Σύμφωνα με τον βασικό κανονισμό του ΙΚΑ «Κάθε παροχή που καταβλήθηκε αχρεώστητα από το ΙΚΑ επιστρέφεται εντόκως».
Οι συνταξιούχοι στην περίπτωση αυτή μόλις πραλαμβάνουν πράξη τέτοιου περιεχομένου θα πρέπει να υποβάλουν αμέσως ένσταση στο ΙΚΑ, αρνούμενοι την επιστροφή των χρημάτων αυτών.
Αν δεν υποβάλουν την ένσταση μέσα στην τασσόμενη από το νόμο προθεσμία, η οποία αναγράφεται και στην πράξη καταλογισμού, τότε χάνουν κάθε δικαίωμα και η αξίωση του ΙΚΑ γίνεται απαιτητή και οφείλεται στο ακέραιο.
Η νομολογία των ελληνικών διοικητικών δικαστηρίων κρίνει ότι το ΙΚΑ δεν μπορεί να αναζητήσει τις αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές αν συντρέχουν κάποιες συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
Η απόφαση 4554/2014 του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών όμως, κρίνει ότι αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης η αναζήτηση περιοδικών ασφαλιστικών εισφορών από το ΙΚΑ μετά την πάροδο ευλόγου χρόνου από την είσπραξή τους , που δεν μπορεί να είναι μικρότερος της πενταετίας, εκτός αν κριθεί αιτιολογημένα ότι ο ασφαλισμένος τελούσε κατά την είσπραξή τους σε δόλο. Αν η αναζήτηση στρέφεται κατά προσώπου διαφορετικού από τον εισπράξαντα, ο δόλος πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο αυτού.
Όταν π.χ. ασφαλισμένος ελάμβανε το κατώτατο όριο σύνταξης από το ΙΚΑ αν και ήταν συνταξιούχος και του ΤΕΒΕ, ο οποίος εν τω μεταξύ απεβίωσε και η χήρα αυτοβούλως γνωστοποίησε στο ΙΚΑ την ύπαρξη δύο συντάξεων. Η αναζήτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων για χρονικό διάστημα που υπερβαίνει την πενταετία αντίκειται στις αρχές της χρηστής διοίκησης.
Στην επίδικη περίπτωση με την απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του ΙΚΑ –ΕΤΑΜ καταλογίσθηκε σε βάρος συνταξιούχου ασφαλισμένης, το συνολικό ποσό των 22.376,21 ευρώ, που εισέπραξε αχρεωστήτως, κατά το χρονικό διάστημα από 1/1/1997 μέχρι 31/3/2006, ο, ήδη αποβιώσας, σύζυγός της, συμπεριλαμβανομένου και του ποσού των τόκων 5% (κεφάλαιο 17.901,33 ευρώ + τόκοι 4.474,8 ευρώ), με παρακράτηση του 1/4 της μηνιαίας σύνταξής της.
Σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 40 του α.ν. 1846/1951 (Α` 179), κάθε παροχή που καταβλήθηκε αχρεωστήτως από το ΙΚΑ επιστρέφεται σ’ αυτό εντόκως. Εξάλλου, αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοικήσεως - γενική αρχή που ισχύει στο δίκαιο της κοινωνικής ασφαλίσεως και συμπορεύεται με τη διάταξη αυτή - η αναζήτηση από τον ασφαλιστικό οργανισμό περιοδικών ασφαλιστικών παροχών μετά την πάροδο εύλογου χρόνου από την είσπραξή τους, ο οποίος κρίνεται εκάστοτε αναλόγως των συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης και πάντως, ελλείψει αντίθετης ρητής διάταξης, δεν μπορεί να είναι μικρότερος των πέντε ετών, αν οι παροχές αυτές έχουν μεν καταβληθεί αχρεωστήτως από τον ασφαλιστικό οργανισμό, ο ασφαλισμένος, όμως, τις έχει εισπράξει καλοπίστως. Η αναζήτηση των παροχών αυτών επιτρέπεται μόνο εφόσον κριθεί ότι αυτός που έχει εισπράξει τα αναζητούμενα ποσά τελούσε κατά την είσπραξή τους σε δόλο έναντι του οργανισμού, η κρίση δε για τη συνδρομή του δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς. Αντίθετα, κατά την έννοια της αυτής διατάξεως, επιβάλλεται η αναζήτηση από το ΙΚΑ των ποσών αυτών αν το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της εισπράξεως και της αναζητήσεως είναι μικρό, εκτός αν αυτός που έχει εισπράξει, παρανόμως, πλην καλοπίστως, τις χρηματικές ασφαλιστικές παροχές, έχει επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η επιστροφή τους στο Ι.Κ.Α. θα επιφέρει σε βάρος του απρόβλεπτες και δυσμενείς για τη διαβίωσή του συνέπειες . Ο δόλος, που αποτελεί τη νομική βάση της αναζήτησης και που πρέπει να βεβαιώνεται με πλήρως αιτιολογημένη κρίση, πρέπει να συντρέχει στο πρόσωπο του εισπράξαντος, από τον οποίο αναζητείται κατ` αρχήν η αχρεωστήτως καταβληθείσα παροχή. Εάν, όμως, η αναζήτηση στρέφεται κατά τρίτου προσώπου διαφορετικού από τον εισπράξαντα, ο δόλος πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο αυτού και, ειδικότερα, πρέπει να αποδεικνύεται ότι αυτός γνώριζε, επεδίωκε και συμμετείχε στην παράνομη είσπραξη της παροχής. Εξάλλου, δόλια ενέργεια νοείται και η εκ μέρους του ασφαλισμένου αποσιώπηση ουσιώδους πραγματικού γεγονότος, που θεμελιώνει την διακοπή της περαιτέρω καταβολής των χορηγούμενων παροχών.
Με βαση όλα τα ανωτέρω το Δικαστήριο έκρινε ότι ναι μεν ο αποβιώσας σύζυγος της προσφεύγουσας, λάμβανε δύο συντάξεις το άθροισμα όποιων υπερβαίνει τον περιορισμό της παρ. 14 περ.δ του άρθρου 29 του αν 1846/1951, αλλα αφ’ετέρου αναφορικά με το δόλο του ότι η γενική υπόμνηση που αναφέρεται στο τρίμηνο ενημερωτικό σημείωμα της υπηρεσίας για τους λόγους διακοπής της σύνταξης, δεν μπορεί να οδηγήσει, μόνη αυτή, στο συμπέρασμα ότι ο ως άνω ασφαλισμένος τελούσε σε κακοπιστία και δολίως ελάμβανε παραλλήλως με τη σύνταξη του ΤΕΒΕ την ανωτέρω σύνταξη του ΙΚΑ. Ούτε επίσης προκύπτει ότι το ΙΚΑ ζήτησε από τον αποβιώσαντα ασφαλισμένο να δηλώσει, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο μετά τη συνταξιοδότησή του από το ΤΕΒΕ, αν λαμβάνει άλλη σύνταξη και, συνεπώς, αν αυτός κατέστη διπλοσυνταξιούχος κατά την έννοια του νόμου. Εξάλλου, κατά τα κοινώς γνωστά, ενόψει της πολυπλοκότητας και της εκτεταμένης περιπτωσιολογίας των διάσπαρτων διατάξεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας καθίσταται δυσχερές, αν όχι αδύνατο σε πολλές περιπτώσεις, στον ασφαλισμένο να διακρίνει και να εντοπίσει από μόνος του το είδος και μέγεθος του ασφαλιστικού του δικαιώματος ή τις συνέπειες παράλειψης ενεργειών του, στις οποίες πιθανόν δεν γνώριζε ότι θα έπρεπε να είχε προβεί (ΣτΕ 154/2008, ΔΕφΑ 2362/1995). Για τους λόγους αυτούς το Δικαστήριο έκρινε ότι στο πρόσωπο του αποβιώσαντος συζύγου της προσφεύγουσας, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (1-1-1997 μέχρι 31-3-2006), δεν συνέτρεχε το στοιχείο του δόλου, η συνδρομή του οποίου αποτελεί, σε κάθε περίπτωση, νόμιμη βάση αναζήτησης, ως αχρεωστήτως καταβληθεισών περιοδικών χρηματικών παροχών. Επιπροσθέτως και η προσφεύγουσα αυτοβούλως γνωστοποίησε στο διάδικο Ιδρυμα την ύπαρξη δύο συντάξεων (με την αίτησή της, ενώ από κανένα στοιχείο δεν προκύπτει ότι έχει προβεί σε άλλη δόλια ενέργεια κατά του ΙΚΑ.
Το Δικαστήριο λοιπόν έκανε δεκτή την προσφυγή για τις καταβλημένες παροχές του ΙΚΑ που έλαβε αχρεωστήτως, πλην καλοπίστως, ο σύζυγός της προσφεύγουσας το χρονικό διάστημα από 1.1.1997 έως 31.12.2001, δηλαδή μετά την πάροδο από την είσπραξή τους χρονικού διαστήματος, ,εφόσον υπερβαίνει την πενταετία και αντίκειται στις αρχές της εύρυθμης και χρηστής Διοίκησης.
Όσον αφορά τις συντάξεις που εισπράχθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2002 έως 31.3.2006, δηλαδή σε χρονικό διάστημα που δεν αφίσταται πολύ από το χρόνο αναζήτησής τους, ενόψει του δεν προσκομίστηκαν συγκεκριμένα στοιχεία από τα οποία να αποδεικνύεται πως η επιστροφή του ένδικου ποσού θα έχει απρόβλεπτες και δυσμενείς για την διαβίωσή της προσφεύγουσας συνέπειες, το Δικαστήριο έκρινε ότι νομίμως διατάχθηκε η εν λόγω επιστροφή, με παρακράτηση μάλιστα του 1/4 της καταβαλλόμενης από το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ μηνιαίας σύνταξής της, το οποίο εξάλλου, ενόψει του περιορισμένου ποσού τη σύνταξης αυτής, δεν είναι ικανό να επηρεάσει σημαντικά τη διαβίωση της προσφεύγουσας η οποία ανερχόταν σε ποσό άνω των 1.600 ευρώ μηνιαίως.
Αναστασία Μήλιου
Δικηγόρος Παρ’Εφέταις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr