Ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Γιώργος Σταθάκης, σε συνέντευξή του στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων επεσήμανε, μεταξύ άλλων, ότι «μέχρι τις εκλογές, τον Σεπτέμβριο του 2019, το ποσοστό ανεργίας θα επιστρέψει στο 15%, επίπεδο όπου βρισκόταν στα τέλη του 2010, όταν ξεκινούσε η περίοδος των μνημονίων».
Πράγματι, αν συνεχιστούν οι ευνοϊκές εξελίξεις και κατά το πρώτο εξάμηνο και το τρίτο τρίμηνο του 2017 στην ελληνική αγορά εργασίας θα δικαιώσουν τις προβλέψεις του κ. Σταθάκη. Η απασχόληση αυξήθηκε για 13ο συνεχόμενο τρίμηνο, ενώ το ποσοστό ανεργίας συνέχισε να υποχωρεί. Ωστόσο, σημειώνεται ότι παρατηρείται κάμψη του ρυθμού αύξησης της απασχόλησης, ενώ το ποσοστό ανεργίας παραμένει το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Συγκεκριμένα, η απασχόληση αυξήθηκε κατά 1,9% το α’ εξάμηνο του 2017 (έναντι 2,5% το αντίστοιχο διάστημα του 2016). Αντίστοιχα, ο αριθμός των ανέργων μειώθηκε κατά 7,6%, παρουσιάζοντας ταχύτερο ετήσιο ρυθμό μείωσης από εκείνον του α’ εξαμήνου του 2016 (-5,9%), και το ποσοστό ανεργίας αποκλιμακώθηκε στο 22,2% (από 24,0% το α’ εξάμηνο του 2016). Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (Σεπτέμβριος 2017) δείχνουν περαιτέρω υποχώρηση του ποσοστού ανεργίας στο 20,5% (με βάση εποχικώς διορθωμένα στοιχεία) από 20,7% τον Αύγουστο του 2017.
Πρόκειται για εξελίξεις, οι οποίες σημειώνονται σε ένα έντονα, επί οκτώ χρόνια (με εξαίρεση το 2014) υφεσιακό περιβάλλον. Διότι, σύμφωνα με τους οικονομικούς νόμους και προσομοιώσεις, η ανεργία μειώνεται σε μια χώρα, όπου λειτουργεί σωστά η οικονομία, μόνο σε περιόδους ανάπτυξης, δηλαδή σε περιόδους αύξησης του ΑΕΠ. Εκτιμάται ότι μία αύξηση του ΑΕΠ κατά μια μονάδα συνεπάγεται μείωση της ανεργίας κατά 0,25 της μονάδας, όταν, επαναλαμβάνουμε, λειτουργεί σωστά η οικονομία και δεν ταλαιπωρείται από στρεβλώσεις. Σημειώνεται ότι στο πρόσφατο παρελθόν και ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία 1996-2006, δηλαδή κατά τη δεκαετία των «χαζοχαρούμενων» ιαχών για «ισχυρή ανάπτυξη» και «ισχυρή», τάχα, οικονομία, παρουσιαζόταν το «κουφό» που οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης όχι μόνο δεν συνοδεύονταν από μείωση της ανεργίας, όπως επιτάσσουν οι οικονομικοί νόμοι, αλλά αυξανόταν κιόλας, λόγω των στρεβλώσεων στην αγορά εργασίας και των χρόνιων μακροοικονομικών ανισορροπιών.
Υπενθυμίζουμε στον κ. Σταθάκη και τους αναγνώστες μας ότι ένα μέρος των στρεβλώσεων και των χρόνιων αγκυλώσεων στην ελληνική αγορά εργασίας αντιμετωπίστηκε από τις δειλές μεταρρυθμίσεις οι οποίες προωθήθηκαν στην ελληνική αγορά εργασίας κατά την περίοδο 2010-2013 υπό την πίεση των δανειστών και οι οποίες προκαλούσαν λυσσαλέες αντιδράσεις από την εκάστοτε εξουσιομανή αντιπολίτευση, η οποία στη συνέχεια ως κυβέρνηση (με τις γνωστές «κωλοτούμπες»!) τις συμπλήρωνε με νέα, σκληρότερα, μέτρα! Αναφερόμαστε κυρίως στη Νέα Δημοκρατία υπό τον κ. Σαμαρά και στον ΣΥΡΙΖΑ υπό τον κ. Τσίπρα, οι οποίοι υπόσχονταν διάφορα άλλα … χαζοχαρούμενα «μεταφυσικά» ως αντιπολίτευση (βλέπε τις «Ζαππειάδες» του κ. Σαμαρά και το ηρωικό «έπος» - πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ στη Θεσσαλονίκη).
