Ολοι όσοι νοιώθουν ελάχιστα από ποδόσφαιρο γνωρίζουν πολύ καλά ότι στην κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Κυπέλλου το 2004 συνετέλεσαν αρκετοί παράγοντες ταυτοχρόνως. Πρώτον, ο προπονητής κ. Ρεχάγκελ κατόρθωσε να βρει ένα σύστημα προσαρμοσμένο στις δυνατότητες των ελλήνων παικτών, που δεν είναι και πολύ υψηλής ποιότητας. Δεύτερον επέλεξε παίκτες που λίγο-πολύ είχαν παίξει ή έπαιζαν σε ευρωπαϊκές ομάδες και είχαν πάρει μυρωδιά του τι σημαίνει πειθαρχία και σύνολο. Τρίτον, οι παίκτες αυτοί έφθασαν στο ανώτατο σημείο των δυνατοτήτων τους στη διάρκεια του Γιούροφουτ. Τέταρτον, κατά μία περίεργη σύμπτωση όλες οι άλλες ομάδες βρέθηκαν πεσμένες εκείνη την περίοδο. Πέμπτον, οι αντίπαλοί μας γενικά υποτίμησαν και αιφνιδιάστηκαν από το σύστημα που έπαιζε η εθνική Ελλάδας. Εκτον, η τύχη δεν εγκατέλειψε την εθνική μας ούτε μία στιγμή.
Ε, όλα αυτά μαζί δεν ξαναγίνονται. Αφήστε πουαναγκαία προϋπόθεση για να ξαναγίνουν είναι να βρεθεί μία φουρνιά αρκετών ικανών παικτών,έστω και με ελληνικά στάνταρντς, όπως η προηγούμενη. Γιατί μπορεί όλοι αυτοί οι παίκτες να ήταν και να είναι αρκετά μέτριοι με τα ευρωπαϊκά κριτήρια, αλλά για την Ελλάδα ήταν αρκετά καλοί. Ας ξεχάσουμε λοιπόν τα όνειρα επανάληψης του θαύματος στη διάρκεια της δικής μας ζωής και ας δούμε μήπως γίνει λίγο πιο ανταγωνιστικό το πρωτάθλημά μας. Απόδειξη για την ποιότητά του είναι η άρνηση του Σαβιόλα και του Ζε Ρομπέρτο να έλθουν και να παίξουν σε Παναθηναϊκό και Ολυμπιακό αντίστοιχα, παρά τα καλά λεφτά που τους πρόσφεραν οι δύο σύλλογοι. Γιατί να έλθουν οι άνθρωποι, για να παίζουν με τον Ιωνικό, την Κέρκυρα και την Καλαμαριά;
Η εικόνα είναι τελείως διαφορετική με την εθνική ομάδα του Μπάσκετ, η οποία πρωταγωνιστεί σε ευρωπαϊκό επίπεδο εδώ και αρκετά χρόνια και δεν πρωταγωνιστεί μόνον η εθνική του Μπάσκετ, πρωταγωνιστούν και αρκετοί ελληνικοί σύλλογοι, εναλλακτικά, ή και μαζί κάποιοι από αυτούς. Ο Πανελλήνιος στη δεκαετία του ΄50, η ΑΕΚ αργότερα, ο ΄Αρης βεβαίως, ο ΠΑΟΚ και πιο πρόσφατα ο Ολυμπιακός και ο Παναθηναϊκός έχουν γράψει την δική τους ιστορία στην Ευρώπη, κάτι που δεν έχει γίνει με τις ομάδες του ποδοσφαίρου. Επιπλέον, η Ελλάδα έκανε εξαγωγή καλών παικτών στην Ευρώπη από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, με τους Λάμπρου, Ματθαίου, Στεφανίδη αρχικά, ενώ κάποιους άλλους, όπως τους Γκάλη, Γιαννάκη, Χριστοδούλου, Φασούλα θα τους ήθελαν όλοι οι ευρωπαϊκοί σύλλογοι. Σήμερα και πάλι έχουμε μία φουρνιά παικτών υψηλότατου βεληνεκούς, πολλοί από τους οποίους παίζουν σε ξένες ομάδες. Την τετράδα των γκάρντς-Διαμαντίδης, Ζήσης, Παπαλουκάς, Σπανούλης- την ζηλεύουν όλοι οι προπονητές, ενώ πολύ αξιόλογοι παίκτες είναι και οι υπόλοιποι.
Με λίγα λόγια, δεν υπάρχει σύγκριση μεταξύ των πραγματικών δυνατοτήτων των ελληνικών ομάδων μπάσκετ και ποδοσφαίρου, των αντίστοιχων εθνικών ομάδων και κατ επέκταση και των αντίστοιχων πρωταθλημάτων. Μπορεί και στο Μπάσκετ να ξεχωρίζουν δύο ομάδες, ο Παναθηναϊκός και ο Ολυμπιακός, αλλά και αρκετές άλλες δεν είναι του πεταμού. Το σημαντικότερο δεν είναι ότι το ελληνικό μπάσκετ παράγει καλούς παίκτες, γιατί υπάρχουν πλέον και καλοί προπονητές.
Για να ξέρουμε δηλαδή τινα περιμένουμε από το ποδόσφαιρο και τι από το μπάσκετ, ασχέτως της δημοτικότητας του κάθε αθλήματος. Γι αυτό και οι δήμοι, κυρίως εκείνος ο άθλιος δήμος Αθηναίων και ο άλλος της Θεσσαλονίκης, εκείνος της Πάτρας και οι υπόλοιποι των μεγάλων πόλεων, οφείλουν να κάνουν ό,τι μπορούν για να προσφέρουν γήπεδα (κλειστά) και εγκαταστάσεις στα παιδιά. Αλλά πώς να ζητήσει κανείς καλλιγραφία από της μυλωνούς τον κ ;
Αγγελος Στάγκος
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr