Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr
![Reporter.gr on Google News](/images/google%20news/reporter%20news%20300x100.png)
Σε πολύ απλά Ελληνικά ο περιβόητος και πολύ-χρησιμοποιημένος όρος «επενδύσεις» που χρησιμοποιούν οι κυβερνήσεις για περιγράψουν τα καινούργια κεφάλαια που επενδύονται στην παραγωγική βάση της χώρας και ενισχύουν την οικονομική ανάπτυξη. Στον υπολογισμό του GFCF δεν λαμβάνονται υπ’ όψη οι αγορές και πωλήσεις γης και η κατανάλωση παγίων περιουσιακών στοιχείων (απόσβεση).
Βάσει των παραπάνω γίνεται εύκολα κατανοητό γιατί ο λόγος GFCP/ΑΕΠ, που δείχνει το ποσοστό (%) του ΑΕΠ που επενδύεται, θεωρείται ως ένα από τα πιο σημαντικά κριτήρια, ίσως το πιο κρίσιμο για την αξιολόγηση της οικονομικής κατάστασης της χώρας. Όσο μεγαλύτερη τιμή έχει αυτός ο λόγος τόσο περισσότερες επενδύσεις γίνονται, άρα η οικονομία αποκτά μεγαλύτερη παραγωγική βάση και παράγει περισσότερο πλούτο.
Αυτό είναι το γενικό συμπέρασμα που όταν αναλύεται στις βασικές επενδυτικές υπό-κατηγορίες
δείχνει την δομή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας συνεπώς και τις μελλοντικές προοπτικές της οικονομίας.
Τα περισσότερα χρόνια της περιόδου από την δεκαετία ’70 και έως την εποχή των μνημονίων (2009) οι τιμές του λόγου GFCP/ΑΕΠ ήταν για την Ελλάδα μεγαλύτερες ή ίσες από τις αντίστοιχες της Ε.Ε. Όμως αυτές οι επενδύσεις χρηματοδότησαν ένα παραγωγικό μοντέλο που όπως απέδειξε η χρηματοπιστωτική κρίση (2008) και η μετέπειτα κρίση χρέους της ευρωζώνης (2009), ήταν ευάλωτο, αφού δεν μπόρεσε να προστατέψει την χώρα από την χρεοκοπία (2010).
Γιατί συνέβη αυτό;
Η ετήσια αύξηση του λόγου GFCP/ΑΕΠ, δηλαδή η ετήσια αύξηση των επενδύσεων όλα αυτά τα χρόνια, κατευθύνονταν κατά κύριο λόγο στην αγορά νέων κατοικιών και στις κατασκευές μεγάλων δημόσιων έργων. Όταν λοιπόν πρώτα η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και στην συνέχεια η κρίση χρέους της ευρωζώνης έπληξαν καίρια την παγκόσμια και συνεπαγωγικά και την ελληνική πιστωτική επέκταση (τραπεζικό δανεισμό), οι βασικοί αναπτυξιακοί τομείς της εγχώριας οικονομίας, εκεί δηλαδή που τα προηγούμενα χρόνια είχαν επενδυθεί τεράστια κεφάλαια, ήτοι η οικοδομή και τα μεγάλα τεχνικά έργα, κατέρρευσαν. Οι τράπεζες δάνειζαν πλέον πολύ πιο δύσκολα και με μεγαλύτερα επιτόκια την αγορά κατοικίας που σχεδόν έπαψε να κινείται και το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων συρρικνώθηκε για λόγους λιτότητας.
Διάλυση της παραγωγικής βάσης
Απολύτως αντικειμενικά: Η χώρα βρέθηκε από την μια στιγμή στην άλλη σχεδόν χωρίς παραγωγική βάση. Στην Ελλάδα δεν κατασκευάζονταν ούτε αυτοκίνητα, ούτε πλοία, ούτε μηχανήματα, ούτε συστήματα υψηλής τεχνολογίας (Η/Υ, λογισμικό, κινητά τηλέφωνα). Η γεωργία που τα προηγούμενα χρόνια δεν είχε εκμεταλλευθεί τα ευρωπαϊκά προγράμματα για να εκσυγχρονίσει την παραγωγική της βάση (νέες καλλιέργειες), παρήγαγε λίγα και ακριβά τρόφιμα που κανείς δεν ήταν σίγουρος ότι επαρκούσαν για να θρέψουν τον πληθυσμό. Αυτή ήταν η αρνητική πραγματικότητα που οι κυβερνήσεις εκείνης της περιόδου αφενός αντιμετώπισαν βραχυπρόθεσμα με τον μνημονιακό δανεισμό, αφετέρου έπρεπε να θεραπεύσουν με μέσο-μακροπρόθεσμο οικονομικό σχεδιασμό προς όφελος των επόμενων γενιών. Έπρεπε δηλαδή εκτός από την διαχείριση της δραματικής μνημονιακής καθημερινότητας, να σχεδιάσουν και να θέσουν τις βάσεις για ένα μετά-μνημονιακό παραγωγικό μοντέλο που κατ’ ελάχιστο δεν θα ήταν ευάλωτο, όσο το προ-μνημονιακό, στις διεθνείς οικονομικές αναταράξεις.
Σε απλά ελληνικά: Μετά τα δραματικά γεγονότα του καλοκαιριού του 2015 και το τρίτο μνημόνιο, η δημοσιονομική πορεία της χώρας είχε δρομολογηθεί. Δεν υπήρχαν πλέον πολιτικές και οικονομικές αμφισβητήσεις και ερωτηματικά. Συνεπώς οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ της περιόδου 2015-2019 είχαν τον πολιτικό χώρο και χρόνο να σχεδιάσουν ένα νέο παραγωγικό μοντέλο. Η κοινωνία ήταν έτοιμη να ακούσει, να δεχθεί και να υπηρετήσει αυτό τον στρατηγικό πολιτικό στόχο, δηλαδή του νέου παραγωγικού μοντέλου που θα προσέλκυε επενδύσεις και θα ισχυροποιούσε την εθνική οικονομία που θα έπαυε επιτέλους να είναι ευάλωτη.
Την περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ (2016-2019) ο λόγος GFCP/ΑΕΠ υστερεί απελπιστικά προς τον αντίστοιχο της Ε.Ε. Για γίνει αντιληπτή η κλίμακα της υστέρησης: Το 2008 οι τιμές του λόγου GFCP/ΑΕΠ ήταν 24% για την Ελλάδα και 23% για την Ε.Ε. Ακολουθεί η πρώτη μνημονιακή περίοδος (2009-2015) και η δραματική πτώση των τιμών του λόγου GFCP/ΑΕΠ για την Ελλάδα.
Στα επόμενα χρόνια οι τιμές του λόγου GFCP/ΑΕΠ για την Ελλάδα σταθεροποιούνται σε αυτά τα χαμηλά επίπεδα ενώ οι αντίστοιχες της Ε.Ε παρά την αρνητική διεθνή πολιτικό-οικονομική συγκυρία (Brexit, Προεδρία D.Trump) παραμένουν σταθερές περίπου στα προ κρίσης επίπεδα.
Αναλυτικά (Πηγή World Bank)
Βλέπουμε ότι την χρονική περίοδο (2008-2019) η Ε.Ε κρατά περίπου σταθερό τον ρυθμό των επενδύσεων, ενώ στην Ελλάδα γίνεται επί της ουσίας από-επένδυση.
Δικαιολογίες μπορεί να υπάρξουν πολλές για τις κυβερνήσεις εκείνης της περιόδου αλλά υπήρχαν και πολλά που μπορούσαν να γίνουν, όπως ενδεικτικά ο εκσυγχρονισμός της δικαιοσύνης, που θα καθιστούσε την ελληνική οικονομία νομικά ασφαλή για όσους σκέφτονταν να επενδύσουν στην χώρα. Ο εκσυγχρονισμός της δικαιοσύνης δεν προσέκρουσε στην αντίθεση της τρόικα και στην βούληση των δανειστών, αλλά στην επιλογή των τότε κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που ήθελαν (όπως οι προκάτοχοι τους αλλά και η σημερινή κυβέρνηση) την δικαιοσύνη όργανο τους.
Το 2019 έγιναν στην Ελλάδα βουλευτικές εκλογές που ανέδειξαν τον Κ. Μητσοτάκη πανίσχυρο πρωθυπουργό αφού έφεραν στην εξουσία με άνετη κοινοβουλευτική αυτοδυναμία 158 εδρών το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας. Τον πρώτο καιρό υπήρχε μια αισιοδοξία ότι κάτι μπορεί να αλλάξει επιτέλους στην Ελληνική οικονομία. Ο Πρωθυπουργός μιλούσε συνεχώς για την ανάγκη να έρθουν νέες επενδύσεις που θα απογείωναν την Ελληνική οικονομία. Σίγουρα το πρώτο χρονικό διάστημα της θητείας της νέας κυβέρνησης (2019-2020) δεν μπορεί να κριθεί. Οι πρώτοι μήνες στην εξουσία (2019) και το έτος της πανδημίας (2020) δεν προσφέρονται για ασφαλή συμπεράσματα.
Όμως σε εκείνη την περίοδο η κυβέρνηση είχε τον χρόνο αλλά και τα επί πλέον χρηματοδοτικά εργαλεία (κατ’ εξαίρεση ένταξη της χώρας στα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, Ταμείο Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης) να σχεδιάσει μία αποτελεσματική επενδυτική πολιτική που τα επόμενα χρόνια θα «απογείωνε» την Ελληνική Οικονομία. Ας δούμε λοιπόν τα απολογιστικά αποτελέσματα του λόγου GFCP/ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια. (Πηγή ΕΛΣΤΑΤ)
Το συμπεράσματα είναι προφανή.
Όμως τα κακά νέα δεν σταματούν στις παραπάνω διαπιστώσεις. Όποιος διαβάσει τα αναλυτικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το GFCP, θα αντιληφθεί αμέσως ότι, μεταξύ των ετών 2022-2023 οι επενδύσεις στην κατηγορία Μεταλλικά Προϊόντα-Μηχανήματα, δηλαδή στον βιομηχανικό εξοπλισμό μειώνονται κατά 361 εκατ. Euro, ενώ την ίδια περίοδο στις κατηγορίες κατοικίες και κατασκευές αυξάνονται κατά 406 και 962 εκατ. Euro αντίστοιχα, δηλαδή η οικονομία επανέρχεται στο προ-μνημονιακό παραγωγικό μοντέλο της οικοδομής και των μεγάλων κατασκευαστικών έργων, δηλαδή στο οικονομικό μοντέλο που δεν άντεξε και χρεοκόπησε.
Ο Κ. Μητσοτάκης επαίρεται για τα οικονομικά επιτεύγματα της κυβέρνησης του, βασικά για τον ρυθμό ανάπτυξης που όμως βαίνει συνεχώς μειούμενος αλλά και για την αύξηση των επενδύσεων που όπως είδαμε ως ποσοστό του ΑΕΠ παραμένει σταθερή.
Δυστυχώς, όπως είδαμε στα προαναφερόμενα η αντικειμενική ανάλυση των σχετικών μεγεθών δεν στηρίζει την επιχειρηματολογία της κυβέρνησης.
Οι διθύραμβοι του Economist και οι θετικές εκθέσεις των οίκων αξιολόγησης είναι χρήσιμα εργαλεία για την επικοινωνία και την προπαγάνδα, αλλά επειδή όπως έχουμε πει οι αριθμοί δεν λένε ποτέ ψέματα, κάποιες κρίσιμες μακροοικονομικές παράμετροι όπως η ανάλυση του GFCP, δείχνουν ότι η οικονομία επανέρχεται με σταθερό βηματισμό στο ευάλωτο προ-μνημονιακό μοντέλο.