Όλες αυτές οι μεταρρυθμίσεις, όπως επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος σε όλες σχεδόν τις ετήσιες και ενδιάμεσες εκθέσεις της για τη Νομιμαστική πολιτική μετά το 2011, είχαν ως βασικό στόχο την αύξηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας, τη μείωση του κόστους εργασίας και τη βελτίωση της προσαρμοστικότητας των επιχειρήσεων στις διαταραχές της οικονομικής δραστηριότητας. Οι βασικές μεταρρυθμίσεις αφορούσαν, μεταξύ άλλων, τη μείωση του κόστους απολύσεων/καταγγελίας συμβάσεων, αλλαγές στον τρόπο προσδιορισμού του κατώτατου μισθού και τη δομή του συστήματος μισθολογικών διαπραγματεύσεων.
Οι κυριότερες από τις μεταρρυθμίσεις αυτές είναι οι ακόλουθες:
-Αναφορικά με το κόστος απολύσεων/καταγγελίας συμβάσεων, μειώθηκε η αποζημίωση για την απόλυση χωρίς προειδοποίηση και το χρονικό διάστημα της ειδοποίησης που πρέπει να παράσχει ο εργοδότης στον εργαζόμενο πριν από την καταγγελία της σύμβασης εργασίας προκειμένου να καταβληθεί η μισή αποζημίωση.
-Αυξήθηκε το όριο πέραν του οποίου οι απολύσεις χαρακτηρίζονταν ως ομαδικές.
- Στο πλαίσιο των επιχειρησιακών συμβάσεων μπορούν να προσδιοριστούν αμοιβές χαμηλότερες από αυτές που ορίζουν οι κλαδικές συμβάσεις, αλλά όχι χαμηλότερες από αυτές που ορίζει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.
-Η σύναψη επιχειρησιακών συμβάσεων καθίσταται ευκολότερη, καθώς δεν απαιτείται η ύπαρξη συνδικαλιστικού φορέα σε επίπεδο επιχείρησης. Επιχειρησιακή σύμβαση μπορεί να συναφθεί μεταξύ των εκπροσώπων της επιχείρησης και μιας “ένωσης προσώπων”, η σύσταση της οποίας προϋποθέτει τη συμμετοχή των 3/5 των εργαζομένων της επιχείρησης ανεξαρτήτως του συνολικού αριθμού των εργαζομένων σε αυτή.
-Παύει κατά το διάστημα του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής η επέκταση των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων στους εργαζομένους των επιχειρήσεων που δεν συμμετέχουν στη διαπραγμάτευση για την υπογραφή των συμβάσεων αυτών.
-Ο κατώτατος μισθός θα καθορίζεται πλέον με νόμο, αφού ληφθεί υπόψη η γνώμη των κοινωνικών εταίρων. Σημειώνεται ότι πριν από την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων ο κατώτατος μισθός αποτελούσε το αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των κοινωνικών εταίρων.
-Καθορίστηκαν και χαμηλότεροι κατώτατοι μισθοί για τους νέους κάτω των 25 ετών.
Σημειώνεται ότι εκτενής ανάλυση των μεταρρυθμίσεων που προωθήθηκαν στην αγορά εργασίας έχει γίνει και σε πολλές δημοσιεύσεις της Τράπεζας, όπως Έκθεση του Διοικητή για το έτος 2011, Πλαίσιο VI.I, σελ. 70-74, και Έκθεση του Διοικητή για το έτος 2012, Πλαίσιο VI.I, σελ. 82-85 και σε όλες τις επόμενες ετήσιες ή ενδιάμεσες εκθέσεις έως σήμερα, με τη μορφή ειδικού θέματος ή πλαισίου και υπό τον τίτλο «Εξελίξεις και προοπτικές της απασχόλησης και της ανεργίας».
Έτσι, στη θετική μεταβολή της απασχόλησης κυρίως μετά το 2014 και έως το τρίτο εξάμηνο του 2017 είχαν οι μεταρρυθμίσεις αυτές, οι οποίες , σύμφωνα με τα στοιχεία της Έρευνας Εργατικού Δυναμικού (ΕΕΔ) της ΕΛΣΤΑΤ, προκάλεσαν και προκαλούν συνεχώς κυρίως η αύξηση της μισθωτής απασχόλησης σε ετήσια βάση για τέταρτη συνεχή χρονιά, αν και παρατηρείται κάμψη του ετήσιου ρυθμού αύξησής της (1,8% το α’ εξάμηνο του 2017 από 4,8% το α’ εξάμηνο του 2016), και η αύξηση των αυτοαπασχολουμένων χωρίς προσωπικό (2,5% το α’ εξάμηνο του 2017), οι οποίοι για πρώτη φορά μετά το 2010 εμφανίζουν θετικό ρυθμό μεταβολής και αντιπροσωπεύουν το 23% της συνολικής απασχόλησης. Αύξηση παρουσίασαν και οι λοιπές κατηγορίες απασχολουμένων .
Πάντως, σημειώνεται ότι η αύξηση της συνολικής απασχόλησης προέρχεται κυρίως από το χονδρικό και λιανικό εμπόριο (3,0%), τη μεταποίηση (3,0%) και τις δραστηριότητες σχετικές με τον τουρισμό (3,6%). Αντίθετα, το α’ εξάμηνο του 2017 η απασχόληση στις κατασκευές μειώθηκε (-1,2%, έναντι αύξησης 3,2% την αντίστοιχη περίοδο του 2016), λόγω της συνεχιζόμενης κατάρρευσης της οικοδομικής δραστηριότητας, η οποία ανέκαθεν ενίσχυε την ανάπτυξη στη χώρα μας.
Το κοινωνικό δράμα πίσω από τους «ωραίους» αριθμούς
Αλλά, πίσω από αυτή μαγική εικόνα της ολοένα μειούμενης ανεργίας από τα δυσθεώρητα επίπεδα στα οποία είχε οδηγηθεί όχι από τα Μνημόνια, αλλά από τη δειλή ή κακή εφαρμογή όλων σχεδόν των Προγραμμάτων Χρηματοδοτικής Διευκόλυνσης της τρόικας λόγω του περιβόητου αθάνατου πολιτικού κόστους από τη μια μεριά και του πολιτικού οφέλους από την άλλη, κρύβεται ο εφιάλτης της μακροχρόνιας ανεργίας και της υψηλής ανεργίας των νέων και των γυναικών, ο οποίος «ωραιοποιείται» στα στατιστικά στοιχεία με τη συνέχιση της αύξησης της χρήσης περισσότερο ευέλικτων μορφών εργασίας και με την ολοένα αύξηση της υποαπασχόλησης και της μερικής εργασίας. Αυτό το κοινωνικό δράμα, που εκδηλώνεται ως εφιάλτης σε όλα τα νοικοκυριά, τα ασφαλιστικά ταμεία και τα δημόσια οικονομικά, θα θεριεύει συνεχώς, αν δεν επιστρέψει η οικονομία σε ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης, αν δεν συνεχιστούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα επηρεάζουν μόνιμα και θετικά την απασχόληση και, κυρίως, αν δεν σταματήσει η κακοποίηση και ο χλευασμός με προτροπές «στα τσακίδια» των βασικών παραγόντων που προσδιορίζουν, που διαμορφώνουν το ΑΕΠ της χώρας, όπως είναι οι επενδύσεις, η κατανάλωση και οι εξαγωγές.
Το α’ εξάμηνο του 2017, όπως προκύπτει την Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική (Δεκέμβριος 2017), συνεχίστηκε η αύξηση της χρήσης περισσότερο ευέλικτων μορφών απασχόλησης, ως συνέπεια της άρσης των θεσμικών περιορισμών στην αγορά εργασίας και της δυσκολίας εύρεσης εργασίας πλήρους απασχόλησης. Το ποσοστό μερικής απασχόλησης, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, αυξήθηκε στο 10,2% του συνόλου των απασχολουμένων, από 9,8% την ίδια περίοδο το 2016.
Τα στοιχεία από το πληροφοριακό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ και από τον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), όπως επισημαίνει η Τράπεζα της Ελλάδος, επιβεβαιώ νουν τα ανωτέρω συμπεράσματα. Συγκεκριμένα, το 54,4% των νέων προσλήψεων το δεκάμηνο του 2017 (στοιχεία ΕΡΓΑΝΗ) αφορούσε προσλήψεις μερικής και εκ περιτροπής απασχόλησης (έναντι 54,2% το αντίστοιχο διάστημα του 2016). Το ποσοστό απασχόλησης για την ηλικιακή ομάδα 15-64 ετών συνέχισε να αυξάνεται (53% το α’ εξάμηνο του 2017, έναντι 51,7% το ίδιο διάστημα του 2016), όμως παραμένει το χαμηλότερο στην ΕΕ-28 (μέσος όρος ΕΕ: 67,2%). Το ποσοστό ανεργίας των νέων 20-29 ετών συνέχισε να υποχωρεί και μειώθηκε σε ετήσια βάση σε 35,7% το α’ εξάμηνο του 2017 (38,7% το α’ εξάμηνο του 2016), διατηρώντας όμως τη χειρότερη επίδοση στην ΕΕ-28.
Επίσης, τα προγράμματα απασχόλησης του ΟΑΕΔ, η κλαδική σύνθεση της απασχόλησης που ενισχύει την απασχόληση των νέων σε θέσεις που σχετίζονται με τις υπηρεσίες τουρισμού και το εμπόριο, καθώς και οι νομοθετικές αλλαγές της προηγούμενης περιόδου που επέτρεψαν την πρόσληψη των νέων (κάτω των 25 ετών) με χαμηλότερες αμοιβές και σε περισσότερο ευέλικτες μορφές απασχόλησης συνετέλεσαν, μεταξύ άλλων παραγόντων, στην αποκλιμάκωση της ανεργίας των νέων. Αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας παρατηρήθηκε τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες, αλλά τα ποσοστά ανεργίας και των δύο φύλων είναι τα υψηλότερα στην ΕΕ-28.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι , παρά τη συνέχιση της αποκλιμάκωσης του ποσοστού ανεργίας και τη σημαντική αύξηση της απασχόλησης μετά το 2014, η απόσταση από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο είναι μεγάλη και θα χρειαστεί αρκετός χρόνος μέχρι το ποσοστό να μειωθεί στα προ της κρίσης επίπεδα. Έτσι, ίσως η περίοδος έως το 2019 δεν θα είναι αρκετή για την επίτευξη του στόχου αυτού, όπως τον προβλέπει ο κ. Σταθάκης, και συνεπώς, για ένα σημαντικό τμήμα του ανθρώπινου δυναμικού θα συνεχιστεί το κοινωνικό δράμα με το πρόβλημα της απασχόλησης και της εισοδηματικής ενίσχυσης των ελληνικών νοικοκυριών.
Εφιαλτικά στοιχεία
Το δράμα αυτό, όπως το παρουσιάζουν με στοιχεία οι εκθέσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, εμφανίζεται και συνεχώς κορυφώνεται ως εξής:
- Ένα αυξανόμενο τμήμα του πληθυσμού απασχολείται μερικώς ή εκ περιτροπής παρά τη θέλησή του (5,5% του διευρυμένου εργατικού δυναμικού ή 271,7 χιλιάδες άτομα), ενώ περίπου 162,7 χιλιάδες άτομα (3,3% του διευρυμένου εργατικού δυναμικού) χαρακτηρίζονται ως εν δυνάμει εργατικό δυναμικό, καθώς, παρότι βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας, είτε αναζητούν είτε είναι διαθέσιμα για απασχόληση. Συνολικά, εκτιμάται ότι περίπου το 1/3 των διαθέσιμων ανθρώπινων πόρων αντιμετωπίζει περιορισμούς ή προβλήματα πρόσβασης στην απασχόληση.
-Η ανοδική τάση της υποαπασχόλησης και του εν δυνάμει εργατικού δυναμικού υποδηλώνει ότι σημαντικό μέρος των ανθρώπινων πόρων βρίσκεται σε αργία ή υποαπασχόληση παρά τη θέλησή του. Συνεπώς, παρά τη θετική συμβολή της μερικής απασχόλησης στην αύξηση της συνολικής απασχόλησης και στην ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος στην οικονομία, η συνέχιση της ανοδικής τάσης της υποαπασχόλησης επί μακρόν δημιουργεί προβλήματα στο ασφαλιστικό σύστημα και στα δημόσια οικονομικά και επιτείνει την κοινωνική και εισοδηματική ανισότητα.
-Παράλληλα, η αύξηση του εν δυνάμει εργατικού δυναμικού υποδηλώνει αύξηση του τμήματος του πληθυσμού εκτός εργατικού δυναμικού που θα ήθελε να εισέλθει στην αγορά εργασίας και να βρει απασχόληση αλλά δεν το επιτυγχάνει, εξέλιξη που μπορεί να οδηγήσει σε κοινωνικό αποκλεισμό, περιθωριοποίηση και φτώχεια.
-Επίσης, η συνέχιση της αυξητικής τάσης της υποχρησιμοποίη σης των ανθρώπινων πόρων επιδρά αρνητικά στην ανάκαμψη της οικονομίας, καθώς συμβάλλει στη συγκράτηση της ανόδου των αποδοχών ανά εργαζόμενο.
-Η αυξητική τάση της υποχρησιμοποίησης των ανθρώπινων πόρων μπορεί επίσης να έχει αρνητικές επιπτώσεις στο ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας.
Συμπέρασμα: Η μείωση της ανεργίας με συνεχής αύξηση της υποχρησιμοποίησης των ανθρώπινων πόρων αποτελεί ένα μείζον οικονομικό και κοινωνικό πρόβλημα, το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τη συνεχιζόμενη «δημιουργική ασάφεια» και ιδεοληπτική σύγχυση στον οικονομικό σχεδιασμό, που απαιτεί πρωτίστως σεβασμό όλων των οικονομικών νόμων. Δηλαδή, απαιτείται η δημιουργία νέων θέσεων απασχόλησης μέσω νέων επενδύσεων. Έτσι μόνο θα βελτιωθούν οι προοπτικές πλήρους απασχόλησης των υποαπασχολούμενων και όσων είναι εκτός εργατικού δυναμικού. Αλλά, αυτά δεν γίνονται χωρίς την αποκατάσταση της χρηματοπιστωτικής κανονικότητας, την αναγκαία υιοθέτηση πολιτικών που διευκολύνουν τη σύσταση νέων επιχειρήσεων, την προσέλκυση νέων επενδύσεων και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης. Σε αυτές περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων, η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και οι ιδιωτικοποιήσεις, όπως προτείνει και η Τράπεζα της Ελλάδος.
Η εικόνα του κοινωνικού αυτού δράματος, όπως εξελίσσεται με μείωση της ανεργίας εξαιτίας και της συμβολή της χρήσης υποαπασχόλησης εμφανίζεται και στον παρατιθέμενο πίνακα, από τον οποίο προκύπτουν οι ακόλουθες διαπιστώσεις:
Πρώτον, μετά το 2009 παρατηρείται δραματική μείωση των απασχολούμενων και σημαντική αύξηση των υποαπασχολούμενων.
Δεύτερον, σημαντική συρρίκνωση εμφανίζει και το εργατικό δυναμικό είτε από τη μετανάστευση εγκεφάλων ή μη στο εξωτερικό είτε από την απογοήτευση που έχει προκαλέσει η κρίση στην προσπάθεια εύρεσης απασχόλησης, η οποία αντανακλάται στην αύξηση του εν δυνάμει εργατικού δυναμικού.
Τρίτον, σημαντική συρρίκνωση παρουσιάζει και ο αριθμός των μη ενεργών Ελλήνων, η οποία προφανώς οφείλεται σε φυγή στο εξωτερικό ή σε προσφυγή στην υποαπασχόληση για την ενίσχυση του ολοένα μειούμενους εισοδήματος των νοικοκυριών.
Η εικόνα του ανθρώπινου δυναμικού και του κοινωνικού δράματος (2009-2017)
Έτος | Απασχολούμενοι (χιλιάδες) | Άνεργοι (χιλιάδες) | Εργατικό δυναμικό (χιλιάδες) | Ανεργία (%) | Υποαπασχολούμενοι (χιλιάδες) | Μη ενεργοί (χιλιάδες) |
2009 | 4.500,1 | 536,8 | 5.037,9 | 10,7 | 116,7 | 3.372,9 |
2010 | 4.248,7 | 732,9 | 4.981,6 | 14,7 | 133,1 | 3.348,0 |
2011 | 3.866,4 | 1.042,1 | 4.908,5 | 21,2 | 153,8 | 3.380,5 |
2012 | 3.581,5 | 1.279,9 | 4.861,4 | 26,3 | 171,4 | 3.348,0 |
2013 | 3.486,4 | 1.316,9 | 4.803,3 | 27,4 | 219,6 | 3.359,8 |
2014 | 3.545,0 | 1.231,2 | 4.776,2 | 25,8 | 226,2 | 3.334,4 |
2015 | 3.654,9 | 1.157,3 | 4.812,2 | 24,0 | 251,5 | 3.254,3 |
2016 | 3.655,6 | 1.120,1 | 4.775,7 | 23,5 | 263,0 | 3.253,7 |
2017* | 3.800,3 | 981,1 | 4.781,4 | 20,5 | 277,1 | 3.253,7 |
*Σεπτέμβριος 2017
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ, Έρευνα Εργατικού Δυναμικού
*Ο Δημήτρης Στεργίου είναι Πρώην διευθυντής Σύνταξης του «Οικονομικού Ταχυδρόμου»
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr