Η Επιτροπή σε παγκόσμιο επίπεδο υποστηρίζει την ιδέα ενός φόρου επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, ο οποίος θα μπορούσε να βοηθήσει στην αντιμετώπιση διεθνών προκλήσεων όπως η ανάπτυξη και η κλιματική αλλαγή.
Σε επίπεδο ΕΕ, η Επιτροπή συνιστά να προτιμηθεί η λύση ενός φόρου χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων (Financial Activities Tax - FAT).
Η Κομισιόν υποστηρίζει ότι αν αυτός ο φόρος καταστρωθεί και εφαρμοστεί προσεκτικά, θα μπορεί να παράγει σημαντικά έσοδα και να συμβάλλει στη διασφάλιση υψηλότερης σταθερότητας στις χρηματοπιστωτικές αγορές, χωρίς η ανταγωνιστικότητα της ΕΕ να τίθεται σε υπέρμετρο κίνδυνο.
Η Επιτροπή θα παρουσιάσει τις προτάσεις της στους υπουργούς Οικονομικών της ΕΕ στο Συμβούλιο ECOFIN της 19ης Οκτωβρίου, καθώς και στους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, στα τέλη Οκτωβρίου. Η θέση της ΕΕ σχετικά με τη φορολόγηση του χρηματοπιστωτικού τομέα θα παρουσιασθεί στη σύνοδο κορυφής της ομάδας G20 του Νοεμβρίου, αποβλέποντας στην ενθάρρυνση των εταίρων σε διεθνές επίπεδο να συμφωνήσουν πάνω σε μια παγκόσμια προσέγγιση.
Επιπλέον, η Επιτροπή θα ξεκινήσει μια εμπεριστατωμένη μελέτη εκτίμησης των επιπτώσεων με σκοπό την περαιτέρω εξέταση των ιδεών που εξέθεσε στη σημερινή ανακοίνωσή της, έχοντας κατά νου να διατυπώσει πολιτικές πρωτοβουλίες εντός του 2011.
Η Επιτροπή υποστηρίζει την ιδέα ενός φόρου χρηματοπιστωτικών συναλλαγών σε παγκόσμιο επίπεδο, και θα συνεχίσει να εργάζεται προς την κατεύθυνση αυτή στα πλαίσια της Ομάδας G20. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εξετάζει τη λύση ενός φόρου χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων .
Ο φόρος χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων θα στοχεύει στα κέρδη και στις αμοιβές των εταιρειών του χρηματοπιστωτικού τομέα. Με τον τρόπο αυτό, θα φορολογούνται μάλλον οι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και όχι χωριστά κάθε εμπλεκόμενος σε μια χρηματοπιστωτική συναλλαγή .
Για να εκτιμηθεί το κατά πόσον μπορεί να είναι πλήρως δικαιολογημένος ένας νέος φόρος στον χρηματοπιστωτικό τομέα, η Επιτροπή εξέτασε την τρέχουσα συνεισφορά του τομέα αυτού στους δημόσιους προϋπολογισμούς. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υφίστανται βάσιμοι λόγοι θέσπισης των φόρων που πρότεινε για τον χρηματοπιστωτικό τομέα :
Πρώτον, ο χρηματοπιστωτικός τομέας αποτέλεσε μια από τις μείζονες αιτίες της χρηματοπιστωτικής κρίσης και, στη διάρκεια των τελευταίων ετών, ήταν αποδέκτης σημαντικής κρατικής αρωγής. Θα πρέπει συνεπώς να συμβάλει ανάλογα στο κόστος ανασυγκρότησης των οικονομιών της Ευρώπης και στήριξης των δημόσιων οικονομικών.
Δεύτερον, ένας διορθωτικός τραπεζικός φόρος θα μπορεί να συμπληρώνει τα ουσιώδη κανονιστικά μέτρα (μεταξύ άλλων η τραπεζική εισφορά και το Ταμείο εξυγίανσης) που έχουν σχεδιαστεί για την τόνωση της αποτελεσματικότητας των χρηματοπιστωτικών αγορών και τη μείωση των διακυμάνσεών τους.
Τέλος, δεδομένου ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας απαλλάσσεται του φόρου προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) εντός της ΕΕ, με την επιβολή αυτού του φόρου θα εξασφαλισθεί ότι ο τομέας αυτός δεν υποφορολογείται σε σύγκριση με άλλους τομείς. Με λίγα λόγια, ένας νέος φόρος θα μπορούσε να συμβάλει στο να διασφαλισθεί μια πιο δίκαιη και πιο ουσιαστική συμμετοχή του χρηματοπιστωτικού τομέα στα δημόσια οικονομικά, θα προσέφερε πρόσθετες πηγές εσόδων και θα βοηθούσε στη δημιουργία ενός σταθερού και αποδοτικότερου χρηματοπιστωτικού τομέα.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr