Αναστατωθείς, διαβάσαμε, ο β αντιπρόεδρος της Βουλής, κ. Γ.Σούρλας, από τον ισχυρισμό του προέδρου του ΣΥΝ ότι η επιστράτευση των ναυτικών θύμισε τη δικτατορία , είπε στον κ. Αλ. Αλαβάνο ότι «δεν είναι σωστό να ταυτίζει δημοκρατικές κυβερνήσεις με πολιτικές (σσ: όχι στρατιωτικές;) δικτατορίες» και του … έκλεισε το μικρόφωνο, γιατί είναι «υποχρέωση του προεδρείου να προστατεύσει το δημοκρατικό μας σύστημα». Ο κ. Σούρλας δεν προβληματίστηκε, προφανώς, πού «προστάτευσε» το δημοκρατικό μας σύστημα επιβάλλοντας … σιωπή στον πρόεδρο ενός κοινοβουλευτικού κόμματος.
Περισσότερο, όμως, από την κίνηση αυτή αξίζει να σταθεί κανείς στην άποψη στο ότι «δεν είναι σωστό» να παραβάλλει κανείς τη δημοκρατία με τις ενέργειες μιας δικτατορίας. Γιατί δεν είναι «σωστό»; Μήπως αποκλείεται εξ ορισμού να έχουν ορισμένες επιλογές δημοκρατικών κυβερνήσεων εκφάνσεις ολοκληρωτισμού; Μήπως δεν δημοσιεύονται κάθε τόσο σχόλια που εγκαλούν για αυταρχισμό τον δημοκρατικά εκλεγμένο πρόεδρο Μπους; Αλλωστε, καθώς όλοι συμφωνούν πως, αν από τη δημοκρατία μείνουν μόνο οι εκλογές, πολύ λίγο «κράτος» (ισχύ) θα διαθέτει ο «δήμος» (λαός), οι αναφορές στις επιλογές αυταρχικών καθεστώτων είναι το ζωηρότερο διαθέσιμο μέτρο σύγκρισης για να επισημάνει κανείς ότι μία κυβερνητική επιλογή είναι ανελεύθερη. Με τα παραπάνω δεν εννοώ ότι η επίταξη είναι ντε και καλά δικτατορικό μέτρο, ούτε καν ότι ήταν αδικαιολόγητη στην περίπτωση της ΠΝΟ. Η δήλωση του κ. Σούρλα είναι άξια σχολιασμού για μόνο τον λόγο ότι ο αντιπρόεδρος της Βουλής … δεν πρωτοτύπησε. Με ανάλογες επιδερμικές εξυμνήσεις της δημοκρατίας μας τείνουν οι εκάστοτε κυβερνώντες στη χώρα να παραμερίζουν κάθε ένσταση περί δημοκρατικού ελλείμματος. Ενώ υπό κανονικές συνθήκες άπαντες λοιδωρούν το πολιτικό σύστημα για διαφθορά, διαπλοκή και ανικανότητα, μόλις προκύψει κάποιο ακανθώδες ζήτημα επικαλούνται το αδιαμφισβήτητο ποιοτικό προβάδισμα της δημοκρατίας μας, για να απορριφθούν μονολεκτικά όλες οι ενοχλητικές ενστάσεις – από το πώς έγιναν οι ανακρίσεις και οι δίκες περί εσωτερικής τρομοκρατίας μέχρι το πού μετατοπίζεται το σημείο ισορροπίας μεταξύ εργοδοτικών και εργασιακών συμφερόντων. Η απεργία της ΠΝΟ, το γνωρίζουμε, οργανώθηκε από το ΚΚΕ με αιτήματα σε μεγάλο βαθμό εξωπραγματικά. Δεν ήταν, όμως, όλα τα αιτήματα παράλογα – κι όσο για την πολιτική στήριξη, χρειάζεται κι αυτή για να οργανωθεί μια αποτελεσματική απεργία. Άλλο είναι το ζήτημα: Με δεδομένο ότι η επίταξη τερματίζει την απεργία άνωθεν και εις βάρος των απεργών, γεννάται το ερώτημα αν η κυβέρνηση προέβη στην επιστράτευση μονάχα για να αντιμετωπίσει έναν «παραλογισμό» ή και επειδή η πολιτική της διατρέχεται από μία ευρύτερη λογική καταστολής των απεργιακών κινήσεων. Για την απάντηση χρειάζεται κανείς να ανατρέξει στις εν γένει εκδηλώσεις της κυβερνητικής πολιτικής και σε άλλα «μέτωπα» εργασιακών συγκρούσεων. Η αναδρομή σ΄αυτές είναι η μόνη που μπορεί να δείξει αν στις αναμετρήσεις στους εργασιακούς χώρους η κυβέρνηση έχει την τάση να παρεμβαίνει υπέρ των εργοδοτών και αν, άρα, έχει κρίνει –για όποιους λόγους- ότι τα εργασιακά δικαιώματα πρέπει να περισταλούν. Το ότι η κυβέρνηση είναι δημοκρατικά εκλεγμένη είναι αδιάφορο για την απάντηση στο πολιτικό αυτό ερώτημα. Το ότι στις δημοκρατίες οι επιτάξεις και το ξυλοκόπημα απεργών είναι μέτρα σχετικά σπάνια δεν σημαίνει ότι, όποτε λαμβάνονται, είναι εξ αντικειμένου δικαιολογημένα. Αντίθετα μπορεί να δείχνει ότι η δημοκρατική κυβέρνηση επιδιώκει τόσο έναν στόχο, ώστε μετέρχεται και «έκτακτα μέτρα» - από τις υπουργικές υποδείξεις στα δικαστήρια να απαγορεύουν τις απεργίες μέχρι, όποτε τα δικαστήρια δεν στέργουν, τις επιτάξεις. Στα τελευταία δείγματα γραφής της σημερινής κυβέρνησης διαβλέπει κανείς μία τέτοια τάση. Το πόσο θα εξελιχθεί παραμένει, όμως, ζητούμενο. Δημήτρης Καστριώτης
Ακολουθήστε το reporter.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr