Αναλυτικότερα, το μέσο ποσοστό ασυνέπειας, που εμφάνισαν οι ελληνικές επιχειρήσεις, την περίοδο 2003 - 2009, σύμφωνα με τα στοιχεία της Icap, υπολογίζεται στο 3.56%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό, την περίοδο 2010-2011, ανέρχεται στο 10%.
Όπως αναφέρεται στη μελέτη, η σημαντική αύξηση κατά 181% αποτυπώνει την αύξηση του πιστωτικού κινδύνου στην επιχειρηματική αγορά, ως συνέπεια της οικονομικής ύφεσης, της πτώσης της κατανάλωσης και των δυσκολιών άντλησης χρηματοδότησης.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης, οι ασυνεπείς επιχειρήσεις της Βιομηχανίας αυξήθηκαν κατά 166,09%, του Εμπορίου αυξήθηκαν κατά 226,95% και των Υπηρεσιών κατά 143,31%.
Σε απόλυτη συνάρτηση με την εξέλιξη της ασυνέπειας των επιχειρήσεων, τα στοιχεία της μελέτης κατέγραψαν τη σημαντική επιβάρυνση της πιστοληπτικής ικανότητας των επιχειρήσεων, κατά τη διάρκεια της διετίας 2010 - 2011.
Συγκεκριμένα, το 58,91% των εταιρειών, ήτοι 6 στις 10 επιχειρήσεις, επιδείνωσε την πιστοληπτική ικανότητά της έστω και κατά μία διαβάθμιση. Αναλογικά, λοιπόν, για κάθε μία επιχείρηση της οποίας η πιστοληπτική ικανότητα αναβαθμίστηκε, αντιστοιχούν 4,9 επιχειρήσεις των οποίων η πιστοληπτική ικανότητα επιδεινώθηκε.
Χαρακτηριστικό του μεγέθους και της εκτεταμένης κλίμακας των επιπτώσεων της κρίσης είναι το γεγονός ότι η επιδείνωση αφορά στο σύνολο των επιμέρους τομέων δραστηριότητας, με τις επιχειρήσεις παροχής υπηρεσιών, οι οποίες παραδοσιακά εμφάνιζαν υψηλότερη πιστοληπτική ικανότητα, να καταγράφουν τη σημαντικότερη επιδείνωση, ακολουθούμενες από το εμπόριο και τη βιομηχανία.
Επιχειρήσεις Βιομηχανίας:
Το ποσοστό των βιομηχανικών επιχειρήσεων, που επιδείνωσαν την πιστοληπτική τους ικανότητα, υπολογίζεται στο 53,59% έναντι του 13,54% των εταιρειών, που τη βελτίωσαν. Ο λόγος υποβαθμίσεων προς αναβαθμίσεις υπολογίζεται στο 3.96:1.
Επιχειρήσεις Εμπορίου:
Το ποσοστό των εμπορικών επιχειρήσεων, που επιδείνωσαν την πιστοληπτική τους ικανότητα, υπολογίζεται στο 58,07% έναντι του 12,73% των εταιρειών, που τη βελτίωσαν. Ο λόγος υποβαθμίσεων προς αναβαθμίσεις υπολογίζεται στο 4.56:1.
Επιχειρήσεις Υπηρεσιών:
Το ποσοστό των επιχειρήσεων παροχής Υπηρεσιών, που επιδείνωσαν την πιστοληπτική τους ικανότητα, υπολογίζεται στο 68,16% έναντι του 8,88% των εταιρειών, που τη βελτίωσαν. Ο λόγος υποβαθμίσεων προς αναβαθμίσεις υπολογίζεται στο 7.68:1.
Τέλος, εκτός από το ευρύτερο μακροοικονομικό περιβάλλον, αρνητικό αντίκτυπο στην πιστοληπτική ικανότητα μίας επιχείρησης έχει και η εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών της. Συγκεκριμένα, κοινά χαρακτηριστικά των εταιρειών των οποίων η πιστοληπτική ικανότητα υποβαθμίστηκε, είναι η πτωτική πορεία των εσόδων και των κερδών, οι δυσκολίες στην είσπραξη των απαιτήσεων, η αύξηση των υποχρεώσεων και των χρηματοοικονομικών εξόδων.
Από τα παραπάνω παρατηρείται ότι οι επιχειρήσεις, οι οποίες επιδείνωσαν την πιστοληπτική τους ικανότητα, εμφάνισαν:
Μείωση του περιθωρίου καθαρού κέρδους κατά 82%.
Μείωση της αποδοτικότητας των ιδίων κεφαλαίων τους κατά 86%.
Μείωση του περιθωρίου μικτού κέρδους κατά 5%.
Μείωση της κάλυψης χρηματοοικονομικών εξόδων κατά 35%.
Αύξηση του μέσου όρου προθεσμίας είσπραξης απαιτήσεων κατά 35%.
Αύξηση του μέσου όρου προθεσμίας εξόφλησης προμηθευτών κατά 20%.
Σημειώνεται ότι η μελέτη βασίστηκε σε συνολικό δείγμα 218.877 εταιρειών για την περίοδο των εννέα ετών.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr