Μια που επίκειται ο νέος πτωχευτικός κώδικας (μέχρι να αλλάξει πάλι, καθώς ο σημερινός κώδικας ψηφίστηκε μόλις το 2007 και τροποποιείται έκτοτε συνεχώς), αρμόζει ένα σχόλιο για δύο βασικά σημεία του, χωρίς υπεισέλευση σε τεχνικά θέματα.
Πρώτον, η «δεύτερη ευκαιρία». Στο σημείο αυτό βρίσκεται μία μείζων στρέβλωση του ελληνικού πτωχευτικού συστήματος. Η ουσία της πτώχευσης είναι ότι τη δηλώνει κανείς όταν έχει περιέλθει σε μόνιμη και γενική αδυναμία εξυπηρέτησης των χρεών του, ώστε η περιουσία που μέχρι τη δήλωση απέκτησε να αποκοπεί από τη δική του διαχείριση και να μοιραστεί στους πιστωτές του, εκείνη όμως που θα πορισθεί με τους μελλοντικούς κόπους του να μείνει σ’ εκείνον. Γιατί; Γιατί αλλιώς ή δεν θα κοπιάσει να δημιουργήσει κι άλλο ή θα το κάνει μέσω διαφορετικών μορφών βιτρίνας (πώς λέμε στην πιάτσα «αυτοφωράκηδες»; - κάτι τέτοιο). Η ελληνική νομοθεσία, παρότι διαχωρίζει (σε ένα άρθρο – ένα, σαν αυτό με το οποίο ο Τσίπρας θα έσκιζε τα μνημόνια πριν καταλήξει να σκίσει κανα καλσόν) την πτωχευτική από την μεταπτωχευτική περιουσία, έχει αναιρέσει κάθε σημασία του διαχωρισμού αυτού ποινικοποιώντας (και εξαιρώντας από τον διαχωρισμό) σχεδόν τα πάντα: τις ακάλυπτες επιταγές, τις οφειλές μισθών, δώρων και επιδομάτων, τις εισφορές στα ταμεία, τα χρέη στο Δημόσιο.
Η διάταξη κατά την οποία επί φυσικών προσώπων (το αντίθετο δεν είναι τα αφύσικα πρόσωπα- είναι οι εταιρείες), εάν διαπιστωθεί η καλοπιστία τους και περάσουν έτη δύο, θα διαγραφούν τα χρέη κινείται από την άποψη αυτή σε σωστή κατεύθυνση, είναι όμως άτολμη, ατελής και δεν προβλέπεται να έχει μεγάλη αξία στην πράξη. Πρώτον, γιατί πρέπει να επεκταθεί και στους εκπροσώπους εταιρειών, καθώς αυτές αποτελούν το μεγάλο πλήθος των σημαντικών οικονομικών δρώντων, άρα και εκείνων που πτωχεύουν. Και δεύτερο επειδή η ίδια η έννοια της πτώχευσης είναι ο άμεσος διαχωρισμός πτωχευτικής και μεταπτωχευτικής περιουσίας: ο πτωχεύσας θα πρέπει να ελεγχθεί (και με σοβαρότητα) για το αν δήλωσε όλη την περιουσία του, αν έκρυψε, έκλεψε ή «έπνιξε» μέρος της. Αν το έκανε, να υφίσταται συνέπειες. Η περιουσία που θα αποκτά από τη δουλειά του στο μέλλον πρέπει, όμως, να ανήκει σ’ αυτόν. Διαφορετικά ο θεσμός της πτώχευσης χάνει μεγάλο μέρος από το νόημά του.
Η έτερη προτεινόμενη καινοτομία είναι ότι, στις βιώσιμες επιχειρήσεις (τη βιωσιμότητα θα την κρίνει, υποθέτω, το Άγιο Πνεύμα εν είδει Στουρνάρα), εάν δεν συμπράττουν οι μέτοχοι και διοικητές, θα αναλαμβάνουν την εξυγίανση οι πιστωτές ακόμη και αντίθετα στη βούληση των εταίρων και διαχειριστών (ήτοι οι τράπεζες και ο δημόσιος τομέας, που έχουν πτωχεύσει οι ίδιοι φορές τρεις σε χρόνια πέντε). Θα κινδυνεύει, δηλαδή, μια αλυσίδα σούπερ μάρκετ ή ένα συγκρότημα εφημερίδων ή ένα ξενοδοχείο, οι μέτοχοι και τα διοικητικά συμβούλια θα αντιδρούν στη διάσωση – και τις επιχειρήσεις θα τις σώζουν manu militari οι πιστωτές τους.
Πέραν του ότι θυμίζει επικίνδυνα το «άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι», η πρόταση αντιμετωπίζει περιθωριακό ζήτημα. Η εμπειρία δείχνει ότι οι μέτοχοι και η διοίκηση μιας υπερχρεωμένης επιχείρησης θέλουν μεν –ευλόγως- να έχουν ίδιο όφελος από τη διάσωσή της (τη διατήρηση μεριδίου ή, κάποτε, και μόνο την απαλλαγή τους από διώξεις και χρέη με ολική παραχώρηση του ενεργητικού), σπανίως όμως αντιδρούν σε οποιοδήποτε λογικό σχήμα εξυγίανσης. Το σύνηθες πρόβλημα δεν είναι η δική τους αντίδραση, αλλά από τη μία πλευρά ότι ο δημόσιος τομέας (εφορία και ΙΚΑ) και οι τράπεζες αποκρούουν την απομείωση των απαιτήσεών τους και ζητούν ρύθμιση του 100% (σε πολλές δόσεις, βέβαια, οπότε η ενεστώσα αξία όντως μειώνεται, αλλά το οικονομικό προφίλ της επιχείρησης δεν ξεκαθαρίζει), από την άλλη –και κυρίως- ότι σε όλες τις σχετικές περιπτώσεις εγείρεται το ερώτημα ποιος θα χορηγήσει στην επιχείρηση κεφάλαιο κίνησης στην κρίσιμη περίοδο των συζητήσεων για την κατάρτιση συμφωνίας εξυγίανσης.
Η συνήθης στην πράξη απάντηση είναι «κανείς» - και το αποτέλεσμα η περαιτέρω επιδείνωση τζίρου και μεγεθών της ήδη υπερχρεωμένης μονάδας με αποτέλεσμα την πτώχευση της. Αν σ’ αυτό αθροίσει κανείς το ερώτημα του ποιος θα διαχειριστεί την επιχείρηση για λογαριασμό των δανειστών κατά την ενδιάμεση περίοδο (ποιος θα κάνει τον παντοπώλη, τον εκδότη ή τον ξενοδόχο) αντιλαμβάνεται ότι η όλη διάταξη αποτελεί σκιαμαχία: όπου οι δανειστές και ο οφειλέτης δεν τα βρίσκουν, δεν εξυγιαίνεται ο οφειλέτης παρά τη θέλησή του – απλώς οι πιστωτές του πλειστηριάζουν την περιουσία του..
Για μία ακόμη φορά έχει κανείς την αίσθηση ότι οι νομοθετικές παρεμβάσεις είναι προϊόντα μειωμένης μελέτης, αν όχι και επιρροής ορισμένων «συμβούλων» που διακηρύσσουν μεταρρυθμίσεις ενώ στην πραγματικότητα εφευρίσκουν μεροκάματο – για τους ίδιους..
Αντιλαμβάνομαι ότι το θέμα δεν ήταν ακριβώς εορταστικό, αλλά ποιο είναι τελευταία;
Καλά Χριστούγεννα - and good luck.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr