικιών στην Ασία, την Αφρική και την Μέση Ανατολή είχε αρχίσει, και όλες οι παλιές αποικίες, η μία μετά την άλλη, κέρδιζαν τους απελευθερωτικούς τους αγώνες. Στην Αίγυπτο, ο Νάσσερ είχε επαναστατήσει εναντίον του βασιλιά της Αιγύπτου, που εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των ευρωπαίων συμμάχων, και άρχισε τις εθνικοποιήσεις των μεγάλων ξένων εταιριών που καταδυνάστευαν την χώρα του. Μεγάλο βήμα του Νάσερ το 1956, ήταν η εθνικοποίηση της διώρυγας του Σουέζ, που, ελλείψει των (τωρινά) τεράστιων οικονομιών της Κίνας και της Ινδίας, αποτελούσε, τότε, το κρίσιμο κρίκο μεταφοράς ενέργειας, του πετρελαίου, από την Αραβία, στις τεράστιες βιομηχανικές οικονομίες του (τότε) Δυτικού Κόσμου, της Ευρώπης και της Αμερικής.
Η αγγλογαλλική συμμαχία αντέδρασε, και ετοιμάστηκε να εισβάλει στην Αίγυπτο, υποτίθεται για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους στην διώρυγα. Αλλά η Αμερική τους σταμάτησε, η εισβολή των συμμάχων ματαιώθηκε, και ο Νάσερ μπόρεσε να συνεχίσει τις αλλαγές στην χώρα του, και να προωθήσει την προσέγγιση της πολιτικής του προς την Σοβιετική Ένωση, και τον σοσιαλισμό, και τα δύο ανάθεμα για τον «ελεύθερο κόσμο» της εποχής εκείνης. Αλλά ο κρίσιμος γεωπολιτικός σεισμός είχε συντελεστεί μεταξύ των ευρωπαίων συμμάχων και της Αμερικής. Η σκυτάλη της παγκόσμιας ηγεμονίας, είχε πλέον και τυπικά περάσει από τα δύο ευρωπαϊκά κράτη στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Από την κρίση του Σουέζ το 1956, έως την καταστροφή των Πύργων στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, το 2001, θέλω να πιστεύω ότι μία παρόμοια γεωπολιτική σταθερότητα συνέχισε στον χώρο των αραβικών κρατών και της σφήνας του κράτους Ισραήλ. Είναι βασικά μία περίοδος ηγεμονίας της Αμερικής, παρά τις σχετικά ισχνές παρεμβάσεις της Σοβιετικής Ένωσης, και της βασικής ανυπαρξίας άλλης πολιτικής επιρροής από την Ευρώπη. Είχαμε δύο πολέμους του Ισραήλ εναντίον των Αράβων, και τους πολέμους του Ισραήλ εναντίον του Λιβάνου και της Γάζας, αλλά το βασικό γεωπολιτικό παιχνίδι δεν βγήκε από τον προκαθορισμένο δρόμο του. Αυτό το γεωπολιτικό παιχνίδι έχει τρείς συντεταγμένες, εξίσου σημαντικές, θα έλεγα, τουλάχιστον για την Αμερική, αλλά φυσικά και για τα αραβικά κράτη και για το Ισραήλ.
Η πρώτη συντεταγμένη έχει να κάνει με λεφτά (φυσικά!) και την αγορά πετρελαίου. Η Αμερική, ούσα και η μεγαλύτερη καταναλώτρια πετρελαίου, αλλά και η χώρα με τις περισσότερες βιομηχανίες πετρελαίου, έχει υπαρξιακή ανάγκη για την σταθερότητα αυτής της αγοράς, τη σταθερότητα της τιμής του πετρελαίου και την ανάγκη να μπορεί να επηρεάζει τις αποφάσεις των αραβικών πετρελαιοπαραγωγών κρατών. Για αυτό η Ουάσιγκτον το φυσάει ακόμα και δεν κρυώνει, πως της ξέφυγε το Ιράν από της επιρροή της. Αλλά βασικά, όλο αυτό το διάστημα, 1956-2001, η Αμερικανική εξωτερική πολιτική, τα κατάφερε πάρα πολύ καλά να διαφυλάξει τα συμφέροντα της, με τις διάφορες συμμαχίες που είχε, και έχει, με τα πιο πολλά αραβικά κράτη, που σχεδόν όλα είχαν και έχουν απολυταρχικά καθεστώτα.
Η δεύτερη συντεταγμένη είναι η υπαρξιακή ανάγκη που έχει το αμερικανικό κατεστημένο, και ειδικότερα η αμερικανική ηγεσία, να προστατεύσει και να διαφυλάξει την γεωπολιτική ακεραιότητα του Ισραήλ, μέσα σε ένα πλήθος αραβικών κρατών, με πληθυσμούς άκρως εχθρικούς προς αυτό, δυστυχώς για αρκετά σωστούς λόγους. Αυτή η υπαρξιακή ανάγκη της Αμερικής, σαν κράτος, είναι βασισμένη στην μεγάλη, και γενικά πολύ θετική παρουσία και επιρροή της μεγάλης εβραϊκής κοινότητας στην αμερικανική κοινωνία, σε πολλούς τομείς, μεταξύ των οποίων είναι η ανώτατη παιδεία, η οικονομία, η κοινωνική μέριμνα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και ψυχαγωγίας και η πολιτική. Με πάνω από 5 εκατομμύρια εβραίους, οι ΗΠΑ έχουν πιο πολλούς εβραίους από όσοι ζουν στο Ισραήλ, ενώ στην υπόλοιπη υφήλιο ζουν περί τα 3 εκατομμύρια, μόνο. Ενώ το ποσοστό των εβραίων στον αμερικανικό πληθυσμό είναι περί το 1,7%, στο αμερικανικό Κογκρέσο, στους 100 γερουσιαστές, οι 13 είναι εβραίοι, δηλαδή το 13%, και στην Βουλή των αντιπροσώπων, από τους 430 οι 30, περίπου, είναι εβραίοι, δηλαδή το 7%.
Είναι αξιοθαύμαστο ότι σχεδόν όλοι αυτοί οι πολιτικοί ανήκουν στο δημοκρατικό κόμμα, που δείχνει την ευαισθησία που αυτή η κοινότητα συντηρεί προς την κοινωνική ευημερία της χώρας. Αλλά με μία τέτοια ισχυρή παρουσία στην πολιτική, και όχι μόνο, ηγεσία της Αμερικής, είναι φυσικό, ότι η χώρα, συμπεριλαμβανομένης και της πολιτικής της εξουσίας, είχε, έχει και θα έχει ένα πρωτεύον ενδιαφέρον για την προστασία και την ευημερία του ανεξάρτητου κράτους του Ισραήλ. Όπερ και εξηγεί τους διάφορους ελιγμούς της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, ανά τις δεκαετίες, στην προσπάθεια να βρουν μία λύση για το Παλαιστινιακό πρόβλημα, χωρίς να στεναχωρήσουν τις ισραηλινές κυβερνήσεις, που ως τώρα φαίνονται να προτιμούν την στρατιωτική ισχύ και την εδαφική ασφάλεια, από την ειρήνη και το τέλος της παλαιστινιακής κατοχής.
Η τρίτη, και θα έλεγα, η πιο υποχθόνια γεωπολιτική συντεταγμένη, βρίσκεται στο γεγονός ότι η μία από τις δύο ακόμα ανθούσες βιομηχανίες της Αμερικής, είναι η βιομηχανία του πολέμου. (Η άλλη ανθούσα βιομηχανία είναι η βιομηχανία του θεάματος, ενώ η τραπεζική οικονομία, πού επίσης ανθεί, δεν είναι βιομηχανία, υπό την έννοια ότι δεν κατασκευάζεται κανένα βιομηχανικό προϊόν.) Η αιώνια στρατιωτική και πολιτική αντιπαράθεση του Ισραήλ με τα αραβικά κράτη, αλλά και οι αντιπαραθέσεις μεταξύ αραβικών κρατών, (π.χ. ο πολυετής πόλεμος μεταξύ Ιράκ-Ιράν και η εχθρότητα μεταξύ Ιράν και Σαουδικής Αραβίας), προσφέρουν έξοχες καταναλωτικές καταστάσεις και αγορές για την μεγάλη πολεμική βιομηχανία της Αμερικής. Έτσι βλέπουμε, ότι, είτε ηθελημένα είτε αθέλητα, οι επαναλαμβανόμενες αποτυχίες της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής στην διευθέτηση μίας πραγματικής ειρήνης μεταξύ του Ισραήλ και των Παλαιστινίων, έχουν τουλάχιστον ένα θετικό αποτέλεσμα για την οικονομία της Αμερικής, φέρνοντας συνεχή, μεγάλα κέρδη στο αμερικανικό στρατοβιομηχανικό σύμπλεγμα.
Και ερχόμαστε στο 2001 και στον αστερισμό του Οσάμα Μπιν Λάντεν, ο οποίος πολύ πριν πεθάνει, στέφθηκε αδιαφιλονίκητος εγκληματικός νους, στο ύψος του Χίτλερ, από τους Αμερικανούς, και από ένα μεγάλο μέρος του Δυτικού κόσμου, και αντιθέτως, σε μία ανεπανάληπτη αντιπαράθεση πολιτισμικών αξιών, στέφθηκε αδιαφιλονίκητος ήρωας, ίνδαλμα και άγιος προστάτης της μουσουλμανικής θρησκείας και πολιτισμού από εκατομμύρια άραβες και άλλους μουσουλμάνους. Ο Οσάμα Μπιν Λάντεν, είτε άγιος είτε διάβολος, επέφερε μία σημαντικότατη αλλαγή στην γεωπολιτική ισορροπία. Έδειξε, με τη καταστροφή των Πύργων, ότι η Αμερική είναι ευάλωτη, με τρόπους που δεν μετριόνται δια της πολεμικής ισχύος, αλλά δια της φανατικής αφοσίωσης σε ένα σκοπό, και σε μία απόλυτη συνεργασία ανθρώπων ενωμένων από μία πίστη, θεολογική η και πολιτική. Και ο Οσάμα επέφερε και μία άλλη, ίσως ακόμα μεγαλύτερη αλλαγή στην γεωπολιτική ισορροπία. Προέτρεψε την Αμερική σε δύο τεράστια αυτοκαταστροφικούς πολέμους, εναντίον του Ιράκ, και του Αφγανιστάν, (ελέω του προέδρου Τζωρτζ Μπους του νεωτέρου), πληγώνοντας θανάσιμα την αμερικανική οικονομία, στο ύψος των σχεδόν 5 τρις δολαρίων, σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου Έρευνας Αϊζενχάουερ του πανεπιστημίου Μπράουν της Αμερικής. (4 τρις το κόστος της πολεμικής προσπάθειας και της περίθαλψης των πληγωμένων μαχητών, και ένα τρις για τους τόκους του αναγκαίου δανείου έως το 2020.). Η επιρροή της Αλ Κάιντα έδωσε στους αραβικούς λαούς, εάν όχι στις αραβικές απολυταρχικές και διεφθαρμένες ηγεσίες τους, μία άυλη αίσθηση δύναμης, δικαιοσύνης, και ενότητας, μέσω δύο κοινών παρονομαστών, της θρησκείας, και της συλλογικής ιστορίας γεωπολιτικής καταπίεσης, και από τις δυτικές κυβερνήσεις, αλλά και από τις εγχώριες αραβικές εξουσίες.
Υπό αυτήν την έννοια, τα πολλαπλά κινήματα που ξέσπασαν και συνεχίζουν ανάμεσα στους αραβικούς λαούς, κατά κάποιον, άυλο τρόπο, νομίζω, έχουν προωθηθεί και από τις εγκληματικές η επαναστατικές ενέργειες της Αλ Κάιντα, παρόλο που τα τωρινά επαναστατικά λαϊκά κινήματα ουδεμία προσήλωση δείχνουν προς τους δεδηλωμένους σκοπούς και τις αξίες της Αλ Κάιντα. Ο ενωτικός κρίκος, κατά την γνώμη μου, είναι η συναίσθηση ότι οι αραβικοί λαοί, επί τέλους έχουν δύναμη, εν τη ενώσει, και ότι έχουν το δίκιο με το μέρος τους. Και σε αυτά τα δύο κρίσιμα σημεία, πιστεύω, ότι η ιστορία της Αλ Κάιντα θα δείξει ότι είχε μία ευεργετική επιρροή. Κατά κάποιον τρόπο, θα μπορούσε να πει κανείς, ότι όπως ο Νάσερ, με την κατάληψη του Σουέζ, σημάδεψε την αδυναμία της αγγλογαλλικής συμμαχίας, νικήτριας του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, έτσι και ο Οσάμα Μπιν Λάντεν, με την καταστροφή των πύργων, το 2001, σημάδεψε την αδυναμία της Αμερικής, λίγα μόνο χρόνια μετά τον θρίαμβό της εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης.
Ο Μπούς και ο Ομπάμα, διαδεχόμενοι ο ένας τον άλλο στην προεδρία των ΗΠΑ, αντιπροσωπεύουν τους δύο άκρους πόλους της Αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Ο Μπούς, μέσα σε πολύ λίγο χρόνο μετά την καταστροφή των πύργων το 2001, κατόρθωσε να αντιπροσωπεύσει πλήρως, τον ιστορικό τίτλο, του Ugly American, πολλά χρόνια αφότου αυτός ο χαρακτηρισμός είχε γίνει της μόδας τον καιρό του πολύχρονου πολέμου της Αμερικής στο Βιετνάμ. Εκμεταλλευόμενος την οργή και τον πανικό που έζωσε τον Αμερικανικό λαό μετά την επίθεση της Αλ Κάιντα, ξεκίνησε τον καθαρά κατακτητικό πόλεμο στο Ιράκ, με την αφελή προσδοκία να χειραγωγήσει γρήγορα μία αμερικανόφιλη κυβέρνηση στο Ιράκ, και να εξασφαλίσει τα πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου του Ιράκ, δεύτερα σε ύψος μετά την Σαουδική Αραβία, για τις αμερικανικές επιχειρήσεις πετρελαίου. Απέτυχε παταγωδώς, και δια της περαιτέρω οικονομικής πολιτικής του, παρέδωσε στον επόμενο πρόεδρο, το Μπαράκ Ομπάμα, μια κατεστραμμένη αμερικανική οικονομία.
Αλλά ουδέν κακόν αμιγές καλού. Ο πρόεδρος Ομπάμα είναι βασικά εναντίον αυτών των δύο πολέμων, και ορμώμενος από την εκτέλεση του Οσάμα Μπίν Λάντεν, και βασιζόμενος στο γεγονός ότι η οικονομία της Αμερικής, δεν αντέχει πια, την επεκτατική, (βλέπε ιμπεριαλιστική), προσπάθεια του τελευταίου αιώνα, θα περιμαζέψει τις αμερικανικές πολεμικές εκστρατείες, αργά η γρήγορα, προσέχοντας, φυσικά και αναγκαστικά, να μην αποδυναμώσει τρομερά την βιομηχανία πολέμου, ούτε, κατά επέκταση, την γενικότερη οικονομία. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που έχει αναγγείλει την προσπάθεια διπλασιασμού των αμερικανικών εξαγωγών, στα επόμενα πέντε χρόνια. Ο Ομπάμα θέλει να υποστηρίξει όσο μπορεί την αραβική απελευθερωτική άνοιξη, και για αυτό προσπάθησε, με αποτυχία ως τώρα, να πείσει το Ισραήλ για ειρήνη. Μέσα στους πολλαπλούς περιορισμούς του αμερικανικού πολιτικού κατεστημένου, και του στρατιωτικού-βιομηχανικού-τραπεζικού συμπλέγματος, (βλέπε πρόεδρο Αϊζενχάουερ), ο Ομπάμα είναι ο καλύτερος αμερικανός δημόσιος υπάλληλος για να περιορίσει την ταυτότητα, αλλά και τις ενέργειες της ΗΠΑ, στο πραγματικό ύψος, που η βασανισμένη οικονομία της και το υπέρογκο χρέος της την έχουν συρρικνώσει, έτσι ώστε να μην αποδυναμωθεί πλήρως, εν σχέση με τον επερχόμενο κολοσσό της Κίνας.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr