Η ανάληψη χρημάτων από λογαριασμό ηλικιωμένης γυναίκας με άνοια, η οποία είχε τεθεί υπό δικαστική συμπαράσταση, από τον σύντροφο της κατ' οίκον νοσοκόμας που την πρόσεχε, προκαλεί την ευθύνη και της υπαλλήλου της τράπεζας, η οποία προέβη στην εκταμίευση του ποσού από τον λογαριασμό της ηλικιωμένης, χωρίς να επιδείξει την απαιτούμενη επιμέλεια για την τρέχουσα συναλλαγή. Αποδόθηκε πταίσμα στην αρμόδια υπάλληλο της Τράπεζας, η οποία δεν έλεγξε στοιχειωδώς την κατάσταση του πελάτη, οπότε θα διαπίστωνε την πλήρη ανικανότητα επικοινωνίας της ηλικιωμένης, πράγμα που φαινόταν άλλωστε από την «ασυνάρτητη» υπογραφή που έθεσε στα δικαιολογητικά της Τράπεζας. Στο πρόσωπο της ηλικιωμένης, λόγω της νοητικής της κατάστασης, δεν υφίσταται συντρέχον πταίσμα.
Κατά τον ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία αλλά και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που αποτελεί μη περιουσιακή ζημία είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει τον δόλο και την αμέλεια και δ) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε. Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύψει είτε από δικαιοπραξία, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, όπως αυτή διαμορφώνεται κατά την παρούσα κοινωνική αντίληψη, ιδιαίτερα, σε περίπτωση που κάποιος δημιούργησε επικίνδυνη κατάσταση, από την οποία μπορούσε να προέλθει ζημία, του επιβάλλει την ενδεδειγμένη θετική ενέργεια προστασίας προς αποφυγή της ζημίας. Αμέλεια δε υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, αυτή δηλαδή που πρέπει να καταβάλλεται κατά τη συναλλακτική πίστη από το δράστη στον κύκλο της αρμοδιότητάς του, είτε υπάρχει προς τούτο σαφώς νομικό καθήκον, είτε όχι, αρκεί να συμπεριφέρθηκε κατά τρόπο αντίθετο από εκείνον, που επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Τέλος, υπάρχει αιτιώδης συνάφεια, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου, που μπορεί να είναι και ο ζημιωθείς στην περίπτωση που συντέλεσε και ο ίδιος στην πρόκληση ή την επαύξηση της ζημίας, ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα.
Επίσης ο κύριος ή ο προστήσας άλλον σε υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Κατά την έννοια αυτή, "προστηθείς" για την αδικοπραξία του οποίου ευθύνεται, κατά τους όρους της διάταξης αυτής, το πρόσωπο που δέχεται τις υπηρεσίες του, είναι εκείνος που με τη βούληση του τελευταίου ως "προστήσαντος" απασχολείται διαρκώς ή παροδικώς με τη διεκπεραίωση υπόθεσης και γενικά με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων αυτού κάτω από τις οδηγίες και τις εντολές τούτου ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης των καθηκόντων του. Για την ίδρυση ευθύνης του προστήσαντος από την αδικοπραξία του προστηθέντος, πρέπει ο τελευταίος να τελεί υπό τις οδηγίες και τις εντολές του προστήσαντος, ως προς τον τρόπο εκπλήρωσης των καθηκόντων του, προς τις οποίες είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται. Ο προστήσας ευθύνεται για τις ζημίες που προξένησε ο προστηθείς σε τρίτον όχι μόνο κατά την εκτέλεση της ανατεθείσας σ' αυτόν υπηρεσίας, αλλά και κατά κατάχρηση της υπηρεσίας του, η οποία υφίσταται όταν η ζημιογόνος πράξη τελέσθηκε εντός των ορίων των καθηκόντων που ανατέθηκαν στον προστηθέντα ή επ' ευκαιρία ή εξ αφορμής της υπηρεσίας, αλλά κατά παράβαση των εντολών και οδηγιών που δόθηκαν σ' αυτόν ή καθ' υπέρβαση των καθηκόντων του, εφόσον μεταξύ της ζημιογόνου ενέργειας του προστηθέντος και της υπηρεσίας που ανατέθηκε σ' αυτόν υπάρχει εσωτερική συνάφεια.
Περαιτέρω, στη περίπτωση ευθύνης προστήσασας τραπεζικής εταιρίας από υπαίτια αδικοπρακτική συμπεριφορά υπαλλήλου της, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που έχει προκληθεί σε κάποιον ζημία, περιουσιακή ή μη, και έχει ανακύψει θέμα ευθύνης άλλου για αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση, αν εκείνος που ζημιώθηκε παρέλειψε από αμέλεια, μη καταβολή δηλαδή της επιμέλειας που απαιτείται στις συναλλαγές, ήτοι της επιμέλειας του μέσου συνετού ανθρώπου εντός του επαγγελματικού και λοιπού κύκλου αυτού να επιχειρήσει θετική πράξη, την οποία όφειλε, από το νόμο ή από δικαιοπραξία ή από τις αρχές της καλής πίστεως, και η οποία ήταν ικανή, κατ' αιτιώδη συνάφεια, να αποτρέψει τη ζημία του, και έτσι παρέλειψε αυτός την αποτροπή της, το δικαστήριο μπορεί να μην επιδικάσει αποζημίωση ή χρηματική ικανοποίηση, ή να μειώσει το ποσό της. Στην περίπτωση αυτή, πρώτα εξετάζεται, αν ο συνηθισμένος επιμελής άνθρωπος μπορούσε με κατάλληλη ενέργεια ή παράλειψη να αποφύγει στη συγκεκριμένη περίπτωση τη ζημία ή να την περιορίσει και δεύτερον, αν εκείνος που ζημιώθηκε, όφειλε, ως έντιμος και επιμελής κοινωνικός άνθρωπος, να προβεί στη δυνατή αυτή ενέργεια ή παράλειψη.
Στην προκειμένη περίπτωση, έγιναν δεκτά τα ακόλουθα, "Η Ε. Π. (αρχική ενάγουσα), ηλικίας κατά το χρόνο της αγωγής 76 ετών, στη θέση της οποίας υπεισήλθε, μετά το θάνατο αυτής, ο οποίος επισυνέβη στις 19-10-1997, ως νόμιμη κληρονόμος της, διαρκούσης της εκκρεμοδικίας, η πρώτη ενάγουσα, Α. Ν. (ήδη πρώτη αναιρεσίβλητη), ζούσε, από το έτος 1979, μαζί με το σύζυγό της Κ. Π., στην .... Το ηλικιωμένο ζεύγος δεν είχε τέκνα, οι μόνοι δε πλησιέστεροι συγγενείς του, που φρόντιζαν γι' αυτό, ήταν οι ανιψιές τους, η Α. Σ. (δεύτερη ενάγουσα και ήδη αναιρεσίβλητη), ανιψιά του Κ. Π. και η παραπάνω (Α. Ν.), ανιψιά της Ε. Π.. Η τελευταία, δέκα περίπου έτη πριν του χρόνου θανάτου της, άρχισε να αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας, καθώς έπασχε από διαβήτη και διαβητική αγγειοπάθεια του εγκεφάλου. Με την πάροδο των χρόνων η κατάσταση της υγείας της, επιδεινώνονταν, και ήδη από τα τέλη του έτους 1991 έπασχε πλέον από ανοϊκό σύνδρομο, που προκλήθηκε λόγω εγκεφαλικής αρτηριοσκλήρυνσης, συνεπεία του οποίου, δεν ήταν σε θέση να επιμελείται του εαυτού της αλλά και της περιουσίας της, καθώς, δεν μπορούσε να θέσει την υπογραφή της σε οποιοδήποτε έγγραφο ενσυνείδητα, χρήζουσας έτσι, της συμπαράστασης άλλου προσώπου. Για το λόγο αυτό, με την με αριθμό 2667/10-2-1992 απόφαση του διευθυντού του ΙΚΑ του υποκαταστήματος Θεσσαλονίκης, κρίθηκε ανίκανη, λόγω αναπηρίας και αυξήθηκε το ποσό της σύνταξής της κατά 50% για το χρονικό διάστημα από 18-12-1991 έως και 31-12-1993, και στη συνέχεια δυνάμει της με αριθμό 7567/11-4-1994 απόφασης του ως άνω διευθυντού, κρίθηκε και πάλι για τους ίδιους λόγους, ανάπηρη με ποσοστό αναπηρίας 80% για το χρονικό διάστημα από 1-1-1994 έως και 31-12-1996.
Περαιτέρω μάλιστα αποδείχθηκε ότι με τη με αριθμό 10778/1994 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, αφού κρίθηκε ότι η Ε. Π. έπασχε από διαρκή πνευματική νόσο που απέκλειε τη χρήση του λογικού, ήτοι, από ανοϊκό σύνδρομο, διορίσθηκε ως προσωρινή διαχειρίστριά της, η ως άνω ανιψιά της, Α. Ν., η οποία στη συνέχεια, και μετά από την έκδοση της με αριθμό 17259/1995 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία η παραπάνω Ε. Π. τέθηκε σε κατάσταση δικαστικής απαγόρευσης, διορίσθηκε επίτροπός της με την υπ' αριθ. 33840/1995 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Ακόμη, από τα ίδια παραπάνω αποδεικτικά στοιχεία αποδείχθηκε ότι το μήνα Αύγουστο με Σεπτέμβριο του έτους 1993, ο σύζυγος της Ε. Π., αποφάσισε, λόγω του ότι βρισκόταν και ο ίδιος σε προχωρημένη ηλικία και δεν μπορούσε να φροντίζει πλέον μόνος του τη σύζυγό του, να προσλάβει οικιακή βοηθό. Έτσι προσέλαβε, την Ε. Τ., υπήκοο Βουλγαρίας, η οποία σε καθημερινή βάση, πήγαινε στην οικία του ηλικιωμένου ζεύγους και αφού παρείχε τις ανατειθεμένες σ' αυτή εργασίες, στη συνέχεια αποχωρούσε. Στις 17-1-1994, απεβίωσε ο Κ. Π.. Κατόπιν αυτού, οι ως άνω ανιψιές του ζεύγους, επειδή δεν μπορούσαν να αναλάβουν οι ίδιες αποκλειστικά την καθημερινή φροντίδα της θείας τους, καθώς η κατάσταση της υγείας της ήταν τέτοια που απαιτούσε τη συνεχή της επίβλεψη, συμφώνησαν με την Ε. Τ., να διαμένει μόνιμα στην οικία αυτής (θείας τους), προκειμένου να την φροντίζει. Ανέθεσαν δε σε δικηγόρο Θεσσαλονίκης, η οποία είχε αναλάβει, να ρυθμίσει από του έτους 1991, την παραπάνω χορήγηση σύνταξης αναπηρίας της Ε. Π., και αργότερα τη θέση αυτής σε δικαστική απαγόρευση, όλη την εν γένει διαχείρηση των υποθέσεών της, μεταξύ των οποίων ήταν και η μηνιαία καταβολή της αμοιβής της Ε. Τ.. Η τελευταία, ενώ ακόμη ζούσε ο Κ. Π., διατηρούσε ερωτικό δεσμό με τον πρώτο εναγόμενο (δεν είναι πλέον διάδικος). Λόγω δε του δεσμού τους αυτού, ο πρώτος εναγόμενος, επισκεπτόταν τακτικά την οικία του ηλικιωμένου ζεύγους. Οι επισκέψεις του έγιναν τακτικότερες μετά το θάνατο του Κ. Π.. Έτσι, ο πρώτος εναγόμενος γνώριζε εξ ιδίας αντιλήψεως, ότι η Ε. Π., λόγω της ασθένειάς της, στερούνταν της χρήσεως του λογικού. Η μόνιμη διαμονή της Ε. Τ. στην οικία της Ε. Π., της παρείχε τη δυνατότητα, λόγω του ότι μετά το θάνατο του Κ. Π. ήταν η μόνη που συμβίωνε με αυτήν, να γνωρίζει αλλά και να έχει άμεση πρόσβαση, πλην των άλλων, και στα έγγραφα που υπήρχαν εντός αυτής (οικίας). Μεταξύ των εγγράφων αυτών, ήταν και ένα βιβλιάριο τραπεζικών συναλλαγών της Εμπορικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε.
Συγκεκριμένα, επρόκειτο για το βιβλιάριο με αριθμό ... κοινού λογαριασμού ταμιευτηρίου, ο οποίος ανοίχτηκε, το έτος 1991 στο με αριθμό 441 υποκατάστημα που διατηρεί η ως άνω τράπεζα στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης. Συνδικαιούχοι του λογαριασμού αυτού ήταν η Ε. Π., ο ήδη αποβιώσας σύζυγός της Κ. Π. και η δεύτερη ενάγουσα. Στο λογαριασμό αυτό υπήρχε κατατεθειμένο το συνολικό ποσό των 8.583.352 δραχμών. Για το γεγονός αυτό, δηλαδή για την ύπαρξη του εν λόγω βιβλιαρίου η Ε. Τ., πληροφόρησε τον πρώτο εναγόμενο. Την ημέρα που επήλθε ο θάνατος του Κ. Π., η δεύτερη ενάγουσα μετά του συζύγου της, μετέβησαν στην οικία της Ε. Π., προκειμένου να λάβουν τα απαραίτητα έγγραφα που χρειάζονταν για τον ενταφιασμό του ως άνω θανόντος. Μεταξύ των εγγράφων αυτών, έψαξαν και όλη την οικία, για να βρουν τα βιβλιάρια καταθέσεων, μεταξύ των οποίων και το παραπάνω, για τα οποία γνώριζαν ότι ήταν συνδικαιούχος σ' αυτά και η δεύτερη ενάγουσα. Τελικά βρήκαν μόνο ένα βιβλιάριο ταμιευτηρίου τραπέζης, με αναγραφόμενο ποσό κατάθεσης εκείνο των 300.000 δραχμών. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο πρώτος εναγόμενος την 24-3-1994, αφού κατάφερε να περιέλθει στην κατοχή του το παραπάνω βιβλιάριο της Εμπορικής Τράπεζας, καθώς και το διαβατήριο της Ε. Π., αφού, όπως ήδη προαναφέρθηκε, είχε τη δυνατότητα να εισέρχεται στην οικία της τελευταίας, μετέφερε την Ε. Π. στο παραπάνω υποκατάστημα της εναγομένης στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης.
Μάλιστα, είπε στην Ε. Π., η οποία συνοδευόταν από την Ε. Τ. ότι θα τη μετέφερε στο νεκροταφείο, προκειμένου να επισκεφτούν τον τάφο του συζύγου της. Όταν έφθασαν στο εν λόγω τραπεζικό υποκατάστημα, εντός αυτού εισήλθε μαζί με την Ε. Π., μόνο ο πρώτος εναγόμενος, καθώς στο μέσο περίπου της διαδρομής προς την τράπεζα, η Ε. Τ. εξήλθε από το όχημα και κατευθύνθηκε σε κάποιο ανθοπωλείο. Ο πρώτος εναγόμενος ήταν τακτικός πελάτης του υποκαταστήματος που διατηρούσε η δεύτερη εναγομένη στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης, λόγω των συχνών τραπεζικών συναλλαγών στις οποίες προέβαινε, μια και διατηρούσε πρακτορείο του Ο.Π.Α.Π. Ο τελευταίος, μόλις εισήλθε στο υποκατάστημα, έχοντας στα χέρια του το ως άνω βιβλιάριο, καθώς και το διαβατήριο της Ε. Π., κατευθύνθηκε σε ένα από τα τέσσερα ταμεία της ως άνω τράπεζας, στο οποίο χρέη ταμία εκτελούσε εκείνη την ημέρα η τρίτη εναγομένη (δεν είναι διάδικος στην παρούσα δίκη). Ακολούθως, ο πρώτος εναγόμενος οδήγησε την Ε. Π. στην καρέκλα επισκεπτών του τότε υποδιευθυντή του ως άνω υποκαταστήματος Α. Χ., το οποίο βρισκόταν απέναντι περίπου από το ταμείο σε απόσταση, εάν ληφθεί υπόψη ο απαραίτητος χώρος που απαιτείται ως διάδρομος για την εξυπηρέτηση των πελατών της τράπεζας, το λιγότερο τεσσάρων μέτρων απ' αυτό. Μόλις η Ε. Π. κάθισε στο παραπάνω γραφείο, ο πρώτος εναγόμενος επιδεικνύοντας το παραπάνω βιβλιάριο, καθώς και το διαβατήριο, στην τρίτη εναγομένη, της έδωσε την εντολή, απευθύνοντας σ' αυτήν την φράση "κλείσε το λογαριασμό", να προβεί σε ανάληψη όλου του έως την ημέρα εκείνη κατατεθειμένου ποσού, δηλαδή του συνολικού ποσού των 8.864.592 δραχμών (26.014,94 ευρώ), εκ του οποίου, το ποσό των 281.240 δραχμών ήταν οι έως την ημερομηνία αυτή, τόκοι καταθέσεως. Ακολούθως, η τρίτη εναγομένη κάλεσε την Ε. Π. να προσέλθει στο ταμείο προς υπογραφή, πλην όμως μετά από προτροπή του παραπάνω υποδιευθυντού (Α. Χ.), το ένταλμα πληρωμής μεταφέρθηκε στο γραφείο του, όπου και εξακολούθησε να κάθεται η Ε. Π., προκειμένου να υπογράψει. Έτσι, αφού της υποδείχθηκε το σημείο, μη έχοντας συνείδηση των πραττομένων της και ως εκ τούτου ούτε δυνατότητα να υπογράψει ενσυνείδητα, έθεσε επ' αυτού, όπως φαίνεται από το προσκομιζόμενο ένταλμα, όχι μια συνήθη υπογραφή, έστω και ατόμου που δεν έχει τις στοιχειώδεις γραμματικές γνώσεις, αλλά μια "υπογραφή" που είχε τη μορφή ασυνάρτητων σχημάτων. Στην συνέχεια, και μετά την ολοκλήρωση της τραπεζικής συναλλαγής, ο πρώτος εναγόμενος, αφού έλαβε σε μετρητά το ποσό των 1.500.000 δραχμών περίπου, το οποίο και παρακράτησε, στη συνέχεια κατέθεσε το υπόλοιπο ποσό σε δικό του τραπεζικό λογαριασμό. Έτσι ιδιοποιήθηκε παράνομα ολόκληρο το παραπάνω ποσό καταθέσεως του κοινού λογαριασμού και προκάλεσε με αυτόν τον τρόπο ισόποση ζημία στις ενάγουσες. Η πράξη αυτή του πρώτου εναγομένου, έγινε αντιληπτή από την εν διαστάσει σύζυγό του, η οποία, γνωρίζοντας τον ερωτικό δεσμό που διατηρούσε αυτός με την παραπάνω υπήκοο Βουλγαρίας Ε. Τ., την 1-4-1994, αποκρύπτοντας την ταυτότητά της, ενημέρωσε τηλεφωνικά το σύζυγο της δεύτερης ενάγουσας σχετικά με την ανάληψη των παραπάνω χρημάτων από τον πρώτο εναγόμενο. Κατόπιν τούτου, η δεύτερη ενάγουσα με το σύζυγό της, μετέβησαν αμέσως στο υποκατάστημα Νεάπολης της δεύτερης εναγομένης, όπου και πράγματι διαπίστωσαν ότι ο παραπάνω λογαριασμός είχε μηδενισθεί. Μάλιστα, ο Α. Ι., που είχε την ιδιότητα του διευθυντή του υποκαταστήματος αυτού, συνέστησε στη δεύτερη ενάγουσα να λάβει δικαστική απόφαση, δυνάμει της οποίας να δεσμευτεί ο ως άνω λογαριασμός του πρώτου εναγομένου, ήτοι εκείνος στον οποίο είχε μεταφέρει και καταθέσει, το παραπάνω αναληφθέν ποσό του ως άνω κοινού λογαριασμού. Πλην όμως η δεύτερη ενάγουσα δεν πρόλαβε να προβεί σε καμία ενέργεια, διότι, λίγες ημέρες μετά, και ειδικότερα την 5-4 με 6-4-1994, ο πρώτος εναγόμενος, ανέλαβε όλα τα χρήματα της κατάθεσής του. Σημειούται, ότι ο τελευταίος, με την υπ' αριθ. 4426/1998 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Θεσσαλονίκης, καταδικάσθηκε σε ποινή φυλάκισης δέκα (10) μηνών για την πράξη της απάτης. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι για την πρόκληση αυτής της ζημίας που υπέστησαν οι ενάγουσες (αναιρεσίβλητες) ευθύνεται και η τρίτη εναγομένη, η οποία ως υπάλληλος της δεύτερης εναγομένης (αναιρεσείουσας), δεν επέδειξε τη στοιχειώδη επιμέλεια κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας της. Και τούτο διότι, αυτή, αν και από τον τρόπο υπογραφής της Ε. Π. ήταν εμφανέστατη η νοητική της κατάσταση, ωστόσο παρέλειψε να της απευθύνει το λόγο, προκειμένου να βεβαιωθεί για την κατάσταση της υγείας της, δηλαδή αν αυτή είχε τη δυνατότητα να προβεί σε οποιουδήποτε είδους τραπεζική συναλλαγή με δική της βούληση. Το γεγονός μάλιστα αυτό, ήτοι του ότι δεν ήρθε σε καμία λεκτική επαφή με την Ε. Π., κατέθεσε και η ίδια στην από 5-5-1994 προανακριτική της μαρτυρική κατάθεση, η οποία λήφθηκε στα πλαίσια της προανάκρισης που διεξήχθη, κατόπιν των από 5-4-1994 μηνύσεων που υπέβαλε η Α. Ν. κατά του πρώτου εναγομένου. Η τρίτη εναγομένη αρκέσθηκε μόνο στο γεγονός, ότι ο πρώτος εναγόμενος της επέδειξε το διαβατήριο της Ε. Π., αλλά και ότι ήταν τακτικός πελάτης του εν λόγω τραπεζικού υποκαταστήματος. Εξάλλου, η τελευταία (τρίτη εναγομένη), δεν προέβη ούτε στο σωστό και ενδεδειγμένο έλεγχο ταυτοπροσωπίας, όπως η ίδια ισχυρίζεται, αφού, ουσιαστικά δεν ήρθε σε καμία επαφή με την ως άνω καταθέτη του εν λόγω λογαριασμού, καθώς, όπως προειπώθηκε, η Ε. Π. καθ' όλη τη διάρκεια της τραπεζικής συναλλαγής, δεν σηκώθηκε καθόλου από τη θέση της. Η παράλειψη αυτή της τρίτης εναγομένης τελεί σε αιτιώδη συνάφεια με τη ζημία που υπέστησαν οι ενάγουσες, καθώς, αν δεν παρέλειπε να πράξει τα παραπάνω, δεν θα ολοκληρωνόταν η ανάληψη ολόκληρου του ως άνω ποσού του κοινού λογαριασμού, και έτσι δεν θα περιέρχονταν το ποσό αυτό στην κατοχή του πρώτου εναγομένου. Με βάση τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, θεμελιώνεται αδικοπραξία σε βάρος των εναγουσών και εκ μέρους της τρίτης εναγομένης. Λόγω δε της υπάρξεως της σχέσεως προστήσεως μεταξύ της τελευταίας και της δεύτερης εναγομένης τράπεζας, ευθύνεται και η δεύτερη εναγομένη τράπεζα προς αποζημίωσή τους.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr