Εδιχάσθη τότε ο λαός (βοηθούντων των οικονομικών υπερσυμφερόντων και των ιθαγενών μεταπρατών τους) και αγελαίως επέλεξε στρατόπεδο. Κυρίως με ταξικά και οικονομικά κριτήρια. Αυτοί που είχαν οικονομίες σε ευρω ετάχθησαν εναγωνίως υπέρ του «ναι», εκείνοι που δεν είχαν στον ήλιο μοίρα προσορμίσθησαν στο «όχι». Βοήθησε τα μάλα την δεύτερη επιλογή ο δημόσιος λόγος των ορεγομένων το «ναι».
Μετά το δημοψήφισμα οι συζητήσεις μας περιορίσθησαν σε καφενειακές αντιπαραθέσεις στον απόηχο ενός ποδοσφαιρικού ντερμπυ. Δηλαδή εάν ο Πρωθυπουργός σφύριξε εμφανές πέναλτι και μετά το πήρε πίσω.
Η πλειοψηφία δεν αξιολόγησε τις καταλυτικές επιδράσεις του μεγαλειώδους όχι που μετετράπη κατρακυλώντας σ’ ένα μη μεγαλειώδες ναι. Ο αιρετός επι κεφαλής ημών το πήρε το «όχι» και το πέταξε στα σκουπίδια. Με την κίνηση του αυτή κατέδειξε στους -θορυβηθέντες εν τω μεταξύ- δανειστές μας ότι δεν υπάρχει ελληνικός λαός και ότι η δεδηλωμένη βούληση του εξαερώθη. Από την άλλη ο υπερήφανος λαός του «όχι»- χωρίς αντίσταση- απεδέχθη μοιρολατρικώς την 17ωρη απόφαση του ταγού του. Και τον επιβράβευσε μάλιστα (επειδή του έκλεψε το όχι του) επανεκλέγοντας τον δυο μήνες μετά.
Ελάτε τώρα στην θέση των δανειστών. Από την μια έχουν απέναντι τους, ως λαό, ένα άθυρμα. Από την άλλη ως πολιτική του ηγεσία (κυβέρνηση και αντιπολίτευση) κάτι αυθορμήτως προσελθόντες υποτεταγμένους. Πώς να μας πάρουν στα σοβαρά; Πώς να μας κάνουν εκπτώσεις; Πώς να προβούν σε επιμηκύνσεις; Εφ’ όσον εν μια νυκτί, αντί να σκίσουμε τα μνημόνια, σκίσαμε ιδίαις χερσί το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος μας.
Έκτοτε άρχισε ο Ζαν Κλόντ τα φιλικά χτυπήματα στην πλάτη του Αλέξη και τα «Καλώς ήρθες στο κλάμπ μας» και τα «δεν θα χάσεις με την επιλογή σου»… Ο Αλέξης μπορεί να μην έχασε, έχασε όμως η χώρα μια τρανή ευκαιρία. Να στυλώσει τα πόδια και να απειλήσει. Όπως πιθανώς ήθελε να πράξει ο Βαρουφάκης «τοις κείνων ρήμασι πειθόμενος», ασχέτως εαν στην πράξη μπορει να απεδεικνύετο οτι σκιαμαχούσε.
Και έτσι ο Αλέξης κράτησε τον θώκο του και τις λιμουζίνες, ο Φλαμπουράρης συνέχισε να πληρώνει τις δόσεις του νερού από την πισίνα του και ο μόνος που την πλήρωσε από τους εντεταλμένους ήταν ο ιδρυματικός Λαφαζάνης, που έβαλε σε εφαρμογή το αυτονόητο ανδρικό προνόμιο. Παραιτήθηκε.
Ας τα αφήσουμε λοιπόν τα μεγαλειώδη «όχι». Αυτά ήταν για τον Λεωνίδα και τους τριακόσιους, όταν η αλκή της Ελλάδος απλωνόταν σε όλη τη Μεσόγειο. Δυο «όχι» είπε σχεδόν σύσσωμη η Ελλάδα στους ξένους στην ύστερη ιστορία της. Το 1940 και το 2015. Και τα δυο δεν μου φαίνεται ότι μας βγήκαν σε καλό. Με το πρώτο «όχι» μπήκαμε στον πόλεμο το 1940 και βγήκαμε το 1949 , χύνοντας αδελφικό αίμα. Με το δεύτερο «όχι» μπήκαμε σε έναν εκατονταετή πόλεμο με κατοχή της χώρας, απομύζηση του φυσικού της πλούτου και πτωχοποίηση των υποκειμένων της.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr