Λόγω της έκτασης που έλαβε, το ζήτημα κόκκινων στεγαστικών, (και όχι μόνο) δανείων ελβετικού φράγκου, αλλά και λόγω της οικονομικής κρίσης, τα κόκκινα δάνεια δημιούργησαν ένα έντονο κοινωνικό πρόβλημα. Και ενώ πρωταρχικός σκοπός του κράτους είναι να επιλύει τα κοινωνικά προβλήματα, τα έκανε πάλι «μούσκεμα»: Όταν τα δάνεια «κοκκίνισαν», για να αποσυμφορήσει τις τράπεζες από μη εξυπηρετούμενα δάνεια, δεν ακολούθησε τη «λανθασμένη» συνταγή άλλων βαρβάρων που βρίσκονται και στις δύο όχθες του Ατλαντικού, δεν έκανε δηλαδή την αναμενόμενη bad bank, μέθοδο που ακολούθησαν οι Η.Π.Α. (1988 και 2008), η Ιρλανδία (2009), η Σουηδία και η Φιλανδία τη δεκαετία του ’90, αλλά έφτιαξε ένα ζαβό θεσμικό πλαίσιο για τη μεταβίβασή των κόκκινων δανείων σε funds. Έτσι, γεννήθηκε το πρώτο τέρας. Ο νόμος 4354/2015 που προέβλεψε τη δυνατότητα μεταβίβασης των «κόκκινων δανείων» σε «εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων», (κατά κόσμον funds) και την διαχείριση των απαιτήσεων σε «εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων» (κατά κόσμον servicers). Μονομιάς τα καλύτερα στελέχη των τραπεζών μεταφέρθηκαν σε αυτές τις «εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων». Το γιατί(;) ας το αφήσουμε για μια άλλη φορά.
Η εισηγητική έκθεση του νόμου για τα κόκκινα δάνεια, ρητά αναφερόμενη στο σκοπό του νομοθέτη τονίζει το «πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων», την «καταγραφή μεγάλων ζημιών των πιστωτικών ιδρυμάτων», τους «οφειλέτες που φθάνουν στα όρια της απόγνωσης, καθώς τα πιστωτικά ιδρύματα δεν προτείνουν προτάσεις ρύθμισης….» με «κινδυνο κατηγορίας για απιστία». Και για δοθεί μία λύση στα προβλήματα αυτά, ο «σοφός» νομοθέτης προέβλεψε ότι με το νόμο 4354/2015, θα ωφεληθούν τα πιστωτικά ιδρύματα τα οποία θα ενισχύσουν «άμεσα τη ρευστότητά τους» ενώ ο «δανειολήπτης θα μπορεί να λάβει από τον εκδοχέα πολύ ευνοϊκότερες προτάσεις ρύθμισης από αυτές που θα μπορούσε να λάβει από την τράπεζα», δεδομένου ότι ο εκδοχέας, δηλαδή το fund, θα έχει αγοράσει το δάνειο σε αξία πολύ κατώτερη της ονομαστικής του αξίας.
Το νομοθέτημα τροποποιήθηκε 9 φορές και στην πράξη οι τράπεζες, τα funds και οι servicers το συνδύασαν με το νόμο 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων, προκειμένου να αποφευχθούν χρονοβόρες διαδικασίες και να στερηθούν οι δανειολήπτες τη δυνατότητα να ρυθμίσουν τις οφειλές πριν τη μεταβίβαση στα fund, κάτι το οποίο στις περισσότερες περιπτώσεις θα ήταν και επ’ ωφελεία των τραπεζών. Η μέθοδος που ακολουθήθηκε ενδεχομένως να είχε και σημαντικά φορολογικά οφέλη για τα funds.
Στη συνέχεια αφού τα κόκκινα δάνεια μεταβιβάστηκαν σε κλάσμα της ονομαστικής αξίας τους σε εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων (funds) με έδρα την Ιρλανδία, το δημόσιο παρείχε την εγγύησή του σε τμήμα των εκδόσεων ομολόγων που εξέδωσαν τα funds. Δηλαδή, κάθε fund εξέδωσε τρεις σειρές ομολόγων. Την πρώτη σειρά «υψηλής προτεραιότητας» (“senior”), την εγγυήθηκε το Δημόσιο και τα ομόλογα τα αγόρασε η ίδια η τράπεζα που είχε μεταβιβάσει τα κόκκινα δάνεια. Δηλαδή η ίδια η τράπεζα που πούλησε στο fund τα κόκκινα δάνεια, αγοράζοντας τα ομόλογα υψηλής προτεραιότητας που εξέδωσε το fund, χρηματοδότησε το fund. Αυτό δε έγινε με την έμμεση χρηματοδότηση, (εγγύηση), του Δημοσίου.
Ο συνδυασμός του νόμου για την τιτλοποίηση απαιτήσεων με την εγγύηση του δημοσίου για τα senior ομόλογα, δημιούργησε ένα δεύτερο «νομικό τέρας» που θα το ζήλευε και η Mary Shelley. Ο συνδυασμός αυτός, αποτέλεσε την ταφόπλακα στη δυνατότητα ευνοϊκών ρυθμίσεων για τους δανειολήπτες. Διότι οι servicers που έχουν κρατήσει τη δεύτερη σειρά ομολόγων (mezzanine) τα οποία θα εξοφληθούν αφού εξοφληθούν τα senior ομόλογα που έχει εγγυηθεί το δημόσιο, όσο πιο ευνοϊκές ρυθμίσεις κάνουν στους δανειολήπτες, τόσο μικρότερες πιθανότητες έχουν να εισπράξουν έναντι των mezzanine ομολόγων που κρατούν.
Αυτό που δεν έχει γίνει αντιληπτό από τους «παροικούντες την Ιερουσαλήμ», είναι ότι κάποιος που με τους φόρους του έχει επανειλημμένα τα τελευταία χρόνια στηρίξει τη διάσωση των αποκαλούμενων συστημικών τραπεζών, και ο οποίος σήμερα χάνει το σπίτι του επειδή μία αμελής συστημική τράπεζα επέμενε να τον δανείσει σε ελβετικό φράγκο, και επειδή, ακόμη, ένα fund που αγόρασε το δάνειό του, αρνείται να κάνει μία ευνοϊκή ρύθμιση, είτε διότι αδιαφορεί είτε διότι η Intrum, ή η do Value, ή η Cepal έχει εγκλωβιστεί πίσω από την εγγύηση του Δημοσίου, ή, μάλλον καλύτερα, πίσω από τον κίνδυνο να μην λάβει το προσδοκώμενο bonus του, αυτός ο κάποιος λοιπόν, ελάχιστα ενδιαφέρεται για το σφάλμα του δημοσίου να δώσει την εγγύησή του ή για τη διάσωση της «συστημικής» τράπεζας που του συνέστησε επίμονα να δανειστεί σε ελβετικό φράγκο με αποτέλεσμα σήμερα να χάνει το σπίτι του ή για την παράλειψη της Τράπεζας Ελλάδος να επιβάλλει στις τράπεζες την τήρηση της προβλεπόμενης από το νόμο προδικασίας για τη μεταβίβαση του κόκκινου δανείου.
Το πρόβλημα που σήμερα έχει προκύψει είναι πρωτίστως ένα πρόβλημα κακής νομοθεσίας στην έκταση που επετράπη η μεταβίβαση μη εξυπηρετούμενων απαιτήσεων χωρίς προϋποθέσεις και διαδικασία, και κακής εποπτείας στην έκταση κατά την οποία η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία θα έπρεπε να είχε επέμβει από καιρό, δεν το έπραξε. Και αφού κανένας από τους δύο αυτούς υπευθύνους δεν έσπευσε να λύσει το γόρδιο δεσμό, το ζήτημα παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Αρείου Πάγου.
Η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας που όπως ακούγεται δικαίωσε τις τράπεζες, τα funds και τους servicers, μπορεί να απογοήτευσε τους δανειολήπτες που είχαν αναθαρρήσει επειδή έβλεπαν τους πλειστηριασμούς των σπιτιών τους να αναστέλλονται, ωστόσο, ακόμη και αν γινόταν δεκτή η άλλη άποψη, απλώς οι δανειολήπτες θα κέρδιζαν λίγο χρόνο. Το πρόβλημα και πάλι δεν θα λυνόταν. Δηλαδή, απλώς θα βάζαμε προσωρινά τα «σκουπίδια μας κάτω από το χαλί». Η τακτική των «αρμοδίων» (εδώ του νομοθέτη και της Τράπεζας Ελλάδος), κάθε φορά που υποπίπτει σε ένα λάθος που προκαλεί σοβαρή ζημία στο κοινωνικό σύνολο, να φωνάζει τη δικαιοσύνη να βγάλει τα «κάστανα από τη φωτιά» είναι λανθασμένη.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr