Στα συγκεκριμένα καταστήματα, λοιπόν, όπως σε όλες σχεδόν τις επιχειρήσεις, έχουμε γνωρίσει κατά καιρούς τύπους ρέποντες προς τη μεγιστοποίηση των τιμών με μόνο φραγμό το πόσο πιθανολογούν ότι θα απομακρυνθεί η πελατεία τους. Αν το γινόμενο τιμή επί καταναλισκόμενη ποσότητα προβλέπεται ανοδικό, η τιμή θα ανεβεί (εξ ου και η ρήση φίλου: «έχουμε το ουίσκι έξι γιατί δεν μπορούμε να το πάμε δεκαέξι»). Η στάση αυτή είναι απολύτως λογική, όσο και αν προσβάλλει ορισμένους συνέλληνες, που εμφορούνται από την αντίληψη ότι οι επαγγελματίες (με εξαίρεση τους ίδιους) οφείλουν να τους εξυπηρετούν κατά το δυνατόν δωρεάν, εργαζόμενοι με αντάλλαγμα την ηθική ικανοποίηση της προσφοράς στην πόση, την ιατρική, τη δικηγορία κ.ο.κ. Και είναι λογική διότι οι άνθρωποι δεν δουλεύουν για την ψυχή της μάνας τους, αλλά πρωτίστως για βιοπορισμό και κέρδος, καθότι η εργασία αποτελεί μεν θεάρεστη δημιουργία, είθισται όμως να καταπονεί – και κάθε εχέφρων άνθρωπος την κούραση επιδιώκει να την αποφεύγει.
Με αυτήν τη λογική, άρα, γίνεται η τιμολόγηση. Και έτσι, όμως, δεν υπάρχει κανένας επιχειρηματίας που να ξυπνάει το πρωί κάθε μέρας (ή έστω το πρωί κάθε Πρωτοχρονιάς), να λέει «τόσα θέλω να βγάλω» ή «τόσα μου λείπουνε» και να ορίζει τις τιμές αναλόγως με αυτήν την επιθυμία του. Ακόμη και όσοι πωλούν υπερτιμημένα προϊόντα βασιζόμενοι στο ψώνιο κάποιων καταναλωτών, που είναι διατεθειμένοι να φορούν ή να κρατούν πράγματα με το σήμα του επώνυμου κατασκευαστή εντυπωμένο σε μέγεθος ίσαμε το κεφάλι τους, πάλι δεν μπορούν να πολλαπλασιάζουν τις τιμές κατά βούληση.
Θα διερωτάσθε γιατί σας ζαλίζω με αυτονόητα (πέραν του ότι το αυτονόητο είναι η ψυχή της δημοσιογραφίας). Επειδή το κράτος – και πάντως το ελληνικό κράτος- κατά τον προσδιορισμό των φόρων υιοθετεί ακριβώς τη λογική που δεν ακολουθεί ούτε ο πλέον φιλοχρήματος μπάρμαν. Οι φόροι, με συνεχείς αλλαγές και μπαλώματα κάθε χρόνο, αποφασίζονται με κριτήριο το πόσα το κράτος θέλει να εισπράξει. «Τόσα του λείπουν» - για τα σημαντικά και τα ασήμαντα, για τους φιλόπονους και τους αργόμισθους κλπ. Ούτε το «brand name» του μετράει, ούτε τις επιθυμίες και τα όρια των «καταναλωτών» του. Εξ ου και θεωρεί λογικό να επιβάλλει συνολικές φορολογικές επιβαρύνσεις που απομυζούν (αν συνυπολογισθούν ο ΦΠΑ και οι ειδικές φορολογίες καπνού, καυσίμων και ποτών) πάνω από το 60% των ετησίων πόρων ενός μεσοεισοδηματία..
Πώς το κάνει αυτό; Επειδή ποντάρει (όχι φυσικά στην ποιότητα των υπηρεσιών του που οι πολίτες θα δέχονταν να ακριβοπληρώσουν, αλλά) στο μονοπώλιο της βίας που διαθέτει. Όποιος αρνηθεί να πληρώσει το μερίδιο του στα έσοδα, όπως το κράτος μονομερώς το προσδιορίζει, καταδιώκεται και υποφέρει – ακόμη και αν η καταδίωξη στοιχίζει στο κράτος περισσότερα από τα έσοδα κάποιων φόρων (γιατί στην Ελλάδα έχει συμβεί στο παρελθόν και αυτό), ακόμη και αν ο εξαναγκασμός συνοδεύεται από μέτρα συνταγματικού ευτελισμού, όπως η διακοπή της ηλεκτροδότησης.
Αυτό δεν είναι, βέβαια, ό,τι θα λέγαμε δικαιοκρατική πολιτεία, πολύ λιγότερο φιλελεύθερη δημοκρατία. Πέραν αυτής της λεπτομέρειας, όμως, υπάρχει και το οικονομικό θέμα. Ο πολίτης δεν μπορεί, φυσικά, να αλλάξει χώρα όπως αλλάζει μπαρ. Δεν μπορεί καν να μην έχει επαφή με το κράτος, πράγμα που μπορεί να κάνει για τα μπαρ. Δεν μπορεί ούτε να αποφύγει τον φορατζή, τον χωροφύλακα και τον δικαστή. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι θα κάτσει αδιαμαρτύρητα να τον σφάξει ο πασάς ν' αγιάσει, Θα προσπαθήσει να αποφύγει την αφαίμαξη. Και όσο η αφαίμαξη εντείνεται, τόσο ο πολίτης θα αφιερώνει μεγαλύτερη προσπάθεια, κόπο και επινοητικότητα στην στρατηγική αποφυγής – και άλλο τόσο θα αυξάνεται ο αριθμός των πολιτών που θα το κάνουν αυτό. Οι ραγιάδες το χαράτσι να το γλιτώσουν παλεύουν. Ακόμη και όποτε ο Σουλτάνος, κοντά στη χαντζάρα, επιστρατεύει το επιχείρημα ότι η φοροδιαφυγή είναι αντικοινωνική.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr