Ο υπουργός αναφέρει ότι εξακολουθεί, παρά τα έως τώρα θετικά αποτελέσματα στην ελληνική οικονομία, να υφίσταται στους διεθνείς παρατηρητές η λανθασμένη πεποίθηση ότι θα υπάρξει αναδιάρθρωση του χρέους και θα απαιτήσει κάποιο χρόνο να καταστεί αναντίρρητο γεγονός ότι αυτή δεν θα γίνει. Ο κ. Παπακωνσταντίνου εκτιμά ότι παρά το γεγονός ότι ήταν σοβαρό το δημοσιονομικό και δομικό σοκ από την άμεση προώθηση των μεταρρυθμίσεων, η οικονομία βγαίνει περισσότερο ανθεκτική από όσο αναμενόταν και η ύφεση εφέτος θα είναι ηπιότερη από ό,τι αρχικά είχε προβλεφθεί.
Πάντως, ο υπουργός Οικονομικών αναφέρει, παράλληλα, ότι εξακολουθούν να υπάρχουν πολλές προκλήσεις. Υπάρχουν, δηλώνει, κίνδυνοι πιθανών υπερβάσεων σε σημεία του προϋπολογισμού- ειδικά σε ό,τι αφορά στα νοσοκομεία, στις δημόσιες εταιρίες και στα συνταξιοδοτικά ταμεία- και το ενδεχόμενο κόπωσης της διαδικασίας μεταρρυθμίσεων. Θεωρεί, επίσης, ότι η κρίση, όσον αφορά στις ευρωπαϊκές οικονομίες, δεν έχει σε καμία περίπτωση τελειώσει, αλλά η ελληνική κρίση λειτούργησε σαν αφύπνιση για ολόκληρη την Ευρώπη.
Διαβάστε αναλυτικά το άρθρο του υπουργού Οικονομικών στο περιοδικό "The Banker":
Ο χρόνος που πέρασε ήταν ένα ταχύρρυθμο μάθημα στη διαχείριση κρίσεων- όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για όλη την Ευρώπη. Τον Οκτώβριο του 2009, μια νέα Κυβέρνηση στην Ελλάδα εκλέχθηκε με μεγάλη διαφορά και ξεκάθαρη εντολή για αλλαγές. Οι Έλληνες πολίτες είχαν κουραστεί από τη πολύχρονη κακή διακυβέρνηση, την ευνοιοκρατία και τη διαφθορά. Είχαν κουραστεί να ζουν σε μία χώρα που βρισκόταν σε στασιμότητα και είχαν πειστεί ότι τους άξιζαν περισσότερα, αλλά ήταν και ικανοί για περισσότερα.
Η νέα Κυβέρνηση ανέλαβε τα καθήκοντά της μέσα σε ένα κλίμα ελπίδας και υψηλών προσδοκιών. Όμως, γρήγορα ανακάλυψε πως ήταν αντιμέτωπη με μεγαλύτερες δυσκολίες από ό,τι αναμενόταν. Μέσα σε λίγους μήνες θα έπρεπε να πάρει δύσκολες αλλά αναγκαίες αποφάσεις, για να σώσει τη χώρα από την χρεοκοπία και να ξεκινήσει μια ριζοσπαστική πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής, διαρθρωτικές αλλαγές που αναβάλλονταν για καιρό. Στην ουσία, η Κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει μια διπλή πρόκληση: να ανακτήσει τον έλεγχο των δημοσιονομικών και να αντιμετωπίσει προβλήματα που εμπόδιζαν για χρόνια την ανάπτυξη, την απασχόληση και τη δημιουργία πλούτου.
Ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός ήταν πρωτοφανής: ένα έλλειμμα διπλάσιο από αυτό το οποίο είχε προβλεφθεί και ένα τεράστιο χρέος πάνω από 100% του Ακαθάριστου Εγχώριο Προϊόντος (ΑΕΠ). Προσθέστε σε αυτά και το διψήφιο έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο – όλα αυτά μαζί μαρτυρούν την έλλειψη ανταγωνιστικότητας, ως αποτέλεσμα ενός δυσλειτουργικού κρατικού μηχανισμού και ένα μοντέλο ανάπτυξης που είχε ήδη φτάσει στα όριά του.
Ίσως όμως, η πιο σημαντική πρόσκληση ήταν το έλλειμμα αξιοπιστίας. Τα πολύ γνωστά πλέον προβλήματα με τα ελληνικά στατιστικά στοιχεία, σε συνδυασμό με την παντελή έλλειψη αξιοπιστίας σε κάθε πολιτική που ανακοινωνόταν, δημιουργούσαν εκρηκτικές συνέπειες στις διεθνείς αγορές, που ήταν ήδη ασταθείς από την παγκόσμια κρίση δημοσίου χρέους. Οι αγορές σύντομα έκλεισαν για την Ελλάδα τελείως. Η χρεοκοπία απεφεύχθη μόνο εξαιτίας του μηχανισμού στήριξης των 110 δισ. ευρώ από την ΕΕ, την ΕΚΤ και την ΔΝΤ, βασιζόμενο σε αυστηρούς όρους.
Ένα χρόνο μετά το αρχικό σημείο και πέντε μήνες από την έναρξη του Προγράμματος, τα πράγματα δείχνουν διαφορετικά. Η Ελλάδα ξεπέρασε τις προσδοκίες και κατάφερε να εκπλήξει τους πάντες – ακόμα και τον εαυτό της. Σε δημοσιονομικό επίπεδο, το εμπροσθοβαρές πρόγραμμα προσαρμογής σημαίνει πως το έλλειμμα έχει μειωθεί κατά 40%, για να φτάσει εν τέλει στο 8,1% - στόχος για το 2010 (5,5 μονάδες λιγότερο από το 2009).
Αυτή η βελτίωση ήταν αποτέλεσμα μιας αποφασιστικής προσπάθειας τόσο από την πλευρά των δαπανών όσο και των εσόδων. Περιλαμβάνει δύσκολα μέτρα, όπως τις μειώσεις μισθών στο δημόσιο τομέα κατά 15%, περικοπές 10% στις συντάξεις ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, περικοπές 30% στα λειτουργικά έξοδα της Κυβέρνησης, αύξηση 4% στο ΦΠΑ και αύξηση 30% στους φόρους κατανάλωσης. Αλλά χρειάζεται να κοιτάξει κανείς πίσω από τους αριθμούς, για να καταλάβει το τεράστιο μέγεθος των μεταρρυθμίσεων και την ταχύτητα με την οποία η Ελλάδα προχώρησε, για να εφαρμόσει τις πολιτικές που αποφασίστηκαν με την Ε.Ε., την ΕΚΤ και το ΔΝΤ.
Μέσα σε μερικούς μήνες, η Κυβέρνηση αναμόρφωσε το συνταξιοδοτικό σύστημα της χώρας, αναδιοργάνωσε την αγορά εργασίας για να αυξήσει τον ανταγωνισμό και την ευελιξία, αναδιάρθρωσε τον φοροεισπρακτικό μηχανισμό, καταπολέμησε δυναμικά την φοροδιαφυγή, αναμόρφωσε την Τοπική Αυτοδιοίκηση, εισήγαγε ένα νέο πλαίσιο κανόνων για την εκτέλεση και τον έλεγχο του κρατικού προϋπολογισμού, ανεξαρτητοποίησε την Ελληνική Στατιστική Αρχή και δημιούργησε το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Την ίδια στιγμή, παρουσίασε ένα ευρύ πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων, σχεδιασμένο για να δώσει ανάσα σε μη αξιοποιημένους πόρους της Ελλάδας. Από τις πωλήσεις μέχρι τις παραχωρήσεις, ο στόχος είναι να ενσωματωθεί ο δυναμισμός και η τεχνογνωσία του ιδιωτικού τομέα στις κρατικές εταιρίες, τα αεροδρόμια, τα λιμάνια, την αγορά παιγνίων και την ακίνητη περιουσία.
Είναι προφανές ότι τίποτα δεν ήταν εύκολο, και ότι ζητήθηκε από τους Έλληνες πολίτες να σηκώσουν ένα βαρύ φορτίο. Ίσως καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα στην πρόσφατη ιστορία δεν έχει υποστεί τέτοια δραστική αλλαγή σε τόσο σύντομη περίοδο, ενώ οι αντιδράσεις ήταν εντυπωσιακά περιορισμένες, απόδειξη ότι η ελληνική κοινωνία κατανοεί ότι τα πράγματα δεν μπορούσαν να συνεχίζουν να είναι έτσι όπως ήταν.
Οι θυσίες που απαιτήθηκαν από τον Ελληνικό λαό δεν ήταν κάτι εύκολο – και προϋπόθεση για τη επιτυχία στην προσπάθεια των αλλαγών είναι να πειστούν οι πολίτες σε κάθε στάδιο πως οι θυσίες αυτές δεν είναι μάταιες και ότι το βάρος θα μοιραστεί δίκαια. Και αυτό ακριβώς έχει αποδείξει η Κυβέρνηση – με τη μάχη κατά της φοροδιαφυγής, αλλά και με τη σθεναρή της στάση, όταν κατεστημένα συμφέροντα επιχειρούν να κρατήσουν όμηρο την κοινωνία.
Θα ήταν όμως λάθος να αξιολογήσει κανείς την πρόοδο με κριτήριο μια απλή λίστα, σημειώνοντας τα μέτρα που εκπληρώθηκαν πριν την εκταμίευση της επόμενης δόσης του δανείου. Η επιτυχής έκβαση της υλοποίησης του Προγράμματος θα βάλει τα θεμέλια για την αναπτυξιακή δυναμική της Ελλάδας, δυναμική που δεν πρέπει να συνεχίσει να συγκρατείται από έναν αναποτελεσματικό και πελατειακό κράτος. Εξάλλου, αυτός είναι και ο σκοπός του προγράμματος των αλλαγών: επενδύσεις, ανάπτυξη και δημιουργία θέσεων εργασίας ως αποτέλεσμα βιώσιμων και αξιόπιστων δημοσίων οικονομικών, μιας ανταγωνιστικής αγοράς εργασίας, ενός ευνοϊκού νομικό πλαίσιο για επενδύσεις, και ενός πιο δίκαιου και αποτελεσματικού φορολογικού συστήματος.
Η Κυβέρνηση επέλεξε να περάσει το μεγαλύτερο μέρος των μεταρρυθμίσεων στους πρώτους μήνες, ώστε να υπάρξουν αποτελέσματα το συντομότερο δυνατό. Και ενώ το δημοσιονομικό και διαρθρωτικό σοκ αυτής της πολιτικής ήταν σοβαρό, η οικονομία φαίνεται να είναι πιο ανθεκτική από όσο αναμενόταν. Ως εκ τούτου, η ύφεση φέτος, όπως φαίνεται θα είναι πιο ήπια από αυτή που αρχικά προβλεπόταν.
Είναι ξεκάθαρο ότι απομένουν πολλές προκλήσεις. Υπάρχουν πάντα κίνδυνοι στην εκτέλεση του Προϋπολογισμού – ειδικά σε σχέση με τα νοσοκομεία, τις ΔΕΚΟ και τα ασφαλιστικά ταμεία– καθώς και η πιθανότητα «κόπωσης» στις αλλαγές.
Παρόλα αυτά, είναι ξεκάθαρη μια αλλαγή στάση από τους διεθνείς παρατηρητές. Η παντελής απόρριψη έδωσε τη θέση της στην αναγνώριση ότι έχει επιτευχθεί πρόοδος, ακόμα και στη συγκρατημένη αισιοδοξία. Αυτό που απομένει να εξαφανιστεί είναι η λανθασμένη πεποίθηση ότι, παρά τις καλύτερες προσπάθειες η Ελλάδα θα χρειαστεί να αναδιαρθρώσει το χρέος της τελικά. Οι ενδείξεις ότι αυτό δεν θα συμβεί πολλαπλασιάζονται, αλλά για να αποδειχθεί πέρα από κάθε αμφιβολία, θα χρειαστεί χρόνο. Όλα εξαρτώνται από τη βιώσιμη πορεία του χρέους: τη συνεχή επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων και υψηλότερων ρυθμών ανάπτυξης. Οι αποδείξεις για το πρώτο υπάρχουν ήδη, ενώ για το δεύτερο, είναι ακριβώς ο στόχος όλων των διαρθρωτικών αλλαγών – να δοθεί στην οικονομία μία μεγάλη ώθηση που θα αυξήσει το αναπτυξιακό δυναμικό της.
Η ελληνική κρίση λειτούργησε σαν ξυπνητήρι για όλη την Ευρώπη. Η αντίδραση ήταν αρχικά διστακτική, αλλά στο τέλος τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα έδειξαν μια αξιοσημείωτη δυνατότητα να προσαρμόζονται σε πολύ γρήγορα μεταβαλλόμενες συνθήκες και να μεταβάλλουν πάγιες πρακτικές. Η κρίση δεν έχει σε καμία περίπτωση τελειώσει. Έχει όμως, ανοίξει μια συζήτηση για να συμπληρωθούν τα κομμάτια που λείπουν στο ευρωπαϊκό παζλ, με σκοπό να ολοκληρώσει και να ενισχύσει ολόκληρο το ευρωπαϊκό σύστημα οικονομικής διακυβέρνησης.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο reporter.gr