Εδώ να υπενθυμίσουμε πως η επιβολή κεφαλαιακών περιορισμών είναι αποκλειστική ευθύνη της εκάστοτε κυβέρνησης και μόνο αυτής. Επικαλούμενη το ύψιστο δημόσιο συμφέρον και για να προστατέψει την σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος όχι μόνο μπορεί, αλλά οφείλει να το κάνει. Δεν είναι, όμως, μια ιστορία σε άσπρο-μαύρο.
Ας αρχίσουμε την ιστορία με τον ρόλο και τις ευθύνες της ΕΚΤ. Η ΕΚΤ παρέχει ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες με αντάλλαγμα, δηλαδή ενέχυρο, τα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών.
Όμως, οι κανόνες της ΕΚΤ απαιτούν αυτά τα περιουσιακά στοιχεία να είναι υψηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης. Η Ελλάδα είχε χάσει προ πολλού την υψηλή αξιολόγηση και η ΕΚΤ με αφορμή ή πρόσχημα το μνημόνιο είχε απαλλάξει την Ελλάδα από το 2010 από αυτήν την απαίτηση. Η ΕΚΤ δεν είναι πολιτικός οργανισμός (ή τουλάχιστον έτσι διατείνεται) και μπορεί να ενεργήσει μόνο αν υπάρχει πολιτική απόφαση σε επίπεδο Συμβουλίου. Η απόφαση λοιπόν της Ελλάδος να υπαχθεί σε πρόγραμμα (μνημόνιο) έδωσε την απαραίτητη νομιμοποίηση στην ΕΚΤ να παραβιάσει τους κανόνες της.
Όλα αυτά ανατράπηκαν με την αιφνίδια και χωρίς προετοιμασία απόφαση της κυβέρνησης ΝΔ να «σκίσει» το μνημόνιο στα πλαίσια του «σαξές στόρι». Εδώ αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για τις τράπεζες. Λίγο αργότερα η απόφαση του κ.Σαμαρά να ρίξει πρόωρα- για άλλη μια φορά- την κυβέρνηση του, με την βοήθεια της ΔΗΜΑΡ και του Σύριζα και χωρίς να κλείσει την αξιολόγηση επιδείνωσε την κατάσταση.
Τα στοιχεία της ΤτΕ για τις καταθέσεις αλλά και για τις αναλήψεις ρευστών από τις τράπεζες αρχίζουν να επιδεινώνονται. Οι καταθέσεις αρχίζουν να μειώνονται με ραγδαίους ρυθμούς. Η εμπιστοσύνη για ομαλή πορεία της χώρας κλονίζεται και όλο και περισσότεροι βγάζουν τα χρήματά τους φοβούμενοι την αλλαγή νομίσματος ή την κατάρρευση των τραπεζών. Αυτά είναι χρήματα που οι τράπεζες πρέπει να αναπληρώσουν δίνοντας ενέχυρο τα περιουσιακά τους στοιχεία.
Η νίκη του Σύριζα στις 25 Ιανουαρίου δεν θα είχε σοβαρές επιπτώσεις στις τράπεζες, αν δεν συνοδευόταν με την δήλωση του να μην κλείσει την αξιολόγηση και να «σκίσει» με την σειρά του την τρόικα. Εντύπωση έκανε επίσης η παντελής αδιαφορία, ίσως και άγνοια της σημασίας του τραπεζικού συστήματος. Ακούστηκε, πολλάκις, πως δεν τους ενδιέφερε, διότι οι ψηφοφόροι τους δεν είχαν καταθέσεις ή χρωστούσαν στις τράπεζες. Οι διάφορες δε δηλώσεις, ακόμα και υπουργών, καταδείκνυαν την πλήρη απειρία, ίσως και αγραμματοσύνη, όσο αφορά την λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Αυτή η αδιαφορία σε συνδυασμό με την αλλοπρόσαλλη προσέγγιση του τότε υπουργού οικονομικών κ.Βαρουφάκη, που δήλωσε πως είναι υπουργός χρεοκοπημένης χώρας, έκανε τον κ.Ντράγκι έξαλλο. Προέτρεψε δε τον υπουργό να μην κάνει δηλώσεις, που υποσκάπτουν την φερεγγυότητα των τραπεζών και τις καταθέσεις.
Στις 5 Φεβρουαρίου έρχεται το μεγάλο πλήγμα για τις τράπεζες. Η ΕΚΤ λαμβάνει την απόφαση να σταματήσει να δέχεται τις ελληνικές εγγυήσεις στην κύρια χρηματοδότηση από τις 11 Φεβρουαρίου, 17 μέρες πριν λήξει η παράταση του Μνημονίου. Η δικαιολογία είναι η άρνηση της κυβέρνησης στις διαπραγματεύσεις με τους «θεσμούς» και την αξιολόγηση. Είναι μια περισσότερο πολιτική απόφαση και επίδειξη δύναμης προς την κυβέρνηση Σύριζα και τον υπουργό κ.Βαρουφάκη, που δίνει την εντύπωση πως δεν τον ενδιαφέρει η διαπραγμάτευση, αφού κωλυσιεργεί με εκκεντρικές και μη κοστολογημένες προτάσεις.
Η απόφαση αυτή σήμαινε πως οι ελληνικές τράπεζες πλέον θα μπορούσαν να αντλήσουν ρευστότητα μόνο από τον μηχανισμό επειγούσης αρωγής ρευστότητας της ΤτΕ, τον περίφημο ELA που με βάση την περιουσία των τραπεζών υπολογιζόταν στα 90δις.
Τον Μάρτιο ο ELA είχε ήδη ξεπεράσει τα 68δις. Από αυτό το σημείο και πέρα οι τράπεζες ζούσαν σε δανεικό χρόνο. Οι περιορισμοί δεν μπορούν επιβληθούν την τελευταία στιγμή, αφού θα έχουν εξαντληθεί τα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών. Χρειάζεται ένα μαξιλάρι τουλάχιστον 20δις για αναλήψεις, εισαγωγές και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Είναι σίγουρο πως η ΤτΕ θα έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου πολλές φορές, αφού είναι η εποπτεύουσα αρχή του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Το ερώτημα είναι γιατί ο κ.Βαρουφάκης και η κυβέρνηση κώφευσε.
Φαίνεται πως η πολιτική απόφαση ήταν να συνεχίσουν μέχρι τελικής πτώσεως. Δεν γνωρίζω, αν υπάρχουν πέραν των πολιτικών ευθυνών και ποινικές ευθύνες (αμέλεια, απιστία), αφού ουσιαστικά το ΥΠΟΙΚ και ο κ.Βαρουφάκης άφησε το τραπεζικό σύστημα σχεδόν να καταρρεύσει. Αν είχε ενεργήσει το Μάρτιο ή έστω τον Απρίλιο-Μάιο (74-77δις ELA) δεν θα ήταν 60 ευρώ το όριο αναλήψεων, ούτε θα υπήρχαν μεγάλοι περιορισμοί στις εισαγωγές και σίγουρα οι επιπτώσεις θα ήταν ηπιότερες.
Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν πως το δημοψήφισμα ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και πως ήταν ένα είδος τιμωρίας της Ευρώπης. Όμως, οι αριθμοί λένε κάτι διαφορετικό. Η ρευστότητα είχε φτάσει σε οριακά σημεία και το τραπεζικό σύστημα ήταν μέρες αν όχι ώρες πριν από την πλήρη κατάρρευση (Ιούνιο ELA 88δις).
Είναι, λοιπόν, πολύ πιθανό η εξάντληση των χρημάτων να προκάλεσε το δημοψήφισμα σε μια ύστατη προσπάθεια να κερδηθεί πολιτικός χρόνος και όχι το ανάποδο. Υπό αυτό το πρίσμα, οι δηλώσεις του κ.Βούτση στο Σκάι στις 25 Ιουλίου «μέχρι τις Τράπεζες κλείσαμε ως έσχατο διαπραγματευτικό μας όπλο», ενδέχεται να έχουν άλλο νόημα. Δηλαδή, η κυβέρνηση να προσπάθησε να δημιουργήσει αντιπερισπασμό στην επερχόμενη λαίλαπα.
Για να φτάσουμε στο κλείσιμο των τραπεζών μετρήσαμε πολλά βήματα από τον Νοέμβριο του 2014. Το αποκορύφωμα ήταν η πολιτική απόφαση να θυσιαστεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα στον βωμό ενός πολιτικού παιχνιδιού δύναμης του υπουργού οικονομικών κ.Βαρουφάκη με την ΕΚΤ. Για άλλη μια φορά η πολιτική σκοπιμότητα, όχι μόνο επιδείνωσε μια ήδη βεβαρημένη κατάσταση, αλλά τίναξε την οικονομία στον αέρα.
Οι κεφαλαιακοί περιορισμοί ήρθαν για να μείνουν χρόνια. Τόσα όσα θα πάρει για να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη στο κράτος και τις τράπεζες. Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών είναι το πρώτο βήμα. Θα χρειαστούν πολλά ακόμα μέχρι τα ελληνικά ευρώ να έχουν την ίδια αξία με τα υπόλοιπα της Ευρώπης.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr