Μετά την κρίση του 2008, ο χρηματοπιστωτικός κλάδος παγκοσμίως μπήκε σε μία διαδικασία απομόχλευσης. Η έκθεση των τραπεζών σε πάσης φύσεως χρηματοπιστωτικά προϊόντα και ο υψηλός βαθμός μόχλευσης των κεφαλαίων τους απειλούσε ολόκληρο το οικοδόμημα, προκαλώντας “ρίγη” για πιθανή νέα σπίθα κατάρρευσης, όπως αυτής της Lehman Brothers. Αυτό επομένως που περιμένει η ευρωπαϊκή πλευρά είναι η μείωση του βαθμού μόχλευσης των συστημικά αναγκαίων τραπεζών. Η έκθεση τους στα ελληνικά ομόλογα ήταν τέτοια, που οι δυσκολίες εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους θα μπορούσε να προκαλέσει ένα σαρωτικό ντόμινο που θα απειλούσε το ίδιο το ευρωπαϊκό νόμισμα.
Στις αρχές του προηγούμενου έτους, αφού είχε βγει στην επιφάνεια το ελληνικό πρόβλημα, και πριν ληφθεί οποιαδήποτε απόφαση για την ένταξη της Ελλάδας στο μηχανισμό στήριξης, η έκθεση των γαλλικών και των γερμανικών τραπεζών στην ελληνική οικονομία, μέσω των κρατικών ομολόγων, των εταιρικών ομολόγων και των δανείων προς ιδιώτες που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους, υπολογιζόταν περίπου σε 119 δισ. δολάρια (BIS). Εάν προχωρούσε σε αναδιάρθρωση χρέους εκείνη την εποχή η Ελλάδα, το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα θα κατέγραφε μία τεράστια «μαύρη τρύπα», η οποία θα ήταν μεγαλύτερη ακόμα και από εκείνη που άφησε πίσω της η χρεοκοπία της Lehman Brothers. Πιθανή αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους τότε θα έφερνε τις ξένες τράπεζες αντιμέτωπες με μαζικές διαγραφές αξιών. Ακόμα μεγαλύτερο πονοκέφαλο προκαλούσε τότε στους Γερμανούς και τους Γάλλους τραπεζίτες η μετάδοση της ελληνικής κρίσης χρέους στις υπόλοιπες από τις περιφερειακές οικονομίες της Ευρωζώνης.
Αυτό ήταν κάτι που γνώρισαν καλά τόσο οι τραπεζίτες, όσο και οι κυβερνήσεις των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών. Παρά την απροθυμία της Angela Merkel να ξοδέψει χρήματα των Γερμανών φορολογούμενων για τη διάσωση της «σπάταλης» Ελλάδας, οι Ευρωπαίοι τραπεζίτες είχαν συνεχείς επαφές τότε με τις κυβερνήσεις τους, προκειμένου να τους εξηγήσουν την πραγματική διάσταση του ελληνικού προβλήματος και να πιέσουν για διάσωση. Όπως και έγινε, έστω με τον προσωρινό μηχανισμό στήριξης.
Εκ τότε έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος, με τις γερμανικές και τις γαλλικές τράπεζες να “ξεφορτώνονται” με την πρώτη ευκαιρία όχι μόνο τα ελληνικά ομόλογα, αλλά και ότι συνδέεται με την ένταξη στο μηχανισμό στήριξης. Η προοπτική της αναδιάρθρωσης, έστω και επισήμως μετά το 2013, δίνει τη δυνατότητα στο τραπεζικό σύστημα να εκμεταλλευτεί την “περίοδο χάριτος” της απομόχλευσης.
Ο δρόμος δεν έχει τελειώσει...
Βέβαια, οι μεγαλύτερες ζημιές σε μια ενδεχόμενη αναδιάρθρωση θα καταγραφούν στο τραπεζικό σύστημα της χώρας που θα την κάνει. Η Τράπεζα της Αγγλίας υπολογίζει ότι ένα haircut 50% στα ελληνικά ομόλογα θα εξανέμιζε το 70% των κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών.
Όμως, σύμφωνα με τον Εconomist, πλέον οι δύο μεγάλες γερμανικές τράπεζες, Deutsche Bank και Commerzbank έχουν παράδοξα χαμηλή έκθεση στα ομόλογα της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας (χαμηλότερη των 6 δισ. ευρώ), με την συνολική έκθεση του γερμανικού τραπεζικού συστήματος διαμορφώνεται στα 27 δισ. ευρώ. Όμως μεγάλο μέρος ομολόγων είναι συγκεντρωμένα στα χαρτοφυλάκια των κρατικών περιφερειακών τραπεζών Landesbanken. Αυτές εμφανίζουν χαμηλή κερδοφορία και έχουν περιορισμένα κεφάλαια, επομένως, δεν είναι σε θέση να απορροφήσουν τις τυχόν ζημιές από τα ομόλογα.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Nomura, πλέον υπολογίζεται ότι μία ελληνική αναδιάρθρωση θα κόστιζε συνολικά 61,4 δισ. δολάρια (εκ των οποίων 21,4 δισ. δολ. για τις γαλλικές τράπεζες και 15 δισ. δολ. για τις γερμανικές). Ένα κόστος πλέον απόλυτα «διαχειρίσιμο», όπως τονίζεται. Μία αναδιάρθρωση όμως σήμερα θα διέλυε τις ελληνικές τράπεζες και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι από το Μάιο του 2010 η ΕΚΤ προχωρά σε αγορές κρατικών ομολόγων για να σταθεροποιήσει την αγορά. Μέχρι στιγμής έχει αγοράσει τίτλους αξίας 76,7 δισ. ευρώ, κυρίως από την περιφέρεια (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία). Το μεγαλύτερο μέρος των αγορών έχει γίνει με discount που, αν υποτεθεί ότι ήταν κοντά στο 20% και ότι το ποσοστό ανάκτησης σε περίπτωση αναδιάρθρωσης θα είναι 60%, τότε οι απώλειες για την ΕΚΤ υπολογίζονται σε 19,2 δισ. ευρώ, ήτοι το 24% των κεφαλαίων της. Και πάλι πρόσφατη έκθεση της Nomura, αναφέρει ότι η ΕΚΤ μάλλον θα χρειαστεί κεφαλαιακή ενίσχυση για την αντιμετώπιση του ενδεχομένου αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους.
Αλεξάνδρα Τόμπρα
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr