Τα παραδείγματα τα βλέπουμε και τα ζούμε, τραγικά και άμεσα, στην πατρίδα μας, όπου η καθημερινή αναγκαία απασχόληση μας είναι να εξετάζουμε πως κινούνται τα spreads, για να δούμε εάν θα χρεοκοπήσουμε ή όχι, και τα οποία, φυσικά, δεν μπορούμε εμείς οι ίδιοι να τα ελέγξουμε άμεσα, ούτε φυσικά να αμυνθούμε εναντίον τους. Και βλέπουμε επίσης, ίσως λιγάκι χαιρέκακα, το κραταιότερο κράτος της οικουμένης, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, με στρατό και πυρηνικά όπλα αρκετά να συντρίψουν τον οποιοδήποτε εχθρό, και να ανατινάξουν τον πλανήτη μας στον αέρα, να υποβιβάζεται στην μοίρα της «Ψωροκώσταινας», για να θυμηθούμε και ένα παλιό παρατσούκλι, επειδή ένας κάποιος οίκος απεφάνθη ότι το δημόσιο χρέος του είναι υπερβολικό και «ανησυχεί» την κεφαλαιοκρατική αγορά.
Πως φτάσαμε έως εδώ?
Η αρχή έγινε με την έξοδο από τον «Παράδεισο» της εθνικής κυριαρχίας επί του εθνικού νομίσματος και επί του εθνικού κεφαλαίου. Και φυσικά σαν το πατροπαράδοτο Παράδεισο, δεν μας φαινότανε σαν παράδεισος, όταν ήμασταν όλοι κλεισμένοι μέσα του, σαν τον Αδάμ και την Εύα. Θυμάμαι το 1964, όταν πήγα φοιτητής στην Ελβετία, ότι ο πατέρας μου έπρεπε να πάρει ειδική άδεια εξαγωγής συναλλάγματος από το ελληνικό κράτος, με μεγάλη δυσκολία, για να μου στέλνει 500 ελβετικά φράγκα τον μήνα για να ζήσω, ποσό πού επέτρεπε το ελληνικό κράτος για φοιτητές του εξωτερικού. Στην δεκαετία του 70, η παγκόσμια συμφωνία για την προώθηση του ελεύθερου εμπορίου εξαφάνισε τα εθνικά σύνορα και τα εθνικά εμπόδια στην μετακίνηση του κεφαλαίου, δημιουργώντας το παγκοσμιοποιημένο κεφάλαιο, το οποίο δεν γνωρίζει έκτοτε εθνικά σύνορα, εθνική ταυτότητα, και φυσικά ούτε και πατριωτική αφοσίωση.
Το δεύτερο βήμα ήρθε με την τεχνολογία των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του διαδικτύου, πού επέτρεψαν μία στιγμιαία επικοινωνία μεταξύ ανθρώπων ή επιχειρήσεων και μία σχεδόν αυτόματη επικύρωση εμπορικών συμφωνιών, και φυσικά, και διεθνών μετακινήσεων κεφαλαίου. Αυτή η μεγάλη τεχνολογική πρόοδος επιτάχυνε, απλοποίησε και πολλαπλασίασε τα μέγιστα τις εμπορικές, αλλά ιδίως τις χρηματικές, συναλλαγές. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια, ένα μεγάλο μέρος των χρηματικών συναλλαγών γίνεται αυτόματα, χωρίς την άμεση παρέμβαση ανθρώπου, από ηλεκτρονικούς υπολογιστές τεραστίων διαστάσεων και ταχυτήτων, οι οποίοι χρησιμοποιώντας αλγοριθμικά προγράμματα, είναι προγραμματισμένοι να πραγματοποιούν αυτόματες χρηματικές συναλλαγές δισεκατομμυρίων δολαρίων σε απειροελάχιστα κλάσματα του δευτερολέπτου. Αυτού του είδους οι σχεδόν αυτόματες συναλλαγές, αποκαλούμενες High Frequency Trading (HTF), Διαπραγματεύσεις Υψηλής Συχνότητας, αποτελούν ήδη, περίπου το 50% των χρηματοεμπορικών συναλλαγών στην υφήλιο.
Τα πρώτα δύο βήματα, λοιπόν, ελευθέρωσαν δια παντός την κίνηση του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου και πλημύρισαν την υφήλιο με έναν ωκεανό από ασταμάτητα κύματα τεραστίων, ποσοτικά, χρηματικών συναλλαγών, οι οποίες πραγματοποιούνται ακαριαία, θα έλεγε κανείς, από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο. Ο όγκος και η ταχύτητα αυτών των αυτομάτων συναλλαγών επιτρέπει στους τεράστιους επενδυτικούς οίκους να πραγματοποιούν σημαντικά επενδυτικά κέρδη μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου, εκμεταλλευόμενοι μία μικρή, σχεδόν ασήμαντη αλλαγή στην αξία ενός νομίσματος, του ευρώ, λόγου χάριν.
Και έτσι φτάνουμε στο τρίτο και πιο δηλητηριώδες βήμα του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου. Αυτό το βήμα ξεκίνησε από ένα σωστό και συνηθισμένο θεσμό. Ένας επενδυτής, παραδείγματος χάριν, κάποιος που έχει αγοράσει ένα ελληνικό κρατικό ομόλογο αξίας 1,000 ευρώ, (τον παλιό εκείνο τον καιρό που πολύς κόσμος αγαπούσε τα ομόλογά μας), μαθαίνει ξαφνικά ότι η ελληνική οικονομία δεν πάει και τόσο καλά. Αποφασίζει λοιπόν να αγοράσει μία ασφάλεια για να προστατεύσει την επένδυσή του των 1,000 ευρώ. Πληρώνει λοιπόν ένα μικρό ποσό, 10 έως 100 ευρώ για να ασφαλίσει τα 1000. Το κόστος της ασφάλισης εξαρτάται από το πόσο ανασφαλής κρίνεται η επένδυση πού έχει κάνει, παρόμοια με το ανεβοκατέβασμα των επιτοκίων. Και πληρώνει στον οίκο πού εκδίδει την ασφάλεια, ένα ευρώ, περίπου, για προμήθεια. Έως εδώ όλα ωραία και καλά. Αυτή η ασφάλιση θεωρείται ότι παρήχθη από την πρωταρχική συναλλαγή της αγοράς του ελληνικού ομολόγου, για αυτό και ονομάζεται παράγωγο, derivative.
Αλλά μετά, η μοντέρνα παγκοσμιοποιημένη οικονομία, επέκτεινε αυτόν το θεσμό, επιτρέποντας στους επενδυτές να αγοράζουν παρόμοιες ασφάλειες για εμπορικές συναλλαγές, στις οποίες οι ίδιοι δεν είναι μέτοχοι. Δηλαδή ο οποιοσδήποτε μπορεί να αγοράσει μια ασφάλεια για ένα ελληνικό ομόλογο 1,000 ευρώ, χωρίς να έχει ο ίδιος αγοράσει το ομόλογο. Η ασφάλεια που αγοράζει έχει μία προθεσμία λήξης, έτσι ώστε, εάν η Ελλάδα χρεοκοπήσει εντός της τακτής προθεσμίας, ο επενδυτής κερδίζει το ποσό για το οποίο ασφαλίστηκε, εάν όχι, τότε χάνει το ποσό πού επένδυσε για να αγοράσει την ασφάλεια. Η αγορά, στην ατέρμονο εφευρετικότητά της, έχει θεσπίσει διάφορες παραλλαγές του βασικού μοντέλου, όλες παραγόμενες από άλλες πρωταρχικές, ποιο πατροπαράδοτες εμπορικές συναλλαγές.
Αυτή η επέκταση του ασφαλιστικού θεσμού δημιουργεί μια παγκόσμια επενδυτική οικονομία που είναι βασικά ένα τεράστιο καζίνο, όπου ο καθένας μπορεί να ποντάρει για κάθε μελλοντική εμπορική η χρηματοπιστωτική κατάσταση, σαν αμέτοχος παρατηρητής-τζογαδόρος. Αυτή η ελευθερία του τζόγου στον παγκόσμιο κεφάλαιο, έχει φυσικά, για λόγους καθαρά ψυχολογικούς, καταστεί τρομερά δημοφιλής, με αποτέλεσμα η συνολική παγκόσμια αγορά παραγώγων, να έχει υπερσκελίσει παγκοσμίως με το μέγεθός της την πατροπαράδοτη επενδυτική αγορά των υπόλοιπων εμπορικών συναλλαγών και βιομηχανικών και άλλων προϊόντων. Σαν ένα μικρό παράδειγμα, από την τελευταία στατιστική του Fed των ΗΠΑ, το 2010, μόνο στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, η αγορά παραγώγων κινήθηκε, ημερησίως, στο ύψος των 690 δισεκατομμυρίων δολαρίων, την στιγμή πού το ΑΕΠ των ΗΠΑ είναι περίπου 13 τρις δολάρια. Δηλαδή, εάν πολλαπλασιάσει κανείς την ημερήσια κίνηση της αγοράς παραγώγων με τις εργάσιμες μέρες του έτους, το ετήσιο μέγεθος της, μόνο στην Νέα Υόρκη, φτάνει το σεβαστό ποσό των 240 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, δηλαδή σχεδόν εικοσαπλάσιο του αμερικανικού ΑΕΠ.
Σαν τζογαδόρικο περιβάλλον, η αγορά παραγώγων, σύμφωνα με την New York Times, κοντρολάρεται από ένα μικρό κύκλο μεγάλων τραπεζιτικών οίκων, κυρίως αμερικανικών, στον οποίο συμμετέχει και η (δική μας) Deutsche Bank, και για να νοιώσουμε και λίγη πατριωτική υπερηφάνεια, στους εκλεκτούς αντιπροσώπους αυτού του ερμητικά κλειστού κύκλου τραπεζών, αναφέρονται από τους New York Times και δύο με ελληνικά ονοματεπώνυμα. Ο κλειστός αυτός επενδυτικός κύκλος, κατάφερε και παρέμεινε εκτός της τελευταίας προσπάθειας της αμερικανικής κυβέρνησης, το 2010, να επιβάλει ρυθμιστικούς κανονισμούς στην τραπεζική αγορά των ΗΠΑ, καθότι οι τεράστιοι τραπεζιτικοί οίκοι που τον αποτελούν, προσφέρουν πλουσιοπάροχες χρηματικές συνεισφορές και στα δύο αμερικανικά κόμματα της Αμερικής, συμπεριλαμβανομένου και του Προέδρου Ομπάμα.
Βλέπουμε λοιπόν, ότι η παγκόσμια αγορά κεφαλαίου, εμπεριέχει ένα χρηματικό καζίνο γιγαντιαίων διαστάσεων, το οποίο πολύ λίγη σχέση έχει με την αγορά προϊόντων, και η οποία αγορά ακολουθεί τους δικούς της κανόνες και ρυθμούς, καθαρά χρηματοκερδοσκοπικούς. Το κεφάλαιο, στον διαρκή αγώνα της αναπαραγωγής του, παρακάμπτει την λοιπή παραγωγικότητα της ανθρώπινης κοινωνίας.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr