Ο Μπελ θα αντέτεινε σαρκαστικά ότι στη ζωή δεν υπάρχει ούτε νόμος ούτε τάξη, αλλά πλούσιοι και φτωχοί, κυρίες και πόρνες, τίμιοι και λωποδύτες κ.ο.κ. Η παρατήρησή του έχει μια αλήθεια, εξίσου αληθινό είναι όμως και ότι η απόλυτη αταξία μπορεί για τον μέσο άνθρωπο να είναι οδυνηρότερη από την αυστηρότερη δεσποτεία.
Ωστόσο, όποτε μιλάμε για κράτος δικαίου σήμερα, έχει κανείς την αίσθηση ότι προσπερνάμε την ουσιωδέστερη πλευρά του. Κράτος δικαίου δεν σημαίνει μόνο κράτος με νόμους, ούτε μόνο κράτος όπου οι νόμοι επιβάλλονται στους πολίτες, αλλά πρωτίστως κράτος που αυτοδεσμεύεται από τους νόμους που θεσπίζει, που δεν τους αλλάζει κάθε τόσο αναδρομικά και κατά την περίσταση, που δεν λέει άλλα στα λόγια (των νόμων) και άλλα στην εφαρμογή. Βασικό έργο των δικαστών είναι να διασφαλίζουν αυτόν τον σεβασμό, να προστατεύουν τον πολίτη (που είναι ο αδύναμος) απέναντι στο κράτος (που διαθέτει το μονοπώλιο της νόμιμης βίας) και όχι το αντίθετο. Η προστασία του πολίτη μαζί με τη στάθμιση ατομικών συμπεριφορών (του κάθε διαδίκου ή κατηγορουμένου) είναι η δουλειά των δικαστών, όχι να λειτουργούν ως βραχίονας του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, ούτε ως αυτόνομος πόλος προσδιορισμού του «γενικού καλού».
Σ' αυτό το επίπεδο, που συνήθως παραμερίζεται λόγω της έμφασης στα κενά εφαρμογής του νόμου σε διάφορα ακραία φαινόμενα (από πολιτικές κινητοποιήσεις και καταλήψεις μέχρι τον έλεγχο της επιχειρηματικής «νύχτας», νυχτερινής ή ...ημερήσιας), νομίζω ότι εστιάζεται το μεγαλύτερο έλλειμμα του ελληνικού κράτους δικαίου, πράγμα που είναι έκδηλο στη συνεχή αναδρομική ανατροπή των φορολογικών νόμων με πλήρη αδιαφορία για τις επιπτώσεις στους πολίτες. Αν ο υπουργός Οικονομικών, όπως είπε, δεν έχει δυνατότητα να κάνει κάτι καλύτερο από τη θέσπιση αντισυνταγματικών διατάξεων και αναδρομικών φορολογικών αφαιμάξεων με αντικοινοβουλευτικό τρόπο, έχει πάντοτε τη δυνατότητα να πάει σπίτι του –άλλωστε δεν εκλήθη καν ως άλλος Κιγκινάτος. Ο δικαστής δεν είναι ταγμένος να του το πει, είναι όμως ταγμένος να μη συνυπολογίζει τις πολιτικές εκτιμήσεις του υπουργού (που μπορεί κάλλιστα να είναι σοφές ή ανόητες, ειλικρινείς ή υπαγορευμένες) αλλά να προστατεύει τον πολίτη απέναντι σε τέτοιες επιθέσεις.
Ας μην εστιάσουμε, όμως, σήμερα στο φορολογικό. Στην πρόσφατη διένεξη του κ. Ν. Δένδια και δικαστικών ενώσεων για την καθυστέρηση δικών με αποτέλεσμα διάφοροι κατηγορούμενοι να απελευθερώνονται λόγω συμπλήρωσης του δεκαοκταμήνου της προφυλάκισης, δεν είδα κανέναν προβληματισμό ως προς το πόσοι προφυλακισμένοι αθωώνονται τελικά ή καταδικάζονται σε ποινές μετατρέψιμες, ούτε στο πόσο δικαιολογείται η προφυλάκιση που στην Ελλάδα εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα «εύκολη». Μπορεί, για να σταθώ σε «επώνυμα» παραδείγματα, άνθρωποι όπως ο Γαβαλάς ή το ζεύγος Τσοχατζόπουλου να μην μας είναι συμπαθείς, αλλά το γεγονός ότι πολλοί κατηγορούμενοι μένουν πολύ καιρό φυλακή χωρίς δίκη εγείρει ένα μείζον ζήτημα από πλευράς κράτους δικαίου, που δεν φάνηκε να πολυαπασχολεί καμία από τις δύο πλευρές..
Αναλόγως, προσπεράσαμε το γεγονός ότι η Εισαγγελία ζήτησε προκαταρκτική εξέταση για το αν πληρώνονταν απεργοί στο μετρό καθώς και για το αν κάποιοι συμμετείχαν σε απεργία που είχε κηρυχθεί παράνομη, ενώ δεν είχε γίνει τίποτε τέτοιο για τις αμοιβές των δικαστών όσο έκαναν στάσεις εργασίες, ούτε για το γεγονός ότι κάθε μορφή απεργίας στο δικαστικό σώμα απαγορεύεται απευθείας από το Σύνταγμα. Δεδομένου ότι οι δικαστές , παρά την ανεξαρτησία τους, είναι πάντως λειτουργοί του κράτους, αυτή η διαφοροποίηση της αντιμετώπισης των «απλών» απεργών (όσο και αν το είχαν όντως παρακάνει) από κρατικούς λειτουργούς είναι επίσης έλλειμμα κράτους δικαίου.
Στο ελληνικό κράτος θα άρμοζε τελικά αντεστραμμένη η παραίνεση του Τζον Κένεντι: μη ρωτάς τι παρανομίες κάνουν οι πολίτες σου, αναρωτήσου πρώτα τι παρανομίες κάνεις εσύ απέναντί τους.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr